Dark Mode Light Mode

Ιστορία και μνήμη, επανάσταση και εξέλιξη

Συνέντευξη στον Marco Philopat σχετικά με την νέα ανεπτυγμένη έκδοση του La banda Bellini, η συμμορία Μπελλίνι

Η έξοδος της νέας έκδοσης της συμμορίας Μπελλίνι,  La banda Bellini (200 σελ, 14 euro, Agenzia X, 2015) του Marco Philopat, μας δίνει την ευκαιρία να σκεφτούμε έμμεσα γύρω από αυτά τα θέματα και γύρω από την συγγραφή, μάζες, λαούς και επαναστάσεις.

Ποιες είναι οι μετατροπές και οι προσθέσεις αυτής της νέας έκδοσης του La banda Bellini και γιατί τις κάνατε; ρωτά ο Marc Tibaldi

Υπήρξε μια δουλειά πολύ μακροσκελής εκείνη για το βιβλίο La banda Bellini, που ξεκίνησε μάλιστα από τις αρχές των χρόνων Ενενήντα. Για την σύνταξη του περιοδικού “Decoder”, ασχολούμουν με κινήματα αντικουλτούρας, τότες προσπαθούσα να καταλάβω καλύτερα τα χρόνια εβδομήντα, μια ιστορική περίοδο που είχα μόλις αγγίξει από παιδάκι.

Παθιάστηκα έτσι με τις μυθοπλασίες του Andrea Bellini που ήταν εκπληκτικές. Άκουγα εκείνες τις διηγήσεις κυρίως στο Bar Rattazzo που βρίσκονταν απέναντι απ’ την Calusca, το βιβλιοπωλείο του Primo Moroni.

Έναν χρόνο αργότερα, περίπου, ανέλαβα την εργασία να ολοκληρώσω το έργο γράφοντας εκείνες τις ιστορίες για την ρουμπρίκα »Είκοσι χρόνια μετά»,  “Vent’anni dopo”, στο διμηνιαίο περιοδικό NN Figli di nessunoΝΝ Παιδιά του κανένα, στο οποίο γράφουν οι βετεράνοι της banda του Casoretto.

Το 1997, βγήκε το Αναγκασμένοι να ματώνουν,  Costretti a sanguinare, το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημά μου επάνω στην punk, που συγκέντρωσε μιαν επιτυχία απροσδόκητη, τέτοια ώστε να σπρώξει το collettivo della Shake να μου δώσει χρόνο για να πραγματοποιήσω ένα νέο βιβλίο.

Ξαναπήρα λοιπόν στα χέρια μου τις ρουμπρίκες που βγήκαν στο NN, και επικεντρώθηκα στο να πάρω συνέντευξη από τον Andrea, συνεχίζοντας το γράψιμο μέχρι το 2001. Βγήκε το 2002 για τον Shake και επανατυπώθηκε από τον Einaudi το 2007 με το ίδιο κείμενο.

Σε αυτή την έκδοση προστέθηκαν ουσιώδη, νέα ανέκδοτα διάσπαρτα στην πορεία του κειμένου και ένα ολόκληρο κεφάλαιο στο τελικό μέρος. Στην διάρκεια των χρόνων, στην διάρκεια των πολλαπλών παρουσιάσεων που έγιναν γυρνώντας την Ιταλία, σημείωσα πολλά επεισόδια που ο Andrea ανακτούσε από την μνήμη του.

Ειδικότερα θέλησες να εισάγεις δυο στιγμές σημαντικές και συμβολικές εκείνων των χρόνων.

Ναι, το φεστιβάλ του νεανικού προλεταριάτου στο Πάρκο Λάμπρο, il festival del proletariato giovanile al Parco Lambro (ιούνιος 1976) και την διαδήλωση στις 14 μαρτίου 1977, τότε που σκοτώθηκε ο αστυνομικός Custra, για τις οποίες δεν μπόρεσα να μιλήσω στις προηγούμενες εκδόσεις διότι ακόμη βρίσκονταν εν εξελίξει δίκες.

Εκείνη η μέρα, αποτελεί μια στιγμή σημαντική στην ζωή του Bellini και στην οικονομία της διήγησης, αντιπροσωπεύει την δική του πιο ορθή παραβολή. Και το τελευταίο επίσης κεφάλαιο ξαναγράφτηκε διότι είχα την τύχη να βρω εκ νέου την αρχική καταγραφή και αντιλήφθηκα πως εκείνος ο θυμωμένος οίστρος του Andrea άξιζε μια μεταγραφή πιο πιστή.

Πως εξηγείς την επιτυχία του μυθιστορήματος, που κρατάει στην διάρκεια των χρόνων;

Πριν απ’ όλα λειτούργησε η ικανότητα του Andrea στο να διηγείται τόσο καλά τα γεγονότα εκείνης της περιόδου θεμελιώδη για τα επαναστατικά ιταλικά κινήματα, όπου αυτός ήταν ένας από τους κυριότερους πρωταγωνιστές προλεταριακής καταγωγής.

Η ειρωνεία και η ικανότητά του να φθάνει στην καρδιά του ζητήματος, βασισμένος στους πυλώνες της ιστορίας του ταξικού αγώνα, από τον Σπάρτακο στον Che Guevara και στην Αντίσταση, περνώντας μέσα από μυθολογίες λαϊκές όπως το film Mucchio SelvaggioWild Bunch, Άγρια Συμμορία ενεργοποιούν έναν αφηγηματικό κινητήρα που δεν αφήνει κανέναν αδιάφορο.

Στην λογοτεχνική επεξεργασία υπερέθεσα το χτίσιμο της μυθοπλασίας της περσόνας και την ίδια στιγμή την αποδόμησή της, δείχνοντας τις πιο κραυγαλέες αντιθέσεις της. Έτσι αν από την μια έχουμε μιαν ομάδα νεαρών απ’ τα προάστια και παιδιών αντιστασιακών παρτιζάνων που πολεμούν ενάντια στην αστυνομία, αλλά και ενάντια στα πλουσιόπαιδα που φοιτούν στα λύκεια και τα πανεπιστήμια της καθωσπρέπει Milano, από την άλλη υπάρχει η σχέση με τις γυναίκες , κυρίως με τις πρώτες θεωρίες και πρακτικές του φεμινισμού, που θέτουν σε προσωπική κρίση και πολιτική όλα τα στελέχη της μπάντας.

Τέλος υπάρχει το ζήτημα αγκάθι της σχέσης μεταξύ πολιτικών εξωκοινοβουλευτικών οργανώσεων που έχει σχέση με την διαχείριση της βίας στην διάρκεια των διαδηλώσεων. Αυτά νομίζω πως είναι τα κυριότερα στοιχεία  της επιτυχίας του βιβλίου La banda Bellini.

Τα τελευταία χρόνια παρακολουθούμε μιαν επιστροφή στην ιστορική διήγηση και σε ένα είδος ηγεμονίας του vintage. Μια ανάκτηση στα στυλ των περασμένων δεκαετιών είναι ίσως μια παράλυση της σκέψης που αρνείται να δημιουργήσει και να φανταστεί νέα σενάρια.

Είναι ένα φαινόμενο που υπογραμμίζει την ανικανότητά μας να διαβάσουμε και να αναλύσουμε το παρόν. Κινδυνεύουν να παραμείνουν πιασμένοι στα δίχτυα και οι συγγραφείς επίσης  που διηγούνται και μυθοποιούν φιγούρες επαναστατών και κινημάτων του παρελθόντος.

Το ρομάντσο σου μου φάνηκε έξω από αυτό τον κίνδυνο διότι είναι ένα βιβλίο της μνήμης και της εξέλιξης κι όχι των αιτιών και των ισχυρισμών. Ένα βιβλίο που παραμένει ανοικτό σαν έργο και σαν μετάδοση των γνώσεων και των αγώνων.

Δεν υπάρχει ίχνος κυνισμού, απαισιοδοξίας, άρνησης… Όπως λέει ο Toni Negri στην ανασκόπηση του 2002 – που θέλησες σαν post-fazione, τελική σημείωση – “το παιχνίδι τότε ήταν ανοικτό και σήμερα είναι ακόμη ανοιχτό”.

Αυτή η έκδοση υπήρξε απαραίτητη λόγω των πολλών αιτημάτων που συνεχίζαμε να λαμβάνουμε, ο οίκος Einaudi δεν το ξανατύπωνε εδώ και δυο χρόνια. Εξηγώ αυτή την προσοχή προς το βιβλίο σαν μιαν επιθυμία από πλευράς των νέων γενεών να γνωρίσουν εκείνα τα χρόνια και να τα συγκρίνουν με το σήμερα.

Ναι, είναι ένα βιβλίο που μας θέτει περισσότερες ερωτήσεις απ’ ότι απαντήσεις, γι αυτό παραμένει ανοικτό. Όταν ξεκίνησα το romanzo, στην Shake εργαζόμασταν επάνω στην πλέξη του κόκκινου νήματος που ένωνε την ιστορία του εργατικού κινήματος με την ιστορία από τις αντικουλτούρες, όπως μας είχαν δείξει οι δάσκαλοί μας Cesare Bermani, Primo Moroni και Danilo Montaldi.

Ήταν απαραίτητο να δουλεύουμε επάνω στην κουλτούρα μας, στην κουλτούρα των κινημάτων, που δεν έχει τίποτα κοινό με την πανεπιστημιακή κατήχηση και με την επίσημη ιστοριογραφία.

Είναι μια ιστορία για την οποίαν δεν θα μιλήσει ποτέ κανείς αν δεν το κάνουμε εμείς. Με αυτή την έννοια το μυθιστόρημα είναι και ένα έργο ανοικτό, είναι ένα κομμάτι  της ιστορίας των κινημάτων, μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος.

Φυσικά το κείμενο είναι και ένα μυθιστόρημα, όχι μόνο προφορική ιστορία και ιστορία του κινήματος, συνεπώς κράτησα υπ όψιν την διδαχή που ο Nanni Balestrini μας έδειξε με τα Vogliamo tutto, Gli invisibili, I furiosi, Τα θέλουμε όλα, Οι αόρατοι, Οι εξαγριωμένοι κλπ.

Υπάρχει συνεπώς μια δουλειά προσεγμένη, ενδελεχής επάνω στην δομή, στην ύφανση του λόγου, στην σύγκριση των κοινωνικών συμβάντων της περιόδου που εξετάστηκε,  κι αυτό έγινε αφού συμβουλευτήκαμε εφημερίδες, περιοδικά, δημοσιεύσεις.

Στην διαδρομή από το ’68 στο ’77, το μυθιστόρημα διατρέχει τις οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές  (από τον εργάτη μάζα στον κοινωνικό εργάτη στην άρνηση της εργασίας), πολιτιστικές και υπαρξιακές (το προσωπικό είναι πολιτικό, ο φεμινισμός, οι εναλλακτικές κουλτούρες).

Έγραφαν το 2012 οι Wu Ming κάνοντας την ανασκόπηση του μυθιστορήματος: “ο Philopat, και το πράγμα θα διεγείρει πολεμικές, περιγράφει με άγρια τιμιότητα την σύγκρουση μεταξύ του φαντασιακού της banda (μαχητικό έπος, αλληλεγγύη αρσενική μέσα στην μάχη) και εκείνου του φεμινιστικού κινήματος”. Αυτό το βιβλίο μπορεί να σταθεί χρήσιμο στο παρόν;

Για μιαν σωστότερη αφήγηση εκείνων των χρόνων πήρα συνέντευξη σε πολλούς ανθρώπους, συγκρίνοντας και αξιολογώντας τις απόψεις. Ιδιαίτερα τις μαρτυρίες των γυναικών που έκαναν ν’ αναδυθούν κάποια από τα βασικά σημεία των σχεδίων απελευθέρωσης που εκείνα τα χρόνια διασταυρώνονταν ή συγκρούονταν.

Ο αποπροσανατολισμός του Bellini μπροστά σε αυτές τις νέες αναδύσεις είναι εμφανής, είναι ένας ήρωας-αντί-ήρωας, που η αφήγηση καταφέρνει να τον καταστήσει συμπαθητικό χάρη στην ειρωνεία και την αυτοειρωνεία, που θα είναι ένα από τα χαρακτηριστικά του κινήματος του ’77, ακριβώς για να εκτονώσει την παράνοια της στράτευσης και για να μας αφήσει να διασχίσουμε μέσα απ’ τα επίπεδα της απελευθέρωσης.

Πιστεύω πως η επικαιρότητα αυτού του μυθιστορήματος είναι διπλή, μιας και ζούμε σε μιαν στιγμή ολοκληρωτικού αποπροσανατολισμού, μεταξύ κρίσης οικονομικής και πολέμου που προελαύνει.

Μια κατάσταση συλλογικής παράνοιας που τροφοδοτείται από τα λύματα των Μέσων μιας κοινωνίας που καταρρέει, όπου είναι δύσκολο να βρεθούν χώροι κοινοί για συζήτηση, αναμέτρηση.  Βρισκόμαστε σε μιαν φάση κατά την οποίαν ο εντοπισμός της μακράς αναπνοής της ιστορίας του επαναστατικού κινήματος είναι θεμελιώδης, κεντρικής σημασίας.

Ένα απ’ τα διδάγματα που είναι ακόμη έγκυρα των χρόνων Εβδομήντα είναι η αναζήτηση συνδέσεων και σχέσεων μεταξύ των διαφόρων απελευθερωτικών περιπτώσεων σε μιαν επιθυμία γενικευμένης μεταμόρφωσης. Σαν να λέμε: οι μερικοί αγώνες που δεν συνδέονται σε ένα συνολικό σχέδιο μεταλλαγής καθίστανται αντιδραστικοί.

Ναι, το βλέπουμε πολύ καλά με αυτό που συμβαίνει σήμερα στον κόσμο. Μια ανάγνωση της συγχρονικότητας αποσυνδεδεμένη από την ιστορία των ταξικών αγώνων των τελευταίων δυο αιώνων και την ίδια στιγμή των μεταβολών του καπιταλισμού είναι παραπλανητική.

Αυτή την ερμηνεία μας την υπεδείκνυε ο Primo όταν μιλούσε για την αναγκαιότητα προοπτικής, ιστορικής και αναλυτικής εμβάθυνσης. Είναι αυτό που – σύμφωνα με εμένα – προσπαθεί να κάνει με αποφασιστικότητα ο Valerio Evangelisti στην τριλογία Il sole dell’avvenire, o ήλιος του μέλλοντος.

Και ο Andrea Bellini ακολούθησε αυτή την κατεύθυνση, αποφασίζοντας να μιλήσει για τα επεισόδια του αντιστασιακού του πατέρα και του αντιφασίστα και αντισταλινικού παππού “δίχως μύτη”.

Στην πολιτική, η έννοια της επανάστασης – πολύ παρούσα στο μυθιστόρημα – δεν χρησιμοποιείται πια από κανέναν. Από τι αντικαταστάθηκε η έννοια της “επανάστασης”;

Επανάσταση, εξέγερση, ανταρσία Rivoluzione, ταραχές, ανυπακοή… Υπάρχει μια μεταγενέστερη, δεύτερη σκέψη απαραίτητη γύρω από αυτές τις έννοιες, που πιστεύω πως θα συνεχίσει επί μακρόν.

Εγώ και ο Duka, στο romanzo Rumble bee, λανθάνοντες, σκεφτόμασταν πως το κύμα των επαναστάσεων στις χώρες του Maghreb θα μπορούσε να μας προσεγγίσει. Δεν έγινε έτσι, αντιθέτως εκείνες οι επαναστάσεις μετατράπηκαν σε άλλες τόσες παγίδες. ο Primo Moroni, τον αναφέρω ξανά, υποστήριζε, ήδη στα πρώτα χρόνια του ογδόντα, πως το κεφάλαιο είχε αναδιαρθρωθεί και πως θα ήταν απαραίτητα τουλάχιστον εικοσιπέντε χρόνια πριν υπάρξουν απαντήσεις έξυπνες από πλευράς του κινήματος.

Η μακριά ανάσα, που λέγαμε λίγο νωρίτερα. Ο καπιταλισμός αναδιαρθρώθηκε με τρόπο βίαιο και διέγραψε, μηδένισε, αφάνισε όλες τις κατακτήσεις ενός αιώνα τουλάχιστον αγώνων του εργατικού κινήματος.

Κι όμως υπάρχουν στον πλανήτη εμπειρίες ενδιαφέρουσες που αποκρύπτονται από την γενικευμένη παραπληροφόρηση. Να σκεφτούμε την Rojava και τις  “κουρδικές ”κοινότητες, που βέβαια δεν είναι καθαρά κουρδικές, διότι δεν βασίζονται στην εθνική διάσταση.

Ίσως μια προσπάθεια που δεν βγήκε υπήρξε με το παγκόσμιο κίνημα στα τέλη των χρόνων ’90 αρχές 2000, που σύντομα απέτυχε τόσο λόγω εσωτερικών ανεπαρκειών και σχεδιασμού, όσο και λόγω της καταστολής (Genova 2001 και όχι μόνο), όπως και λόγω μιας νέας  μετατόπισης/μετατροπής του καπιταλισμού.

Στα χρόνια Εβδομήντα, ο Felix Guattari μιλούσε ήδη για έναν Καπιταλισμό Παγκόσμιο Ολοκληρωμένο για να καθορίσει την απόλυτη αυταρχική συνέχεια και συνάφεια μεταξύ  “δυτικού” καπιταλισμού και του Κρατικού σοβιετικού καπιταλισμού.

Είναι μια επεξηγηματική γρίλια που ίσως μπορεί να μας φανεί χρήσιμη σήμερα, έτσι όπως συνθλιβόμαστε ανάμεσα σε φασισμό-δημοκρατικό-καπιταλιστικό και φασισμό-καπιταλιστικό-θρησκευτικό. 

Στον πόλεμο που αυτές τις τελευταίες εβδομάδες διαμορφώνεται θα προτιμούσα μια επανάσταση. “Ενάντια στον πόλεμο, ενάντια στην ειρήνη, για την κοινωνική επανάσταση”, ήταν ο τίτλος ενός ντοκουμέντου των σουρεαλιστών, που ουσιαστικά ισχύει ακόμη.

Μα κατά βάθος ζούμε αυτή την στιγμή σαν μια ήττα λόγω της ανικανότητας να αντιδράσουμε αποτελεσματικά. ο Bellini λέει, σχετικά με την ήττα του κινήματος: “αυτές τις στιγμές αδυσώπητης ήττας πρέπει να είσαι δυνατός, πρέπει να κρατήσεις μέσα σου σαν ένα διαμάντι τις όμορφες εμπειρίες που έζησες και να προσπαθείς να τις παραδώσεις με κάθε τρόπο”. ο Andrea μου είναι ευγνώμων διότι του τράβηξα προς τα έξω αυτό το διαμάντι που είχε κρυμμένο μέσα του.

Διότι εκείνο είναι το κόκκινο νήμα που ενώνει την ιστορία των κινημάτων, που επιτρέπει στις νέες γενιές να συνεχίσουν να υφαίνουν το δίχτυ των κοινών σχέσεων και αναλύσεων.

ο Marco Philopat  είναι πολιτιστικός ταραχοποιός και συγγραφέας.Έχει δημοσιεύσει: Costretti a sanguinare, I viaggi di Mel e Lumi di punk; μαζί με τον Duka: Roma k.o. Rumble bee, και έχει πάρει μέρος σε αρκετά εκδοτικά έργα.

Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος carmilla online

Προηγούμενο άρθρο

Στην Καβάλα το πρόγραμμα Ανθεκτικής Ηγεσίας της WEWiL.global

Επόμενο άρθρο

Ολυμπιακοί Αγώνες: Από τον Λούη στον Τεντόγλου