Jocelyn Nicole Johnson, La mia Monticello e altrestorie–Η Monticello μου και άλλες ιστορίες, ιταλική μετάφραση του Leonardo Taiuti, Bompiani, 2023, σελ. 240, € 17.00
«Έφτασαν στο ηλιοβασίλεμα ανακοινώνοντας τους εαυτούς τους με ένα οπερίστικο O saycanyousee. Λευκά κεφάλια βγήκαν από σκονισμένα τζιπ και σκούρα μαλλιά πέταξαν σαν κουρελιασμένες σημαίες σε έναν νέο ορμητικό άνεμο. ΟΛΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ!
Φώναζαν. Τα τουφέκια τους έλαμπαν σαν να τα είχαν μόλις αγοράσει: πολιτοφυλακή μεγα-καταστημάτων. Κατασκοπεύοντας γρήγορα από τα παντζούρια της MaViolet είδα και ένα αγόρι ανάμεσά τους, ξανθό και χαμογελαστό πίσω από το παράθυρο ενός βαν.
Οι άντρες πήδηξαν κάτω από τα πίσω καθίσματα, βγήκαν από τα pick-up και όρμησαν προς τα σπίτια μας. Λευκά χέρια έσφιγγαν μεταλλικά μπετόνια, κραδαίνοντας πυρσούς που ξερνούσαν φλόγες. Δυνατές κραυγές, το φουσκωμένο προπέτασμα καπνού – όλα αυτά και πολλά άλλα μας έκαναν να πεταχτούμε έξω από τα σπίτια.
Από τις πίσω αυλές μας βλέπαμε τα σώματα να ανάβουν όταν κάποιος από τους γείτονες έτρεχε μπροστά προσπαθώντας να τους σταματήσει. Είδαμε ένα μικρό αγόρι χτυπημένο με ένα κοντάκι τουφεκιού να αναβλύζει κόκκινο από τον κρόταφο του.
Ένα μωρό με πάνα έτρεμε κολλημένο στο πλάι της μάνας του που είχε σωριαστεί στα γόνατα στο πεζοδρόμιο. Αυτό που είδαμε εκείνες τις στιγμές πρώτα μας παρέλυσε και μετά μας κατέστησε ελεύθερους.»
Έτσι ξεκινά το My Monticello, γράφει ο Gioacchino Toni, το ντεμπούτο μυθιστόρημα που εκδόθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 2021 από την αφροαμερικανή Jocelyn Nicole Johnson, καθηγήτρια τέχνης στα δημόσια σχολεία του Charlottesville στη Βιρτζίνια, το οποίο τυπώθηκε στα ιταλικά από την Bompiani το 2023 σε μετάφραση Leonardo Taiuti. Έχοντας υποδεχτεί θετικά από τους αμερικανούς κριτικούς, το μυθιστόρημα έγινε ηχητικό βιβλίο και σενάριο, από τον Peter Chernin, για μια ταινία παραγωγής Chernin Entertainment για το Netflix.
Η ιστορία που αφηγείται η Τζόνσον αντιπροσωπεύει μια πιθανή εξέλιξη του τι συνέβη στην πραγματικότητα στο Σάρλοτσβιλ-Charlottesville το 2017, όταν, στον απόηχο της διαμάχης που προέκυψε σχετικά με την απομάκρυνση των συνομοσπονδιακών μνημείων διάσπαρτων σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες, ακροδεξιοί σχηματισμοί συγκεντρώθηκαν στην πόλη – alt-right, νεο-Συνομοσπονδιακοί, λευκοί εθνικιστές Κου Κλουξ Κλαν, νεοναζί και άλλες πολιτοφυλακές – αντίθετοι στην απομάκρυνση του αγάλματος του Robert E. Lee από το Emancipation Park, στους οποίους αντιτάχθηκαν ομάδες αντίθετης τάσης, όπως Antifa, Rednec kRevolt και άλλες.
Μετά τις βίαιες συγκρούσεις μεταξύ των αντιπάλων πλευρών, ύστερα από την κήρυξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης από τον κυβερνήτη της Βιρτζίνια και την απαγόρευση του ρατσιστικού συλλαλητηρίου από τις τοπικές αρχές, ένα αυτοκίνητο που οδηγούσε ένας υπέρμαχος της λευκής υπεροχής, σουπρεματιστής, εκτοξεύτηκε ενάντια στους διαδηλωτές αντίθετους του συλλαλητηρίου σκοτώνοντας την Heather Heyer και τραυματίζοντας περίπου είκοσι άτομα.
Αυτό που έριξε λάδι στη φωτιά ήταν η στάση του τότε προέδρου Τραμπ, ο οποίος, στην αρχή, αποφεύγοντας τη ρητή καταδίκη των σουπρεματιστικών ομάδων, περιορίστηκε στη γενική καταδίκη της βίας που εκφράστηκε από τις δύο πλευρές.
Η ιστορία που φαντάστηκε η Τζόνσον ως μια πιθανή εξέλιξη αυτών των γεγονότων διηγείται σε πρώτο πρόσωπο μια νεαρή γυναίκα που ονομάζεται Da’ Naisha, απόγονος της ένωσης του τρίτου προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών Thomas Jefferson και της Sally Hemings, σκλάβας του.
Σχετικά με αυτή τη γενεαλογία της, που παραδόθηκε στην οικογένεια από γενιά σε γενιά, η νεαρή γυναίκα αποφεύγει να μιλήσει δημόσια τόσο επειδή, όπως έχει ήδη συμβεί στη μητέρα της, συνήθως δεν την πιστεύουν, όσο και επειδή αηδιάζει να σκέφτεται την κατάσταση σκλαβιάς της μακρινός συγγενούς της, επομένως εκ των πραγμάτων ανίκανης να αποφασίσει ελεύθερα τη σχέση με τον άνθρωπο της εξουσίας.
Μαζί με τις οικογενειακές υποθέσεις, επανεμφανίζεται η αντιπαράθεση με την ιδέα της δουλείας και τη σχέση της με τους ιδρυτές σεβαστούς στην ιστορία και στο φαντασιακό της Βόρειας Αμερικής.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες που παλεύουν με μπλακ άουτ και καταιγίδες, η συνοικία της First Street στο Charlottesville της Βιρτζίνια πολιορκείται από ορδές λευκών υπέρμαχων που επιτίθενται στις γειτονιές αναγκάζοντας πολλούς κατοίκους να εγκαταλείψουν βιαστικά τα σπίτια τους.
Μια μικρή ομάδα γειτόνων και γνωστών φεύγει από την πόλη με ένα εγκαταλελειμμένο λεωφορείο καταφεύγοντας στο Monticello, στον τόπο που διέμενε που ανήκε στον ThomasJefferson, έναν από τους ευγενείς πατέρες του έθνους, συγγραφέα της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας, ο οποίος, παρά τις προοδευτικές του ιδέες προερχόμενες από τον Διαφωτισμό, όχι μόνο δεν πήρε ποτέ θέση ρητά κατά της δουλείας, αλλά είχε πολλούς σκλάβους στο κτήμα του.
Οι φυγάδες με επικεφαλής τη νεαρή βρίσκουν καταφύγιο στην κατοικία του Τζέφερσον που μετά έγινε μουσείο. Εδώ η πολυεθνική ομάδα των προσφύγων, η οποία παλεύει με την οργάνωση της καθημερινής ζωής και με την ανάγκη να προετοιμαστεί για την πιθανή σύγκρουση με τους λευκούς σουπρεματιστές, έρχεται άμεσα αντιμέτωπη με αυτόν τον τόπο και την ιστορία του, πειραματιζόμενη έναν νέο τρόπο σχέσης με αυτόν. από ένα ασηπτικό και ξεκομμένο μουσείο ιστορίας της πατρίδας σε έναν πραγματικά κατοικημένο χώρο που έκανε δικό της.
Εν ολίγοις, μιλάμε για την επαναοικειοποίηση ενός χώρου και μιας ιστορίας που, αφού κατέβει από το βάθρο, βιώνεται τελικά σε πρώτο πρόσωπο, έχοντας αφαιρεθεί, κατά κάποιο τρόπο, από το γλυκανάλατο φαντασιακό που έχει διαμορφώσει η επίσημη αφήγηση.
Σε τελική ανάλυση, εκείνη η Monticello, καλώς ή κακώς, είναι η ιστορία όλων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που έζησαν εκεί στη σκλαβιά. Επομένως, το να σχετιστούν με αυτόν τον τόπο με έναν νέο τρόπο αντιπροσωπεύει μια πιθανότητα συμβολικής λύτρωσης.
Η Johnson ως εκ τούτου, μέσω της Da’Naisha, αφηγείται την αναμέτρηση των απογόνων των σκλάβων με την ιστορία, με την αφήγησή της και το φαντασιακό στο οποίο έχει κατασταλάξει με το πέρασμα του χρόνου η χώρα που θέλει να είναι άψογη εξαγωγέας της δημοκρατίας.
Κατά κάποιο τρόπο, η αγριότητα των λευκών υπερασπιστών της λευκής υπεροχής που εκδηλώθηκε χωρίς προσχήματα στην εποχή του Τραμπ αντιπροσωπεύει μόνο το συμπύκνωμα ενός ευρέως διαδεδομένου φαντασιακού που έχει διασχίσει τη χώρα με αστέρια και ρίγες ευθύς από τις καταβολές της, και που ούτε ένας μαύρος ένοικος στον Λευκό Οίκο δεν ήξερε/κατάφερε να διαλύσει.
«Παρακαλώ να ξέρετε ότι παλέψαμε με ό,τι είχαμε, και παλέψαμε για να κερδίσουμε. Πολεμήσαμε με σφαίρες και με γυμνά χέρια, με τα μεγάφωνα και σπρέι πιπεριού, με σκεπτικισμό και με πίστη. […] Γλιστρώ αυτές τις σελίδες μέσα στο βιβλίο του Τόμας Τζέφερσον Σημειώσεις για την πολιτεία της Βιρτζίνια, φωλιασμένες ανάμεσα στις αλληλογραφίες του για το πλάτος των ποταμών μας, το ύψος των βουνών μας, τα όριά του και τις ελπίδες του.
Θα ξαναβάλω αυτό το βιβλίο στο ράφι της βιβλιοθήκης που προορίζεται στους οδηγούς μουσείων, στο δωμάτιο όπου κρέμεται η φωτογραφία της γιαγιάς μου […] Ίσως μια μέρα κάποιος βρει τα ονόματά μας, ανάμεσα στα βιβλία ή τις στάχτες, και θα μάθει ότι ήμασταν εδώ, ότι κι εμείς έχουμε σημασία, ότι κι εμείς μετράμε.
Δεν ξέρω τι θα γίνει. Δεν ξέρω τι γίνεται αλλού, έξω από την πόλη μας, το κράτος μας. Απλώς ξέρω ότι δεν θα τους επιτρέψω να πάρουν αυτό το σώμα μου. Απλώς ξέρω ότι αυτή η μάχη θα κοστίσει κάτι και σε αυτούς.
Ο κύριος Byrd με βοήθησε να ετοιμάσω τα μπουκάλια, να τα γεμίσω μέχρι τη μέση με βενζίνη και να χώσω μέσα τα κουρέλια. Μπορεί και να μας νικήσουν, αλλά ποτέ δεν θα κατακτήσουν αυτό το σπίτι – όχι άθικτο.»
Το σπίτι για το οποίο μιλάει η πρωταγωνίστρια δεν είναι απλώς το σπίτι ενός πατέρα της χώρας στο οποίο μια ομάδα φυγάδων από την αγριότητα της λευκής υπεροχής έχει βρει προσωρινό καταφύγιο, αλλά είναι μια κοινότητα, όσο μικρή κι αν είναι, που έχει λογαριαστεί με την ιστορία, που το οικειοποιήθηκε επισημαίνοντας τον ρόλο που έπαιξε σε αυτό και τον οποίο σκοπεύει να έχει στην ιστορία που δεν έχει γραφτεί ακόμη.
Εκτός από το Lamia Monticello, το βιβλίο περιέχει μερικές μικρές ιστορίες που επικεντρώνονται στο να είσαι μαύρος στις Ηνωμένες Πολιτείες σήμερα. Ιστορίες μεταναστών, διανοουμένων, μόνων γυναικών, που όλοι προσπαθούν να αναζητήσουν αυτό που πάντα τους αρνούνταν τόσο σε υλικό όσο και σε επίπεδο αξιοπρέπειας.
Αυτό που προκύπτει από αυτές τις αφηγήσεις είναι συχνά η ανάγκη για τις γυναίκες και τους άνδρες αφροαμερικανούς να πρέπει να δείξουν την αξία τους στους άλλους και στον εαυτό τους, σχεδόν σαν να έπρεπε να καλύψουν ένα κενό που τους επιβάλλεται.
Στο Negrodicontrollo–Νέγρος του ελέγχου, για παράδειγμα, ο πρωταγωνιστής είναι ένας αφροαμερικανός καθηγητής πανεπιστημίου που σχετίζεται με τις φυλετικές προκαταλήψεις των ΗΠΑ παρατηρώντας και «ελέγχοντας» εξ αποστάσεως τη ζωή του μικρού γιου του που δεν γνωρίζει την ύπαρξή του.
Ένας πατέρας που, προσφέροντας στον γιο του ευκαιρίες που συχνά στερούνται σε μαύρα αγόρια, εργάζεται με αποφασιστικά μανιακό τρόπο στην «κατασκευή» ενός πρωτοτύπου «τέλειου» αφροαμερικανού νεαρού άνδρα, με τέτοιο τρόπο που η Αμερική δεν μπορεί να έχει τίποτα να πει σχετικά με αυτόν.
Μια σίγουρα παράδοξη ιστορία που, όπως και άλλες που αφηγείται η συγγραφέας, υπογραμμίζει πώς όσοι γεννιούνται με σκούρο δέρμα στις Ηνωμένες Πολιτείες αναγκάζονται να δείχνουν συνεχώς την αξία τους στους άλλους και στον εαυτό τους, και για να το κάνουν, όπως αναφέρθηκε, αναγκάζονται να γεμίσουν ένα χάσμα σε σχέση με εκείνους που γεννήθηκαν με τα προνόμια που οφείλονται σε αυτούς με ανοιχτόχρωμο δέρμα.
Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλοςc armilla.online