Πριν μια βδομάδα έφυγε από τη ζωή ο Βεροιώτης, δάσκαλος, αθλητής και πρόσκοπος Χρήστος Ρέμμος σε ηλικία 83 ετών.
Τον Χρήστο Ρέμμο δεν τον γνώρισα προσωπικά. Ήθελα όμως πάντα να τον συναντήσω και να του σφίξω το χέρι όχι μόνο για την προσφορά του στον αθλητισμό και στον προσκοπισμό, αλλά γι’ αυτό το υπέροχο ποίημα που έγραψε για την αγαπημένη του Βέροια.
Το τεράστιο αυτό ποίημα το έγραψε το 1979 για τη συνεστίαση της Θεσσαλονίκη μεταξύ Βεροιέων παλαιών προσκόπων στην οποία παρευρέθηκε ο ίδιος.
Στο ποίημα αυτό που σας το παρουσιάζω αυτούσιο, περιγράφει τη Βέροια του ‘40 και του ‘50 με αριστουργηματικό τρόπο, κάνοντας αναφορά στους δρόμους, στους ανθρώπους, στην ψυχαγωγία της κ.α.
Καλό ταξίδι Χρήστο Ρέμμο και είμαι βέβαιος πως η γενέτειρά σου θα σε θυμάται για πάντα για την αγάπη που της πρόσφερες!
Γεράσιμος Καλλιγάς
1. Συνάντηση
Φίλοι γνωστοί και άγνωστοι
Βεροιώτες καλησπέρα
που η κοινή καταγωγή
μας έφερε εδώ πέρα.
Μακριά από την Πατρίδα μας
κι από τη γειτονιά μας
μακριά από τη Βέροια
κι από όλα τα γνωστά μας.
Χρόνια και χρόνια μακριά
και με καημό μεγάλο
απόψε μαζευτήκαμε
να δούμε ο ένας τον άλλο.
Να πιούμε, να γλεντήσουμε
μαζί όλοι παρέα
να θυμηθούμε τα παλιά
να πούμε για τα νέα.
Να ζήσουμε ξανά μαζί
τις όμορφες στιγμές μας
που πριν χρόνια περάσαμε
όλοι τις παιδικές μας.
Δεν γνώριζα ποιος θα ‘ναι εδώ
για να τον αναφέρω
να πω τι έκανε μικρός
και όλα αυτά που ξέρω.
Θα προσπαθήσω γενικά
για όλα να μιλήσω
και τις παλιές σας θύμησες
σήμερα να ξυπνήσω.
Θα σας θυμίσω χωριστά
σκηνές απ’ τη ζωή
που σαν παιδιά περνούσαμε
λιτή και φτωχική.
2. Σπίτια της παλιάς Βέροιας και Δρόμοι
Τα σπίτια ήταν χαμηλά
παλιά κι ερημωμένα,
με κεραμίδια στη σκεπή
και σφιχταγκαλιασμένα.
Λίγα σπίτια χτιζότανε
σπάνιζαν τα καινούργια
και στις σκεπές τα πιο παλιά
γεμάτα καλιακούδια.
Τζάκια, μαγκάλια άναβαν
και σόμπες με τα ξύλα
και τον χειμώνα τρέμαμε
όλοι μας σαν τα φύλλα.
Χιόνια πολλά σκεπάζανε
σπίτια και καλντερίμια,
Ελιά, Τσερμέν, Γιολά Γκελντί
πλησίαζαν τα αγρίμια.
Σπίτια ψηλά πολυόροφα
θυμάμαι δεν υπήρχαν
και πιο ογκώδες και τρανό
του Χατζημάμογλου ήταν.
Πέτρες για πίσσα είχανε
οι δρόμοι οι στενοί
κι ο φωτισμός ήταν φτωχός
δεν έβλεπες Δ.Ε.Η.
Τηλέφωνα στα σπίτια τους
είχαν λιγοστοί
κι ούτε ποτέ μας μίλησε
κανείς για την ΤV.
Οι πόρτες ήταν βαριές
και κλείναν με αμπάρες
κι οι νιες τις άνοιγαν κρυφά
και άκουγαν καντάδες.
3. Διασκέδαση
Ο κόσμος διασκέδαζε
στα σπίτια και στα κέντρα,
στις εξοχές στην ύπαιθρο
κάτω από τα δέντρα.
Στις Σαραντόβρυσες συχνά
πηγαίναν να γλεντήσουν
να ξεφαντώσουν, να χαρούν,
να πιούνε, να μεθύσουν.
Αυγά, τυριά παίρνανε μαζί
αγγούρια και ντολμάδες
κεφτέδες με πολύ ψωμί
και λαχανοσαρμάδες.
Σκρετ και Μπαρμπούτα Καραχμέτ,
τα Τρία Σκαλοπάτια
και άλλα κέντρα πονηρά
και αγάπης μονοπάτια.
Στο Πασακιόσκι και στο Α.Λ.Τ
σύχναζαν χουβαρδάδες
και το μουστάκι έστριβαν
σαν να ‘τανε αγάδες.
Ο Πολυχρόνης στο άτι του
καβάλα σεργιανούσε
και ο Γκανάρας με λαντώνη
τον κόσμο γκιζιρνούσε.
Πράσινος κήπος και Ελιά
συγκέντρωναν δανδήδες
και στην Μπαρμπούτα πήγαιναν
όλοι οι μερακλήδες.
Πίναν ουζάκι με μεζέ,
καφέ, πορτοκαλάδα,
γλυκό και υποβρύχιο
ποτά χωρίς ζαλάδα.
4. Θεάματα
Σπάνιζαν τα θεάματα
δεν γινότανε τα ίδια
στο Ζάπειο, στο Πάνθεον
πήγαιναν πάντα ίδια.
5. Μέσα μεταφοράς
Ταξί λίγα υπήρχανε,
τρένα και φορτηγά,
τα λεωφορεία σπάνιζαν
ταξίδευαν και αργά.
Ποτέ μας δεν ακούγαμε
για θύματα της ρόδας
και πολύ λίγους πάταγε
το τρένο της καρατζόβας.
Δεν είχε καυσαέρια
και μόλυνση καμιά
αλλά στους δρόμους άφηναν
τα ίχνη τους τα ζα.
Βόλτα κάθε απόγευμα
βγαίναν νέοι και νιες
και σα σπαθιά διασταύρωναν
τις φλογερές ματιές.
Συχνά σε πάρτυ πήγαιναν
και αυτό πολύ κρυφά,
κρατούσε ώρες λιγοστές
πέντε έως τις επτά.
Μα το μεγάλο γεγονός
στην Βέροια χατήρι
που κράταγε μέρες οκτώ
ήταν το πανηγύρι.
Νέους, γέρους, ανύπαντρους
τους πρόσφερε χαρά,
με τα πολλά θεάματα
και με το μπακαρά.
6. Μόδα, ρούχα, παπούτσια
Η μόδα είχε οπαδούς
κι εκείνο τον καιρό
αλλά τα ρούχα πήγαιναν
απ’ τον μπαμπά στον γιο.
Ένα παλτό αγόραζαν
κι ένα καλό φουστάνι
και το φορούσανε οι νιες
κι οι γριές καφτάνι.
Παπούτσια τα μικρά παιδιά
ποτέ τους δεν φορούσαν
τα περισσότερα συχνά
ξυπόλητα γυρνούσαν.
Τρύπια παπούτσια φόραγαν
από παιδάκια άλλα
και τα καινούργια τα παίρνανε
δυο νούμερα μεγάλα.
7. Τα μπάνια
Τα μπάνια μας τα κάναμε
χωρίς λάδι ηλίου
στο ποτάμι Αλιάκμονα
στη δύση του Βερμίου.
Στον Ιορδάνη ποταμό
Καμάρες και Μπαρμπούτα
κι από τη γέφυρα ψηλά
πηδούσαμε για βούτα.
Στο Λιανοβρόχι κόλλαγαν
οι βδέλλες σαν βεντούζα
και είσοδο πληρώναμε
στου Ρήγα τη χαβούζα.
Πηγαίναμε παραθέριση
τριγύρω στα χωριά,
όχι στη θάλασσα κοντά
αλλά στα ορεινά.
Στο Τσόρνοβο, στην Κόκοβα,
Ριζώματα, Σφηκιά,
Τριπόταμο, Γεωργιανούς,
Ραχιά και Καστανιά.
Πηγάδια, Ξηρολίβαδο,
Σέλι και Κουμαριά
αλλά είχαμε δει πίστες και σκι
μόνο στο σινεμά.
Στη θάλασσα σαν πήγαιναν,
Μεθώνη και Γιαλό,
ολόσωμα φορούσανε
οι κόρες τα μαγιό.
Και κολυμπούσαν μακριά
σε ερημικές ακτές
για να μη ρίχνουν οι νέοι
πονηρές ματιές.
8. Τροφή
Θυμάμαι για το φαγητό
δεν είχαμε μπελάδες
έλα να φας δεν φώναζαν
ποτέ τους οι μανάδες.
Έκρυβαν τότες το ψωμί
και είχαν για τιμωρία
για κάθε αταξία μας
τη βραδινή νηστεία.
Κρέας σπάνια τρώγαμε,
άγνωστες οι μπανάνες,
ρόδια και μούρα άφθονα,
ντομάτες και μελιτζάνες.
Τα πορτοκάλια ήτανε
για τους αρρώστους μόνον
και για να φας κοτόπουλο
έπρεπε να ‘χεις πόνο.
9. Παιχνίδια
Παιχνίδια πάντα παίζαμε
και πρώτα το κρυφτό
κι αν τα φυλούσες στο τσερμέν κρυβόσουν στο λουτρό.
Οι μπάλες ήταν πάνινες
και σπάνια με δέρμα
κι αν ήταν φούσκα γουρουνιού
δεν έβρισκε το τέρμα.
Κουτσό, σχοινάκι παίζαμε
και κούκλες τα κορίτσια
και σπάνια φανέρωναν
οι κοπελιές τα βίτσια.
Μακριά γαϊδούρα έπαιζαν
και το λουρί της μάνας
και ανδρωνόταν σαν έτρωγαν
φαΐ της καραβάνας.
10. Μόρφωση
Τα χρόνια τα μαθητικά
πιστεύω να θυμάστε
γιατί είναι αδύνατο αυτά
να τα ξεχάστε.
Τσάντα όλοι δεν είχαμε
μα ούτε και βιβλία
μολύβια και τετράδια
και μελανοδοχεία.
Θυμάμαι όταν πηγαίναμε
με πλάκα και κονδύλι
και λίγοι τότε γνώριζαν
για την απάσα ύλη
11. Σχολεία
Έξι σχολεία είχαμε
για δημοτικά,
ένα μικρό γυμνάσιο
κοντά εις την Ελιά.
Σε αυτό όλοι πηγαίναμε
και μάλλον τακτικά
ιδίως αν δεν ξέραμε
τα μαθηματικά.
Και ξέγνοιαστα γυρνούσαμε
στους ξένους τους μπαχτσέδες
κι άλλοι καθόταν στην Ελιά
κι έπιναν τους καφέδες.
Στου Κατσαμάκα το μπαχτσέ
και στου Καραντουμάνη,
βρίσκαμε τα προβλήματα,
τις λύσεις μάνι μάνι.
Από του Σκούφια τις ροδιές
και τις μουριές του Λιούσα
οι μαθητές πανευτυχείς
τις μέρες τους περνούσαν.
Σωστό πανεπιστήμιο
ήταν κι η Αναγέννηση,
με τα μπιλιάρδα, το πιγκ πογκ,
χαρτιά και καλοπέραση.
Κι όσοι γυμνάσιο έβγαλαν
θυμούνται με μεράκι,
τον φωνακλά και ζόρικο
φίλο μας μπάρμπα Λάκη.
12. Έρωτας
Και τελευταία άφησα
τον έρωτα να ψάλλω,
να σας θυμίσω θέλοντας
κάποιο καημό μεγάλο.
Ο έρωτας ήταν κρυφός
κι δυο αγαπημένοι,
απέφευγαν τον αδελφό
γιατί ήτανε χαμένοι.
Τα ραβασάκια, οι προξενιές
επήγαιναν κι ερχόταν,
χαρά σ’ αυτόν που μάθαινε
ότι η νια δεχόταν.
Τα ραβασάκια δίνανε κρυφά
σε σκοτεινά δρομάκια
κι αθέατα τους βλέπανε
οκτώ-δέκα ματάκια.
Και τα παιδιά σαν έβλεπαν
το ζεύγος να γυρίζει,
λέγαν ένα πιάτο ρύζι
ραντεβού μυρίζει.
Όποιος κοπέλα έβλεπε
σε δρόμο να μιλάει,
ορκιζόταν ότι την είδανε
έναν να τη φιλάει.
Καντάδες με όμορφες φωνές
και με γλυκές κιθάρες,
τον έρωτα υμνούσαμε
και κάθε νιας τις χάρες.
13. Επίλογος
Θα ‘θελα κι άλλα να σας πω
κι άλλα να σας θυμίσω,
τα χρόνια μας που πέρασαν
να σας εξιστορήσω.
Θαρρώ η ώρα πέρασε
και στο χορό ας μπούμε
και με τη φαντασία μας
το παρελθόν να δούμε.
Τελειώνοντας ευχές πολλές
σας στέλνω στην αράδα
και του χρόνου στη Βέροια
να φάμε φασολάδα.
πηγή:imerisia-ver.gr