Γράφει από το Παρίσι ο Μιχάλης Μαυρόπουλος
Όταν στην Καβάλα, προ …αμνημονεύτων χρόνων (1955-1960), ένας νέος εγοητεύετο από την χάρη του βαδίσματος και την διακριτικότητα του βλέμματος μιας κοπέλας, την επλησίαζε μετά δισταγμού στον συνήθη δρόμο της βόλτας, στην Ομόνοια, με σκοπό να της απευθύνει ένα ολίγον τι αυθάδες: «ξέρεις, μου αρέσεις, είσαι ο τύπος μου», εισέπραττε ένα υποκριτικώς οργίλο «άντε απ’εδώ, να χαθείς βλάκα». Όντας συνεσταλμένος και φοβούμενος να μην φάω καμιά χυλόπιτα, δεν το απετόλμησα ποτέ μου. Θεωρούσα την λέξη «βλάκα» υποτιμητική, αν όχι υβριστική, του ατόμου στο οποίο απηυθύνετο. Όταν όμως πριν από λίγες μέρες, είδα στον γαλλικό τύπο την αναγγελία ενός βιβλίου με τον τίτλο: «Ψυχολογία της βλακείας στην πολιτική»(1), ναι μεν δεν μπορώ να πώ ότι άλλαξα γνώμη, αυτή όμως έγινε πιο μετριοπαθής εξάπτοντας ταυτοχρόνως την περιέργειά μου. Η Ουμανιτέ το παρουσίασε στους αναγνώστες της, αρχίζοντας με την φράση: «Είναι σπανιότατο να είναι κανείς βλάκας ολοχρονής, πλην όμως συμβαίνει στον καθένα να είναι πότε-πότε βλάκας. Και στην πολιτική» διερωτάτο η κομμουνίζουσα εφημερίς .
Στην ερώτηση γιατί να αποκλείουμε την βλακεία από την πολιτική; Οι συγγραφείς που εργάσθηκαν υπό την διεύθυνση του ψυχολόγου Jean-François Marmion, αποφαίνονται ότι το ζήτημα είναι καυτό και αφορά τους δυο συνυπάρχοντες πυλώνες της κουταμάρας: οι εκλεγμένοι (πολιτικοί) και οι εκλέγοντες (πολίτες). Ποιος είναι ο πιο βλάκας από τους δυο; Οι πρώτοι αποστέλλουν την μπάλα της ηλιθιότητος στους δεύτερους και τανάπαλιν. Στο κάτω-κάτω της γραφής, οι συγγράψαντες ερωτούν: πιο είναι το χειρότερο; Το να κυβερνάς με ψεύδη ή να ψηφίζεις αγνοών τα πράγματα; Ευρεία ερώτηση, όπως θα έλεγε και ο στρατηγός Ντε Γκολ. Η απάντηση είναι δύσκολη, διότι δεν υπάρχει μέτρο συγκρίσεως, δεν εφευρέθη ακόμη το βλακόμετρο. Συχνά η βλακεία είναι συνώνυμη της σπατάλης, της χαμένης ευκαιρίας. Ό μακράν της πραγματικότητος πολιτικός, εάν διακρίνεται για την ηλιθιότητά του, δίνει εύκολα την εντύπωση ότι προδίδει τις προσδοκίες που τοποθετήθηκαν σ’ αυτόν, ότι δεν καταβάλλει έστω και τις παραμικρότερες προσπάθειες για την πραγματοποίησή τους. Όθεν οι πολιτικοί πολύ συχνά φαίνονται ότι είναι ανάξιοι των καθηκόντων τους, και πρωτίστως του δημοσίου λειτουργήματος τους που τους ανετέθη.
Δεν πρέπει όμως να λησμονούμε την πραγματικότητα. «Οι πολιτικοί δεν έφθασαν στην κορυφή του πολιτικού γίγνεσθαι, την Βουλή, επιφοιτήσει του Αγίου Πνεύματος. Είναι οι πολίτες που τους έδωσαν αυτή την εξουσία, ή -το χειρότερον- τους άφησαν να την καταλάβουν». Οι συντάκτες του πονήματος υποβάλλουν την ερώτηση: γιαποιο λόγο αυτοί που τους προσάπτουν τόσα και τόσα, δεν ανασκουμπώνονται για να μπούνε οι ίδιοι στην υπηρεσία ενός ιδανικού που ισχυρίζονται ότι λείπει από τους πολιτικούς; Η βλακεία στο πεδίο της πολιτικής δεν αφορά μόνο και μόνο τους εκλεγόμενους, αλλά εξ ίσου και τους εκλέγοντες πολίτες. Η πέννα του Jean François Marmion δεν τσιγκουνεύεται σε κριτικές, ούτε για τους ψηφοφόρους πολίτες, μα ούτε και για τους πολιτικούς. Για τους πρώτους γράφει ότι αναμένουν υπέρμετρες προσδοκίες από τους πολιτικούς, διευκρινίζοντας ότι σύμφωνα με αυτούς οι πολιτικοί οφείλουν είναι υπερδραστήριοι, να έχουν μακροπρόθεσμα οράματα, προτερήματα μονάρχη, προσβασιμότηται, αυστηρότητα και ανθρωπιά, εν τέλει να αποδεικνύουν ότι είναι ηθικώς άμεμπτοι.
Και οι πολιτικοί; Αυτοί, σε αντιστάθμισμα, απαιτούν από τους ψηφοφόρους να τιμούν και να σέβονται το δικαίωμα ψήφου, να ενημερώνονται σωστά για τα της πολιτείας, να είναι σκεπτόμενοι, ορθολογιστές, καλής πίστεως, να προτάσσουν το γενικό συμφέρον έναντι τα ατομικού, να είναι, τέλος, οικονομικώς και γεωστρατηγικώς ενήμεροι της πορείας της χώρας. Ιδεώδης πολιτικός δεν υπάρχει, oύτε και ψηφοφόρος, ο καθείς εξαντλείται να τρέχει πίσω από τον άλλο. Ό απογοητευθείς πολίτης – εκλέκτωρ γίνεται εν τέλει αυτομάτως δύσπιστος σε ότι αφορά και εγγίζει την πολιτική, ο δε εκλεγείς πολιτικός δεν δίδει εύκολα την εμπιστοσύνη του στον ευμετάβλητο ψηφοφόρο. Ο καθείς από την μεριά του σκέπτεται ότι ο άλλος είναι ανάξιος της δημοκρατίας!
Και ο Jean – François Marmion περατώνων την μελέτη του σημειώνει: «Σήμερα με την υγειονομική κρίση, την τρομοκρατία, την αναθέρμανση του κλίματος, οι πολιτικοί ελίσσονται μέσα σε ένα αγχώδες περιβάλλον το οποίο έχουν κάθε συμφέρον να συντηρούν για να αναδειχθούν ως σωτήρες. Δυστυχώς, τα γεγονότα για τα οποία, υποτίθεται, έχουν καθήκον να μας προστατεύσουν τους ξεπερνούν. Έχει κανείς την εντύπωση ότι το εκλογικό ζήτημα συμπυκνούται στην ερώτηση: Με ποιόν προτιμάτε να αποτύχετε; «Ό Καβαλιώτης πολιτικός Ηλίας Ιωαννίδης (Πρωινή 7/12) στο εν ομοιοκαταληξία στίχων σχόλιό του (δημοσιευθέν παραπλεύρως του «Γράμμα από την Γαλλία») «Ξέρω μια χώρα», σημαδεύει σωστά την υφιστάμενη πραγματικότητα.
Κατ’ εμέ, πολλοί πολιτικοί άνδρες, θέλοντας να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα, διαπράττουν χονδρές λεκτικές γκάφες, επί το λαϊκότερον μπούρδες, που δεν απέχουν πολύ από την βλακεία. Στην Γαλλία π.χ. ο πρώην πρόεδρος της μακρονικής ομάδος στην Βουλή προσπαθώντας να εξηγήσει το 2018 την χαμηλή δημοτικότητα της εκτελεστικής εξουσίας δήλωσε: «Πιθανώς υπήρξαμε πολύ έξυπνοι, πολύ δυσνόητοι, πολύ τεχνικοί». Μήπως αυτό σήμαινει ότι οι Γάλλοι είναι πολύ βλάκες για να καταλάβουν τις μακρονικές «μεταρρυθμίσεις»; Ή όπως στην Ελλάδα πριν από μερικές εβδομάδες ένας πολιτικός -μου διαφεύγει προς στιγμήν το όνομά του- δήλωσε χωρίς να αστιεύεται ότι εάν υπήρχαν περισσότερα κρεβάτια, τότε θα είχαμε περισσότερους πάσχοντες από τον κορωνοιό! Η αδυναμία σωστής αντίληψης των πραγμάτων δεν φείδεται ουδενός, ψηφοφόρων και πολιτευομένων περιλαμβανομένων…
Διόρθωση: Εξ ιδικής μου απροσεξίας η λατινική ρήση «errare humanum est» (το λάθος, το σφάλμα είναι ανθρώπινο) μετεβλήθη σε μια σειρά ακαταλαβίστικων λέξεων και μάλιστα με ελληνικούς χαρακτήρες.
- «Psychologie de la connerie en politique», όπερ μεταφράζεται «Η ψυχολογία της βλακείας στην πολιτική» εκδόσεις Sciences Humaines (Ανθρωπιστικές Επιστήμες), Paris