Η ανάλυση μιας στρατιωτικής στρατηγικής σημαίνει πάντα τον προσδιορισμό του πολιτικού στόχου που τη δικαιολογεί. Η «ηθική» δεν έχει καμία σχέση με αυτό, γράφει ο Dante Barontini.
Η ισραηλινή επίθεση στη Βηρυτό, με drone, για να χτυπήσει έναν ηγέτη της Χαμάς – τον Saleh al Arouri, αντιπρόεδρο του πολιτικού γραφείου – αποκαλύπτει μια απλή και ξεκάθαρη στρατιωτική λογική: αποσυναρμολόγηση της δομής διοίκησης του εχθρού και συνεπώς αποδυνάμωσή της.
Από αυτή την άποψη είναι μια «κανονική» πολεμική πράξη, η οποία έχει το ισχυρό μειονέκτημα της εξάπλωσης της απειλής κλιμάκωσης της σύγκρουσης σε ολόκληρο τον Λίβανο (όχι μόνο τη Χεζμπολάχ).
Είναι η ίδια λογική που είχε προκαλέσει την επίθεση στη Συρία κατά την οποία σκοτώθηκε ο ιρανός στρατηγός Seyed Razi Mousavi, «ανώτερος σύμβουλος του σώματος στη Συρία». Στην περίπτωση αυτή οι αντενδείξεις πολλαπλασιάζονται, γιατί η εμπλοκή στην κλιμάκωση αφορά δύο χώρες όπως η Συρία και ιδιαίτερα το Ιράν, που έχουν ένα σαφώς μεγαλύτερο πολιτικό και στρατιωτικό βάρος από τον Λίβανο.
Εν ολίγοις, το ισραηλινό πολιτικό σχέδιο που προέκυψε από αυτές τις δύο επιθέσεις φαίνεται πολύ λιγότερο ισχυρό από τη στρατιωτική δύναμη που αναπτύχθηκε. Η αποδυνάμωση του εχθρού γίνεται αδύνατη αν οι εχθροί πολλαπλασιάζονται.
Ανεξάρτητα από το πόση στρατιωτική (και πυρηνική) δύναμη μπορεί να έχει κάποιος, είναι σαφές ότι η αύξηση των αντιπάλων θα οδηγήσει σε περισσότερα πλήγματα, και ακόμη πιο σκληρά, σε μια καταδίωξη που μπορεί να οδηγήσει σε οτιδήποτε εκτός από το να ζεις «με ασφάλεια» (ειρήνη, στο Ισραήλ, φαίνεται ότι δεν το σκέφτηκαν ποτέ).
Επίσης επειδή άλλο πράγμα είναι να έχεις «εν υπνώσει» εχθρούς -που βοηθούν τους κοντινότερους και πιο αδύναμους εχθρούς σου, αλλά χωρίς να επεμβαίνουν άμεσα- είναι άλλο να τους βλέπεις να μπαίνουν στο πεδίο και να αναπτύσσουν τα στρατεύματα.
Η σφαγή του Κερμάν, στο Ιράν, ωστόσο, έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας σκόπιμης πρόκλησης, μιας «ύβρεως» που στόχο έχει να προκαλέσει μια άμεση στρατιωτική απάντηση. Πράγματι, ο στόχος δεν είχε καμία στρατιωτική σημασία.
Η επέτειος της δολοφονίας, από τις Ηπα, του στρατηγού Qassem Soleimani, πρώην επικεφαλής της Δύναμης Quds, βραχίονα των επιχειρήσεων στο εξωτερικό των Φρουρών της Επανάστασης, είδε στους δρόμους σχεδόν αποκλειστικά πολίτες, λίγους πολιτικούς ηγέτες, προφανώς αρκετούς «φρουρούς».
Όμως οι βόμβες της Kerman – δύο, με μικρή χρονική απόσταση μεταξύ τους και μερικές δεκάδες μέτρα – στόχευαν αποκλειστικά στη μεγιστοποίηση των θανάτων και των τραυματισμών. Χωρίς καμία αξίωση «χειρουργικής ακρίβειας».
Στρατιωτικά παράλογη, αλλά πολιτικά οριστική. Το Ιράν καλείται να απαντήσει και είναι προφανές ότι η απάντηση θα ακολουθηθεί (ή αναμένεται) από άλλα πλήγματα αυξανόμενης σκληρότητας.
Ποιος είναι λοιπόν ο στόχος του Ισραήλ;
Να κάνει πόλεμο με όλους στη Μέση Ανατολή; Όσο και αν μπορούν να στέκονται στα πόδια διαχρονικές εχθρότητες μεταξύ σιιτών (Ιράν, Χούτι της Υεμένης, σύριοι αλαουίτες, λιβανέζικη Χεζμπολάχ, κ.λπ.) και σουνιτών μουσουλμάνων (όλες οι αραβικές χώρες, χωρίς να υπολογίζονται εκείνες που βρίσκονται πιο μακριά όπως το Πακιστάν, το Αφγανιστάν, οι χώρες της Κεντρικής Ασίας, η Ινδονησία), είναι δύσκολο να σκεφτεί κάποιος ότι αυτές οι επιθέσεις – που προστίθενται στη γενοκτονία που βρίσκεται σε εξέλιξη στη Γάζα – θα μπορούσαν να προσελκύσουν συμπάθεια προς το Τελ Αβίβ ή να ενθαρρύνουν την αδιαφορία.
Εδώ και τρεις μέρες, εξάλλου, το Ιράν και η Σαουδική Αραβία -ηγέτες των δύο μεγάλων ρευμάτων του Ισλάμ- έχουν γίνει μέρος των Brics+, και ως εκ τούτου αυτές οι αποστάσεις μειώνονται. Η στρατηγική του «τρελού σκύλου» (μια στρατηγική αποτροπής), όπως θυμίσαμε εχθές, come ricordato anche ieri, μπορεί να λειτουργήσει εάν ο αριθμός των εχθρών είναι σχετικά χαμηλός και το κίνητρό τους για μάχη είναι ελάχιστο.
Και εξακολουθεί να απαιτεί μια αμερικανική «ομπρέλα», τόσο σε στρατιωτικό όσο και σε διπλωματικό επίπεδο, η οποία είναι σταθερή και αδιαμφισβήτητη. Κατάσταση σε κρίση εδώ και καιρό… Ωστόσο, αν κοιτάξετε τις δηλώσεις των ακροδεξιών υπουργών της κυβέρνησης Νετανιάχου, φαίνεται ότι η στρατηγική του Ισραήλ στερείται ορίων και συνεπώς πολιτικού νοήματος.
Τις τελευταίες ημέρες, οι ισραηλινοί υπουργοί Bezalel Smotrich και Ben Gvir, έκαναν έκκληση για επιστροφή των εβραίων εποίκων στη Λωρίδα της Γάζας μετά τον πόλεμο και την ταυτόχρονη «ενθάρρυνση της μετανάστευσης» των παλαιστινίων κατοίκων της περιοχής.
«Για να έχουμε την ασφάλεια – είπε ο Smotrich σε μια συνέντευξή του στο στρατιωτικό ραδιόφωνο – πρέπει να ελέγχουμε το έδαφος και να το ελέγξουμε στρατιωτικά μακροπρόθεσμα, έχουμε ανάγκη μια πολιτική παρουσία».
Είναι μια κλασικά αποικιακή οπτική, αέναης κατοχής της επικράτειας κάποιου άλλου. Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η λογική -ακόμα κι αν θέλουμε να αγνοήσουμε τη φρίκη που παράγει- μετατοπίζει το πρόβλημα, αλλά δεν το λύνει.
Πράγματι, υποθέτοντας, κάτι που δεν είναι σίγουρο, ότι οι παλαιστίνιοι της Γάζας μπορούν να εκδιωχθούν σωματικά από τη Λωρίδα, σε όποιο έδαφος κι αν πάνε θα παραμείνουν μάλλον «θυμωμένοι» με το Τελ Αβίβ. Και ως εκ τούτου θα εξακολουθούν να αποτελούν μια «απειλή για την ασφάλεια του Ισραήλ».
Εφαρμόζοντας την ίδια λογική με τους Smotrich, Ben Gvir και Netanyahu, σε εκείνο το σημείο, θα προέκυπτε η «αναγκαιότητα» να επαναληφθεί το μοτίβο, καταλαμβάνοντας άλλα εδάφη, σε μια ατέρμονη διαδικασία… που στην πραγματικότητα συνεχίζεται από το 1948.
Φέρνοντας αυτή τη λογική στις ακραίες συνέπειες της, το Ισραήλ θα αισθάνεται «ασφαλές» μόνο όταν ο υπόλοιπος κόσμος είναι άδειος ή μακριά από τα σύνορά του, τα οποία δεν ορίζονται στο Σύνταγμά του και επομένως μπορούν να επεκτείνονται συνεχώς βάσει των αναγκών ασφαλείας του.
Δεν είναι ένα κακόβουλο συμπέρασμα, αν αναλογιστεί κάποιος το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή η κυβέρνηση Νετανιάχου επικοινωνεί με διάφορα κράτη για να «μεταναστεύσει οικειοθελώς» τους κατοίκους της Γάζας. Και σκέφτηκαν πρώτα από όλα… το Κονγκό.
Σε συμφωνία, θα έλεγε κανείς, με την αγγλική κυβέρνηση που ήθελε να «εξάγει» τους μετανάστες στη Ρουάντα. Μεμονωμένες ανοησίες που αποκαλύπτουν τη διάσταση του προβλήματος που αντιμετωπίζει ο κόσμος αυτή τη στιγμή: μια χώρα εκτός ελέγχου και έξω από κάθε κανόνα, η οποία δρα με βάση -ή με την ιδεολογική δικαιολογία- ότι είναι «εκλεκτός λαός» από έναν θεό »σε αποκλειστικότητα».
Ένας φυλετικός-θρησκευτικός σουπρεματισμός [αίσθημα ανωτερότητας] που δεν είχε παρουσιαστεί ποτέ πριν, ούτε με αυτά τα χαρακτηριστικά, ούτε με αυτήν την επικινδυνότητα.
4 Ιανουαρίου 2024 –
Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος contropiano.org