Το παρακάτω απόσπασμα είναι από μια βιντεοσκοπημένη διήγηση της Θείας μου Σοφίας.
Συμμετείχε σε μια από τις πορείες θανάτου των Ποντίων στην ηλικία των οκτώ ετών. Πορεία μέσα από ψηλά βουνά, άνυδρες ερήμους και αφιλόξενες περιοχές. Ο δρόμος αυτός του θανάτου είχε μήκος Χιλίων Πεντακοσίων Χιλιομέτρων, ξεκίνησε από την Οινόη του Πόντου και τέλειωσε στο Χαλέπι της Συρίας.
Συμμετείχαν στο ξεκίνημα 1500 άτομα και στο Χαλέπι έφτασαν 265 που καταγράφηκαν από τον Αμερικανικό Ερυθρό Σταυρό.
Μετά από πορεία δύο ωρών φάνηκε μακριά στον ορίζοντα ένα καταπράσινο μέρος, μάλλον Χριστιανικό Χωριό θα πρέπει να ήταν είπανε. Σημάδι το άσπρο χτίσμα που υψώνονταν πάνω από τα δέντρα έμοιαζε με καμπαναριό Εκκλησίας . Κάποιος είπε μάλιστα, ότι άκουσε ήχο καμπάνας . Όταν πλησιάσαμε περισσότερο πράγματι ακούσαμε να χτυπά η καμπάνα . Έχουν κηδεία είπε μια γριά δίπλα μας .
Ο ήχος της καμπάνας ήταν μονότονος και περιοδικός .
Στα πεντακόσια μέτρα από το χωριό νοιώσαμε την υγρασία από το νερό κάποιου ρέματος ή ποταμιού να μας περιβάλει .
Ήμασταν δίχως νερό εδώ και τρείς μέρες και η χαρά μας ήταν μεγάλη που θα συναντούσαμε νερό. Στρίβοντας μια απότομη στροφή φάνηκε απέναντι μας η αυλή της εκκλησίας .Μπροστά στον αυλόγυρο είδαμε καθισμένους ή ξαπλωμένους πλήθος ανθρώπων . Ξαφνιαστήκαμε ! Μέσα στον περίβολο της εκκλησίας είδαμε δώδεκα στύλους να κάνουν τρεις τρεις το σχήμα Π .
Από αυτούς κρέμονται τσουβάλια ή κάτι παρόμοιο . Κάποιοι που ήξεραν είπαν κρεμάλες . Στους δρόμους του χωρίου δεν κυκλοφορούσε τίποτε . Ακόμη και τα σκυλιά δεν γάβγιζαν αλλά αλυχτούσαν . Μια παράξενη δυσάρεστη μυρωδιά νοιώσαμε μπαίνοντας στο χωριό . Μύριζε θάνατο αυτό το χωρίο είπαν οι μεγάλοι που ήξεραν . Όταν πλησιάσαμε περισσότερο είδαμε στις κρεμάλες να αιωρούνται σώματα ανθρώπων με τεντωμένα χέρια και πόδια προς την γη και το κεφάλι να κοιτάζει λοξά προς τον ουρανό λες και παραπονιόταν προς τον Θεό οι κρεμασμένοι .
Πιθανόν ήταν αγανακτισμένοι για την τύχη που τους βρήκε σκέφτηκα και πήραν αυτή την στάση οργής . Μερικοί είχαν βγάλει και την γλώσσα έξω λες και κορόιδευαν. Σε μια μαρμάρινη κολόνα μπροστά στην Εκκλησία κάθονταν ο Παπάς κρατώντας το σχοινί της καμπάνας που το τραβούσε περιοδικά , μηχανικά , ασυναίσθητα. Τα μάτια του Παπά ήταν καρφωμένα σε ένα σημείο κάτω και δεν έδειξε καμία αντίδραση από την παρουσία μας . Μπροστά στην αυλή που ήταν υπερυψωμένη , υπήρχε ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων που φαίνονταν σαν να κοιμόνταν μέσα σε ένα μαυροκόκκινο χαλί.
Η θεία Ευτέρπη μας τράβηξε μακριά και έβαλε το σώμα της μπροστά μας για να μη βλέπουμε το θέαμα. Τα δικά μας τα μάτια ήταν καρφωμένα εκεί . Στρέφαμε μια αριστερά και μια δεξιά για να ξεπεράσουμε το εμπόδιο. Θέλαμε να δούμε το θέαμα . Τους έσφαξαν είπε ο Θείος Κώστας.
Τρομοκρατήθηκαν όλοι από την εικόνα και την αποφορά του θανάτου που μας περίβαλλέ . Οι γυναίκες άρχισαν να κλαίνε και να μοιρολογούν .Πιστέψαμε όλοι ότι μας έφεραν στο σφαγείο και ότι αυτός είναι ο τελικός προορισμός μας . Η Θεία Ευτέρπη με τον Θείο Κώστα μας τράβηξαν αμίλητοι . Τότε είναι που φοβηθήκαμε η Τασία και εγώ ότι θα έχουμε την ίδια τύχη με τους ξαπλωμένους που ήταν μπροστά μας , αγκαλιαστήκαμε και αρχίσαμε να κλαίμε . Ο Τσαούσης έδειχνε αναστατωμένος . Κάτι του έρχονταν ανάποδα φαίνεται . Έδωσε εντολή να μας κατεβάσουν στο ποτάμι που ακούγονταν λίγο πιο κάτω. Πήγε κοντά του ό κύριος αυτός που τον είχε μιλήσει προηγουμένως , πριν μας κατεβάσουν σ αυτό στο σφαγείο και σηκώνοντας τα χέρια προς τον ουρανό του είπε με έντονη φωνή που ακούστηκε από όλους μας σε μια γλώσσα όμως που δεν καταλαβαίναμε . Αραβικά είναι είπε κάποιος και άρχισε την ερμηνεία :
Ο Αλλάχ είναι μεγάλος ένας για όλους και βλέπει από εκεί . Αν η τύχη μας είναι να αφήσουμε την ζωή μας εδώ άφησε τους Χριστιανούς να πάνε στην Εκκλησιά τους να προσευχηθούν στον Ένα και αληθινό Θεό και αυτό ο Αλλάχ θα στο ανταποδώσει πλουσιοπάροχα . Αυτό που χρειαζόμαστε όλοι μας είναι να καθαρίσουμε την ψυχή μας αυτή την στιγμή αν πεθάνουμε και το σώμα θα το αφήσουμε , ο Θεός θα μας συγχωρέσει .
Κάτι είπε ο επικεφαλής μάλλον αρνήθηκε την πρόταση του συνοδοιπόρου μας και υπέδειξε με το χέρι να ξεκινήσουμε προς την κατεύθυνση που έδειχνε . Κατεβήκαμε στο ποτάμι Τα νερά ήταν ζεστά παρότι πλησιάζαμε στον Νοέμβρη και μύριζαν θειάφι . Μας άφησαν να πλυθούμε και να ξεδιψάσουμε . Δεν ξέραμε αν μπορούσαμε να πιούμε το νερό αλλά η δίψα μας δεν μας άφηνε άλλο περιθώριο και το χρησιμοποιήσαμε . Στην αρχή επιφυλακτικά αλλά όταν είδαμε ότι δεν έπαθε κανένας μας κάτι, ήπιαμε και ξεδιψάσαμε . Εμείς γεμίσαμε και τα φλασκιά μας και ήμασταν έτοιμοι για ότι θα συνέβαινε . Στην ψυχή μας είχε φωλιάσει ο φόβος του θανάτου μετά από το θέαμα που είδαμε και περιμέναμε την δική μας τύχη . Μετά από δύο ώρες ξεκινήσαμε για να βρούμε τον δρόμο που αφήσαμε κατεβαίνοντας στο χωρίο -σφαγείο .
Παναγιώτης Φώτου