Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
“Θα σε περιμένω”, της είπε…..
“Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ”, του απάντησε εκείνη….
Κρατούσε ώρα πολλή το χέρι του ανάμεσα στα δικά της. Έκαιγε. Είχε τα μάτια του κλειστά, μα δεν κοιμόταν. Το ήξερε ότι δεν κοιμόταν. Επί τούτου το έκανε αυτό για να την ξεκουράσει λίγο. Για να φύγει από κοντά του. Να πάει τον περίπατό της όπως μαζί συνήθιζαν όλα τα τελευταία χρόνια να πηγαίνουν. Και ήταν κάπως σαν διαταγή. Να τον αφήσει. Να φύγει, να πάει λίγο να ξεκουραστεί, να ανασάνει τον αέρα του βουνού. Υπάκουσε. Άφησε το χέρι του απαλά στο πλάι τού κρεβατιού, σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς την μπαλκονόπορτα. Την άνοιξε και βγήκε έξω στο μπαλκόνι. Ο ήλιος είχε αρχίσει να χάνεται πίσω απ’ το βουνό. Ήξερε, το είχε δει πολλές φορές το φαινόμενο αυτό και το χρονομετρούσε κάθε φορά κιόλας, μετρώντας μέσα της τα δευτερόλεπτα. Μόλις ακουμπούσε ο ήλιος στο βουνό, σε διακόσια τριάντα πέντε δευτερόλεπτα χάνονταν. Έφευγε. Πήγαινε σε άλλα μέρη. Να διώξει το σκοτάδι πήγαινε σε άλλους τόπους και το άφηνε πίσω του, εδώ. Και ήταν μαύρο κατράμι το σκοτάδι τα δύο τελευταία χρόνια. Τα τελευταία δύο χρόνια, σπασμένα σε βδομάδες, σε μέρες, σε ώρες και σε δευτερόλεπτα!
Όλα βασανιστικά.
Σε όλη της τη ζωή, μια ώρα στην αγκαλιά του, χρόνος απροσμέτρητος της φαίνονταν και ένα δευτερόλεπτο ολόκληρος αιώνας.
Και τώρα;
Που πας ήλιε μου;
Ένα ελαφρύ αεράκι άρχισε να κατεβαίνει από τη μεγάλη χαράδρα του βουνού φορτωμένο με το μεθυστικό άρωμα που σκορπούσαν σε όλο το χωριό οι ανθισμένες φλαμουριές. Η εποχής τους ήταν. Τέλη Ιουνίου ήταν, και κείνος το είχε καταλάβει. Άλλο καλοκαίρι δεν είχε γι αυτόν.
Γύρισε και τον είδε. Είχε βαρύνει η αναπνοή του. Κοιμήθηκε.
Μπήκε μέσα στο δωμάτιό τους και άφησε μισόκλειστη την μπαλκονόπορτα.
Στάθηκε για λίγο από πάνω του.
Όμορφος που ήταν.
Έσκυψε, του έδωσε ένα απαλό φιλί στα χείλη, έκανε δυο βήματα πίσω, σκούπισε τα δάκρυά της με την ανάστροφη των χεριών της και βγήκε αθόρυβα από το δωμάτιο.
Πίσω της, καθώς έβγαινε, είδε την κουρτίνα να ανεμίζει και να βγαίνει όλη σχεδόν έξω, στο μπαλκόνι. Πόσο της άρεσε αυτή η κίνησή της!
Και σε κείνον.
Μερικές φορές όπως ήταν ξαπλωμένοι μετά τον έρωτά τους και ήταν η μπαλκονόπορτα μισόκλειστη, και έβγαινε όλη η κουρτίνα έξω, με μια φωνή έλεγαν, “απ’ τη χαρά της.” Για να διαλαλήσει τον έρωτά τους, την αγάπη τους σε ολόκληρη τη φύση έβγαινε έξω.
Έριξε μια ζακέτα πάνω της και πήρε την ανηφόρα. Τον συνηθισμένο της περίπατο πήγαινε, προς τις καστανιές, την δεξαμενή και την Αγία Παρασκευή. Ύστερα κατέβαινε, διέσχιζε ένα δρόμο του συνοικισμού των προσφυγικών, έφτανε στο ξωκλήσι της Παναγίας, άναβε ένα κεράκι και σε πέντε λεπτά έφτανε σπίτι της.
Τα βήματά της σήμερα ήταν βαριά. Είχε πια σουρουπώσει για τα καλά.
Στην πόρτα του κήπου είδε από μακριά τη νοσοκόμα.
Κατάλαβε. Το ήξερε.
Πλησίασε κοντά και είδε την κουρτίνα να ανεμίζει έξω στο μπαλκόνι.
Τον έρωτά τους, την αγάπη τους διαλαλούσε ολοτρίγυρα στη φύση.
Και ήταν αυτός ο αποχαιρετισμός των σωμάτων.
Των σωμάτων ο αποχαιρετισμός ήταν….
Όχι της ψυχής….
“Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ”, ξαναείπε κοιτώντας γύρω της και ήταν τώρα σαν νά ‘ταν όρκος βαρύς μπροστά σε ολόκληρη τη πλάση. Στο ουρανό, στο σύμπαν.
Κοίταξε ψηλά το κυπαρίσσι στην κορφή του. Της έδειχνε εκείνον, ήταν σίγουρη. Πλησίασε κοντά στο δένδρο, ίσιωσε το κορμί της σήκωσε ψηλά τα μάτια και τον είδε. Ήταν εκεί.
Της χαμογελούσε.
“Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ.”
Κάποιος της έπιασε το μπράτσο.
“Πάμε”, της είπε…..