Την Βιβή την ζωντοχήρα
χτύπησε βαριά η μοίρα,
είναι τώρα πλέον μόνη
και η μοναξιά πληγώνει.
Δεν τα βρήκε με τον Μίμη
κι’ έγινε σκέτο αγρίμι,
δεν ακούει τι της λένε
κι’ όλα γύρω της, της φταίνε.
Το πρωί όταν ξυπνάει
κλαίει και παραμιλάει,
τον Μιμάκο περιμένει
κι’αν δεν έρθει αρρωσταίνει.
Δεν μπορεί να το χωνέψει
κι’ απ’το σεξ έχει πια ρέψει,
παίρνει τώρα πλέον μόνη
τον καφέ της στο μπαλκόνι.
Μα ο Μίμης το γλεντάει
τρώει, πίνει και μεθάει,
έχει βρει καινούριο χόμπυ
με μικρές στο Ναϊρόμπι.
Του’ φυγε ξανά το άγχος
μοιάζει γρανιτένιος βράχος,
άλλαξε την φασολάδα
κι’ όλο τρώει μαρμελάδα.