Γράφει από το Παρίσι ο Μιχάλης Μαυρόπουλος
Μια μελαγχολική νοσταλγία, εν υπνώσει πολλές δεκαετίες τώρα, της κοινωνοκοπολιτικής ατμόσφαιρας των ετών 60-70 με κυρίευσε βγαίνοντας από μια πλήρη μεσηλίκων θεατών προαστιακή, πλησίον των Παρισίων, κινηματογραφική αίθουσα.
Παίζονταν από τις 27 Σεπτεμβρίου η ταινία «Η δίκη Γκόλντμαν» (Leprocès Goldman) που εξιστορεί την άκρως ενδιαφέρουσα και σπαραξικάρδια ζωή και δράση του εβραίου διανοούμενου, αριστερόφρονος ριψοκίνδυνου επαναστάτη, ληστή και συγγραφέως.
Η εσπερινή εφημερίδα Λε Μόντ συνοψίζειτην ουσία του έργου με τον τίτλο: «Οι δυο αδελφοί Γκόλντμαν μεταξύ σκιάς και φωτός, ο Πιέρ (σ.σ. με την ληστρική δράση του) ανάγκασε τους αριστεριστές φίλους του να πάρουν εχθρική στάση απέναντι του, με τον ίδιο τρόπο (που) ο αδελφός Ζαν Ζακ απέρριψε σαν καλλιτέχνης-τραγουδοποιός την υιοθέτηση των ηθών του «σόου-μπίζνες».
Η εβδομαδιαία εφημερίδα JDD που εκδίδεται μόνο την Κυριακή έγραψε ότι το φιλμ είναι στεγνό και δριμύ, επαίνεσε δε την απόδοση τις σκηνές της ακροαματικής διαδικασίας κεκλεισμένων των θυρών, την ποιότητα της γραφής των γεγονότων και των διαλόγων που ανταλλάσσονται με ωρολογιακή ακρίβεια.
Εξυμνούσε επίσης την απόρριψη συνήθων κινηματογραφικών τεχνασμάτων παραχωρώντας έτσι όλη την θέση στο λόγο και τις λέξεις που χρησιμοποιούν ο ήρωας και ο δικηγόρος του. Μια εβδομάδα αργότερα (18 Αυγούστου),μετά από την πρώτη προβολή της ταινίας εκδόθηκε και το βιβλίο «Ζώντας την ζωή του» (Vivresavie) που εξιστορεί τον βίο του τραγουδιστή Ζαν-Ζακ Γκόλνταμ,αδελφού του Πιέρ.
Τα ειδικευμένα στον κινηματογράφο «Τετράδια του σινεμά» έγραψαν ότι τα λόγια του Πιέρ στη ταινία αντικατοπτρίζουν το ιδανικό του ΕΓΩ που ποτέ δεν κρύφτηκαν σαν τέτοια. Το άλλο ειδικευμένο στο σινεμά περιοδικό «Positif»(Θετικό) τονίζει ότι ο σκηνοθέτης αποδίδει στην διάρκεια της δίκης με την παραμικρή λεπτομέρεια την πολυπλοκότητα του χαρακτήρος του Πιέρ.
Η ταινία εξιστορεί στιγμές της ιστορία ζωής και δράσης του επαναστάτη ληστή,ο οποίος καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά στα χρόνια 1970 και εν συνεχεία αθωώθηκε. Μας υπενθυμίζει την παροδική ύπαρξη ενός ξεχασμένου σήμερα προσώπου που ήταν εκείνη την εποχή το ευνοούμενο θέμα του Τύπου και ως εκ τούτου σημάδευσε την σύγχρονη ιστορία της Γαλλίας.
Στην εξέλιξη του έργου μαθαίνουμε ότι ο ήρωας κληρονόμησε τις πεποιθήσεις του από την πολωνική οικογένεια του, εβραïκής καταγωγής. Γεννήθηκε στο Παρίσι κατά την διάρκεια της κατοχικής περιόδου, το 1944, όταν την χώρα κυβερνούσε ο αντισημίτης στρατάρχης Πεταίν διορισθείς από τους Γερμανούς.
Οι γονείς του είχαν μεταναστεύσει στη πατρίδα του Βίκτορος Ουγκώ και ήταν κομμουνιστές, ελεύθεροι σκοπευτές στις μάχες κατά των Γερμανών, αγωνιστές και μέλη της οργανώσεως Εργατικό Δυναμικό Μεταναστών.
Καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά στη πρώτη δίκη για τέσσερις απειλές με όπλο, ο κατηγορούμενος αναγνώρισε τις τρείς όχι όμως και την τέταρτη που είχε σαν αποτέλεσμα τον φόνο δυο φαρμακοποιών, (1969),έγκλημα για το οποίο κανείς δεν μπόρεσε να αποδείξει ότι το έκανε.
Σε ελάχιστο χρόνο έγινε η εικόνα της αριστερής ιντελλιγέντσιας, ένας πασίγνωστος δε δικηγόρος ονόματι Ζώρζ Κέιζμαν ανέλαβε την υπεράσπισή του. Δυστυχώς όμως οι μεταξύ τους σχέσεις οξύνθηκαν. Ο Γκόλνταμ, ακατάληπτος και προκλητικός, διακινδύνευσε την καταδίκη του σε θάνατο.
Διαρκούντος του εγκλεισμού του αφιερώθηκε στη συγγραφή ενός βιβλίου: «Σκοτεινές αναμνήσεις ενός Εβραίου γεννηθέντος στη Γαλλία» για το οποίο η εφημερίδα Λε Μόντ έγραψε ότι μπορούμε να το κατατάξουμε μεταξύ των κορυφαίων γραπτών του Κάφκα (1883-1924, «Γράμμα στον πατέρα») και του κοινωνικώς παραστρατήσαντος Ζαν Ζενέ (1910-1986, «Οι Δούλες»). Στα 35 χρόνια, το 1979,ο ληστής επαναστάτης και λογοτέχνης έπεσε από τις σφαίρες ενός κομμάντο που η αστυνομία ανακάλυψε αργότερα.
Μη σεβόμενος την πραγματικότητα των γεγονότων, ο σκηνοθέτης παρουσιάζει την από την Γουαδελούπη νέγρα ερωτευμένη φίλη του Πιέρ σαν πρόσωπο με την συγκατάθεση του οποίου κατέθεσε ως μάρτυς ενώπιον του δικαστηρίου ενώ δεν παρέστη στη δίκη.
Σαράντα χρόνια αργότερα, σε συνέντευξη στον Λε Μόντ η σύντροφος του δικασθέντος δήλωσε ότι αγνοούσε τις παράνομες δραστηριότητες του, η ίδια δε και ο Πιέρ στα χρόνια ‘60-‘70 ήταν θαυμαστές της κουβανέζικης επαναστάσεως.
Ολίγες ημέρες μετά την προβολή του φιλμ, η Λε Μόντ επανέρχονταν σε μια λεπτομερή «ψυχολογική» ανάλυση του έργου, και εκτιμούσε ότι ο Πιέρ που ακολούθησε τους σκοτεινούς δρόμους της επαναστατικής παρανομίας και της ληστείας ποτέ δεν έπαυσε να ελπίζει να απολυτρωθεί μια μέρα από το Κακό όπως περιγράφεται στις Γραφές, (μήπως o σκηνοθέτης θέλοντας να δικαιολογήσει τον Πιέρ εννοεί ότι ο ληστής λογοτέχνης πρέσβευε το τέλος της κατοχής από το Ισραήλ της Παλαιστίνης και την πραγματοποίηση της κοινωνικής ουτοπίας;)
Εξ άλλου μετά την ανάγνωση του βιβλίου του Ζαν-Ζακ Γκόλνταμ μαθαίνουμε ότι ο τραγουδιστής αδελφός του κλυδωνιζόμενος από τα έντονα φώτα της δημοσιότητος δεν επιθυμούσε τίποτα άλλο παρά την ένταξή του στις γραμμές της Στρατιάς των Σκιών (την μετουσίωση της εβραïκότητάς του που συνίσταται στη απομάκρυνση του από τα φώτα της επικαιρότητας και τα κερδοφόρα σόου μπίζνεs (showbusiness).
Τελικά, ταινία και βιβλίο προσπαθούν να περιγράψουν και να εξηγήσουν την περίοπτη θέση που κατέλαβαν και καταλαμβάνουν στη γαλλική κοινωνία οι ηθικές αξίες των Γάλλων εβραïκής καταγωγής και, σπανίως, ο μη σεβασμός τους, όπως άλλωστε συμβαίνει και με το σύνολο των πολιτών αυτής της χώρας.