Λένε πως δεν υπάρχουν δύο όμοιες, πως καμιά δεν είναι ίδια με καμιά άλλη. Λένε πως αν τις δεις από κοντά θα είναι το πιο θαυμαστό από όλα τα θαυμαστά που θα δουν ποτέ τα μάτια σου, πως είναι σαν να κοιτάς ένα καλειδοσκόπιο που φτιάχνει συνέχεια εικόνες, όπως φτιάχνει αλάτι εκείνος ο μύλος στο βυθό της θάλασσας. Πολλές φορές μοιάζουν να καίγονται με σιωπηλή φλόγα και τότε σκορπίζουν φως με τη λάμψη χιλιάδων κεριών. Άλλες φορές πάλι, φαίνεται να ρουφάνε το φως του κόσμου τόσο άπληστα που μοιάζουν με αιωρούμενες μαύρες τρύπες, έτοιμες να σε ταξιδέψουν για πάντα στο πουθενά. Στροβιλίζονται χορεύοντας παράξενα μοτίβα, ακατανόητα ακόμα και για το πιο εξασκημένο μάτι, αλλά αυτό δεν κάνει το χορό τους λιγότερο ωραίο. Καμιά φορά πισωγυρίζουν, ανυψώνονται αβέβαια σαν να θέλουν να επιστρέψουν εκεί απ` όπου έρχονται. Μάταια όμως. Τι κι αν λάμπουν σαν φως ή σαν σκοτάδι; Το τρεμουλιαστό πέταγμά τους είναι μια διαρκής πτώση, μια χαμένη μάχη ενάντια στη βαρύτητα. Την δίνουν όμως με αέρινη χάρη και ας ξέρουν το τέλος από πριν. Κάποιοι λένε πως μόνο τότε, στο τέλος, γίνονται στ` αλήθεια φως και μόνο έτσι μπορούν να γυρίσουν εκεί, στην ευτυχή αρχή τους. Άλλοι λένε πως φεύγουν για πάντα για ένα μέρος που δεν υπάρχει, με τον δικό τους χαρακτηριστικό ήχο. Τον ήχο μιας νιφάδας που πέφτει πάνω στο χιόνι. Έτσι, όμοια με νιφάδα στροβιλίστηκε και η δασκάλα Σμαρώ Τσιρταβή και έγινε για πάντα χιόνι, τέτοια μέρα, ένα χρόνο πριν.
Θανάσης Τσιρταβής
*Η Σμαρώ Τσιρταβή το 1975 με τους μαθητές της (αρχείο Φανής Γιαγκουδάκη): από το εξαιρετικό επετειακό λεύκωμα «Στα Ποταμούδια, στο 11ο», που επιμελήθηκε ο δάσκαλος Μιχάλης Ευαγγελίδης.