Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
Με κοιτά στα μάτια ώρα πολλή σαν να με ψάχνει, σαν να θέλει μέσα μου να δει.
Μα πώς; Μπορεί;
Την κοιτώ και γω. Βαθιά μέσ’ τα μελιά της μάτια την κοιτώ. Προσπαθώ στη σκέψη της να μπω.
Σκέψη.
Έχει σκέψη άραγε;
Ίσως, μπορεί. Μπορεί και όχι όμως.
Της μιλώ….λέω διάφορα με αδιάφορη λαλιά, λέξεις στη σειρά ουδέτερες, ασύνδετες, προτάσεις δίχως κανένα νόημα.
Η έκφρασή της δεν αλλάζει.
Της μιλώ χαϊδευτικά, το καταλαβαίνει κι αντιδρά με νάζι ξαπλώνοντας στο έδαφος, στη χλόη.
Αλλάζω την φωνή μου, την κάνω αυστηρή και σκοτεινιάζει η ματιά της.
Τι είναι η ζωή για σένανε γλυκιά μου;
Με σιγανή τη ρωτώ φωνή, χαδιάρικα, κι αμέσως ξεθαρρεύει.
Κάπως σαν να μου μιλήσει προσπαθεί, να μου απαντήσει θέλει, μα δεν μπορεί.
*
Ήλιος χτυπά στον κήπο δυνατός. Τα άλικα της μπουκαμβίλιας τ’ άνθη λαμπυρίζουν.
Μια πεταλούδα ρούφα το νέκταρ τους.
Την βλέπει και την κυνηγά. Πηδά, μα να την πιάσει δεν μπορεί κι εκείνη πετά και φεύγει.
Ψηλά.
*
Στρέφω τα μάτια μου στα μάτια της και την κοιτώ βαθιά.
Βαθιά στα καταγάλανά της μάτια την κοιτώ κι αναζητώ πίσω από αυτά να δω.
Με κοιτά κι αυτή, με ψάχνει.
Προσπαθώ στη σκέψη της να μπω.
Έχει σκέψη.
Σίγουρα έχει σκέψη.
Μα τι τώρα άραγε να σκέφτεται;
Και πως λειτουργεί η σκέψη της; *
Στρέφει τα μάτια της αλλού.
Κοιτά τη γάτα την ξανθούλα, πού ‘χει τα μάτια τα μελιά και που την πεταλούδα πηδά να πιάσει μα δεν τα καταφέρνει.
Τινάζει με χάρη τα φτερά της, φεύγει και στα ουράνια ψηλά πετά.
Γελά εκείνη και δείχνει με το δαχτυλάκι της ψηλά, την πεταλούδα.
Θαμπώνεται από τον ήλιο.
Ο ήλιος.
Είναι, η ζωή, μικρή μου.
Μικρές στιγμές πολύχρωμες στον ήλιο, είναι η ζωή, ζωή μου.
Κοίτα….
κοίτα πέρα μακριά τα βουνά, κοίτα τη θάλασσα
κοίτα τον ουρανό ψηλά….
εσένα περιμένουν.
Στη μικρή μου