Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
-Σαν ήθελες να τον βρεις έπρεπε να ψάξεις αρκετά.
Το τόξο που περιβάλλει και αγκαλιάζει τρυφερά το χωριό μας, πιάνει από το Κάστρο ως την Κούτρα.
Οι πρόποδες του Παγγαίου με τις δυο επάλξεις του.
Στην Ανατολή το Κάστρο του μεγάλου Αλεξάνδρου, στη Δύση η Κούτρα με της γριάς το λάκκο και τον αντίλαλό του. Μια καλημέρα λες, με τρεις η γριά ανταπαντά από το λάκκο. Ανάμεσα στα δυο αυτά οριακά σημεία απλώνεται το χωριό γλιστρώντας γλυκά προς τον δημόσιο δρόμο Καβάλας – Ελευθερούπολης – Σερρών. Κάτω από το δρόμο ο κάμπος με τα εξωχώραφα και στη συνέχεια το μαύρο χώμα, η αποξηραμένη ρηχή λίμνη, τα Τενάγη των Φίλιππων. Βάλτα τη λέμε τώρα, με πλούσια γεωργική παραγωγή, κυρίως καλαμπόκι.
Η θάλασσά μας.
Έτσι φανταζόμασταν τον κάμπο όταν ήμασταν μικροί. Κάποιος δικός μας συγγραφέας το αποτύπωσε σε κάποιο μυθιστόρημά του.
Η θάλασσά μας.
Πίσω, στις πλάτες του χωριού, στο Νότο, ο πανέμορφος ορεινός όγκος του δικού μας Παγγαίου.
Λέω του δικού μας γιατί όλα τα χωριά περιμετρικά του βουνού – και είναι πολλά – έχουν το δικό τους μερίδιο από το πανέμορφο βουνό του Ορφέα, του αρχαίου Ορφέα. Επισημαίνω του αρχαίου, γιατί ήταν και ο σύγχρονος Ορφέας. Και ενώ ο αρχαίος Ορφέας περιδιαβαίνοντας το βουνό αποζητούσε την αγαπημένη του Ευρυδίκη, ο δικός μας έψαχνε για τσαγανούς στη ρεματιά και στα παγωμένα νερά των πηγών του Άη Γιάννη.
Ο Άη Γιάννης είναι το τρίτο χαρακτηριστικό σημείο του τόξου. Ξεκινώντας από το Κάστρο συναντάμε στη σειρά το Κρυονέρι, τον Άη Γιάννη, τη Δεξαμενή, τον Ντράφτσο, ψηλότερα αλλά πάντα στους πρόποδες του βουνού την άλλη δεξαμενή και το Τσιτσμιδούδ ή Τσιτσμιδούδι, όπως το λένε κάποιοι που έζησαν ή ζουν στις μεγάλες πόλεις και δεν τους έρχεται καλά – καθότι έμαθαν στα πρωτευουσιάνικα – να κόβουν τις λέξεις των πανέμορφων και εύηχων Παλαιχωρινών τοπωνυμίων. Ποιος θα μπορούσε άραγε να φέρει αντίρρηση για τη ποιητική ομορφιά, τη μουσικότητα και την ερωτική διέγερση που προκαλεί η λέξη «Ντράφτσος»;*
Για προσπαθήστε να τη πείτε φωναχτά. Θα νοιώσετε μια γλύκα στον ουρανίσκο και μια παράλυση στη γλώσσα. Μην εκπλαγείτε δε, αν δεχθείτε την επίσκεψη της μούσας Ερατούς, προστάτιδας της ερωτικής ποιήσεως.
Πιο κάτω το Πάρκο, το περιβόητο Πάρκο με τις καστανιές και τα χαμοκέρασα.
Που πας; Στο Πάρκο.
Ερώτηση και απάντηση χιλιοειπωμένες. Χρόνια τώρα. Μικροί και μεγάλοι. Μικροί που μεγάλωσαν και μεγάλοι που γέρασαν. Και οι άλλοι. Αυτοί που έφυγαν.
Αντιβουίζουν στα αυτιά μου.
Που πας; Στο Πάρκο.
Σημείο κάθε είδους συνάντησης. Συνεδριακό κέντρο είχε το Παλαιοχώρι από κείνα τα χρόνια. Εκεί συζητούσαμε διάφορα θέματα που μας απασχολούσαν και πάντα ή σχεδόν πάντα, παίρναμε τις σωστές αποφάσεις.
Εκεί οργανώναμε το σχέδιο που θα ακολουθούσαμε για να κλέψουμε τα κεράσια του Φιλήμονα ο οποίος, από την στιγμή που άρχιζαν να κοκκινίζουν τα κεράσια, χτυπούσε οχτάωρα νούμερα σκοπιάς. Άσε που παγίδευε τον χώρο με σκοινιά και κουδούνια. Πρόδρομος των μοντέρνων συναγερμών. Αφού τα τρία αγόρια του είναι σεκιουριτάδες και δουλεύουν και στις τοποθετήσεις συναγερμών. Νομίζω ότι μια μάρκα συναγερμών πήρε το όνομά του. FILHMON SECURITY.
Τα κεράσια πάντως δεν τα γλύτωνε. Στην συμμορία μας είχαμε και ειδικούς στην απενεργοποίηση οποιουδήποτε πολύπλοκου συστήματος συναγερμού. Απενεργοποιήσεις ο Διογένης.
Εκεί, στο Πάρκο λύνονταν οι διαφορές μας και δένονταν τα κορμιά μας. Με κείνο το δέσιμο το περίεργο. Ένας κόμπος δύσκολος και πολύπλοκος γινόμασταν, που ούτε ο μέγα Αλέξανδρος με το σπαθί του δεν θα τα κατάφερνε.
Δυτικότερα ψηλά το Φλαμουρλούκι και το Παλαιόκαστρο, πιο χαμηλά η Κούτρα και χαμηλότερα μέσα στα πλατάνια η Αγία Βαρβάρα με τις πηγές της. Δροσερό νερό και ένα ακόμα σημείο συνάντησης κάθε είδους οδοιπόρων και «συνοδοιπόρων».
Πιο κάτω ο ελαιώνας, βακούφικο της πανέμορφης Μονής της Εικοσιφοίνισσας.
Μεγάλος ο τόπος αλλά, δεν το είχαμε σε τίποτα να βρεθούμε από το ένα μέρος στο άλλο. Μεσημεριάτικα, καλοκαιριάτικα και με τον ήλιο να σου νταλακιάζει το κεφάλι και να κουρκουτιάζει το μυαλό μας.
Το καπέλο σου πάρε. Που να ακούσουμε εμείς, είχαμε ήδη βρεθεί στο Πάρκο
-Σαν ήθελες λοιπόν να τον βρεις έπρεπε να ψάξεις αρκετά και παντού.
Όλα τα μέρη ήταν πιθανά αλλά εμείς, κατά ένα παράξενο τρόπο εντοπίζαμε ο ένας τον άλλο χωρίς φωνές, χωρίς φασαρία. Ενστικτωδώς μέσα μας δούλευαν οι νόμοι των πιθανοτήτων και της στατιστικής και ξέραμε ότι την τάδε μέρα ώρα και στιγμή, ο Θεμιστοκλής θα είναι εκεί. Και ω του θαύματος, ήταν εκεί. Λέω τώρα ω του θαύματος γιατί τότε δεν μου έκανε καμιά εντύπωση. Απλώς πηγαίναμε και τον βρίσκαμε. Αν δε, κάποια μάνα ήθελε να βρει τον κανακάρη της, ρωτούσε έναν από μας, της υποδεικνύαμε την περιοχή, ανέβαινε προς τα κει, έβαζε μια φωνή και τσουπ παρουσιαζόταν το παλικάρι της.
Την επόμενη διαδρομή μέχρι το σπίτι τους, μάνα και γιος την κατέβαιναν εις φάλαγγα κατ’ άνδρα. Μπροστά ο κανακάρης και πίσω η μάνα, με την βίτσα να σχίζει τον αέρα και να προσγειώνεται στον κώλο του Λεωνίδα.
Το βράδυ μας έδειχνε τον κώλο του ο Λεωνίδας. Ήταν ένα είδος παράσημου. Με αυτού του είδους τα παράσημα και μετά την απαραίτητη καζούρα, ανεβαίναμε στην ιεραρχία της συμμορίας.
-Σαν ήθελες λοιπόν να τον βρεις έπρεπε να ψάξεις αρκετά, παντού και σε πολύ περισσότερα μέρη, αφού τώρα μεγάλωσε και μεγάλωσε όπως ήταν φυσικό και το εύρος των δραστηριοτήτων και μετακινήσεων του.
Έφυγε πρωινές ώρες.
Το καπέλο σου πάρε. Το πήρε αυτή τη φορά.
Μεγάλωσε και κείνη. Της έλειπε και δεν ήθελε πια να την στεναχωρεί.
Σαράντα ένα χρόνια πριν.
Ιούλιος του χίλια εννιακόσια εβδομήντα τέσσερα. Είκοσι του μηνός.
Προφήτης Ηλίας. Το μεγάλο πανηγύρι του χωριού μας.
Αυτός φοιτητής.
Τα σύνεργα; Καλάθι, σακούλα, σακίδιο με τα αναγκαία, λίγο ψωμοτύρι και το φλόμπερ*.
Αποστολή; Τσαγανοί και κοτσύφια.
Τοποθεσία; Ρεματιά του Άη Γιάννη για τσαγανούς και στην ευρύτερη περιοχή για κοτσύφια. Σε αφθονία στον Άη Γιάννη τότε οι τσαγανοί. Μέσα στο νερό. Κάτω από τις πέτρες. Σήκωνες απότομα την πέτρα και πριν θολώσει το νερό, τον έπιανες με την χούφτα σου και κατευθείαν στο καλάθι για το φόβο της δαγκάνας. Τρώγαμε βέβαια και καμιά δαγκωνιά, αλλά μπρος στο μεζεδάκι που θα γευόμασταν δεν δίναμε σημασία. Και ήταν νόστιμοι πολύ. Τουλάχιστον έτσι μας φαίνονταν αφού τα χρόνια ήταν δύσκολα και η ποικιλία στην διατροφή μας περιορισμένη. Ψωμί με σάλτσα, ψωμί με λάδι αλάτι και ρίγανη, ψωμί με ζάχαρη, ελιές και κάπου – κάπου λίγο κασέρι.
Τσαγανοί, σαλιγκάρια μαύρα από το βουνό και άσπρα από τον κάμπο, κοτσύφια και κανένα γριβάδι από το κεντρικό κανάλι της βάλτας. Εξαιρετικοί μεζέδες. Τηγανιτούς τους έκαναν τους τσαγανούς οι μανάδες μας. Ζωντανούς στο τηγάνι και αυτοί τσιτσίριζαν. Τραγουδούν από τη χαρά τους έλεγε η μάνα μου. Τα δε σαλιγκάρια, ζωντανά στο ζεστό νερό σφύριζαν από την ευτυχία τους για την καλή τους τύχη. Όλα τα ζώα όταν τα σφάζαμε ή τα ψήναμε ζωντανά, χαιρόταν πολύ. Έτσι μου έλεγε η μάνα μου κι εγώ σαν μικρό παιδί ξεροκατάπινα από την προσμονή να φάω τις δικές μας τότε νοστιμιές αλλά και λυπόμουν για τις ζωούλες τους.
Έκανε μια στάση για τσαγανούς. Γέμισε την σακούλα, της έκανε δυο- τρεις τρύπες, την έδεσε, και την έβαλε στο καλάθι. Μια πέτρα από πάνω και ξανά μέσα στο νερό για να διατηρηθούν υγροί και φρέσκοι.
Το φλόμπερ στον ώμο και πήρε τον ανήφορο. Χώθηκε στα δέντρα και στη δροσιά ακολουθώντας το μονοπάτι. Η καμπάνα του προφήτη Ηλία ακούγονταν καθαρά. Κάτι όμως μέσα του άλλαζε.
Δεν ήθελε πια να κυνηγήσει.
Άλλαζαν σιγά-σιγά τα μυαλά του και η νοοτροπία του. Δένονταν περισσότερο με τη φύση αλλά πονούσε τώρα πολύ με τον θάνατο των πουλιών και των ζώων. Εκεί, εκείνη την ώρα το φλόμπερ έκλεισε τον κύκλο του.
Περπάτησε αρκετή ώρα. Έφαγε λίγο ψωμί, κασέρι, μια ντομάτα και ξάπλωσε σε μια ισιάδα, στη δροσιά. Έκλεισαν τα μάτια του. Πρέπει να πέρασε αρκετή ώρα όταν τον ξύπνησαν οι καμπάνες, αλλά αυτή τη φορά του Αποστόλου Θωμά.
Χτυπούσαν δυνατά και δαιμονισμένα. Ακούγονταν και κάτι φωνές από τα μεγάφωνα της κοινότητας, αλλά και από όλο το χωριό.
Λες να έκανε κανένα θαύμα ο προφήτης; …αναρωτήθηκε.
Κατηφόρισε σιγά-σιγά, έφτασε στο καλάθι και το άδειασε στο ποταμάκι. Πανηγύρι οι τσαγανοί. Σαν να του φάνηκε ότι τρέχαν να ανάψουν κερί στο Προφήτη για την αναπάντεχη σωτηρία τους.
Τέρμα οι τσαγανοί, τέρμα και τα κοτσύφια.
Ένας ακόμα από τους κύκλους της ζωής του έκλεισε. Έτσι είναι η ζωή. Ένα σπιράλ, μια σούστα με κύκλους που κλείνουν και ανοίγουν άλλοι. Και όλο ανεβαίνουμε.
Οι καμπάνες χτυπούσαν ακόμα. Κατηφόρισε και διέκρινε από μακριά το σπίτι του και τον πατέρα του αλαφιασμένο να ανεβαίνει προς το σπίτι τους. Συναντήθηκαν στην αυλόπορτα.
Που γυρίζεις εσύ μου λες; με δυνατή φωνή και αυστηρά.
Τι έγινε ρε πατέρα; ήρεμα εκείνος.
ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΣΗ……ΕΧΟΥΜΕ ΠΟΛΕΜΟ ΜΕ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ.
ΜΠΗΚΑΝ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ.
Και κείνος με αναίδεια:
Ε και;
Δεκαεννιά χρονών.
Υ.Γ.
Μεγάλος πια.
Καφεδάκι κάτω από τον πλάτανο με φίλο του.
Είκοσι Ιουλίου δύο χιλιάδες δεκαπέντε.
Η κουβέντα, για την επιστράτευση.
Ξέρεις εκείνη την ημέρα συνάντησα τον πατέρα σου στο δρόμο.
Ανέβαινε με κομμένη την ανάσα προς το σπίτι σου και μου λέει:
Είδες εκείνον τον τσόγλανο;
Άκου. Τον είπε ο πατέρας του τσόγλανο.
Ε και;
-Εξηντάρης πια και αυτή η λέξη «τσόγλανος» ξαναζωντάνεψε τον πατέρα του.
Τον είδε να ανεβαίνει……αλαφιασμένος.
Τον είδε και του χαμογέλασε.
Του χαμογέλασε και κείνος.
Τσόγλανε ψιθύρισε.
Ολοζώντανος.
Τελικά το έκανε το θαύμα του ο Προφήτης. Σαράντα ένα χρόνια μετά.
Πέρασαν κιόλας σαράντα ένα χρόνια.
Ε και;
Ζείδωρος γαία – Παλαιοχώρι
(Άγγελος Τσανάκας)
27 – 8 – 2015
—————————————————————————————-
τσαγανός…………..Μικρό καβουράκι γκριζοπράσινο συνήθως, του γλυκού
νερού, των χειμάρρων και των ποταμών.
Αλλά και το νεύρο, η ψυχή.
Όποιος έχει τσαγανό έχει ζωντάνια, αποφασιστικότητα
θάρρος και αντοχή. Έχει άντερο και δεν εγκαταλείπει
όταν βρεθεί σε ζόρι.
Ντράφτσος……….Τοπωνύμιο αλλά και φυτό.
Φλόμπερ……….….Μικρό κυνηγετικό όπλο