Yves Delhoysie, Georges Lapierre, L’incendio millenarista tra apocalisse e rivoluzione, Η μιλεννιαλιστική φωτιά μεταξύ αποκάλυψης και επανάστασης, Malamente/Tabor, Urbino-Valsusa 2024, σελ. 574, 22 euro
«No age like unto this age» (Ομιλία ενός digger που εμφανίζεται σε ένα ανώνυμο φυλλάδιο του 1653)
Πολύ καιρό πριν κείμενα όπως το μανιφέστο του κομουνιστικού κόμματος, το Κράτος και αναρχία ή το Κράτος και επανάσταση μπορέσουν να συλληφθούν έστω και εξ αποστάσεως, υπήρξε ένα το οποίο, παρόλο που δεν διαβάστηκε σχεδόν ποτέ από τους θαυμαστές του, υπήρξε για αιώνες έμμεσα στη βάση ξεσηκωμών, εξεγέρσεων και εγγενώς επαναστατικών κινημάτων, γράφει ο Sandro Moiso.
Αυτή είναι η Αποκάλυψη του Ιωάννη, αλλιώς γνωστή ως Αποκάλυψη ή Βιβλίο της Αποκάλυψης, το τελευταίο βιβλίο της Καινής Διαθήκης. Όπως συμβαίνει με τα περισσότερα κείμενα στην προέλευση του δεύτερου μέρους της Βίβλου, η απόδοση είναι αβέβαιη όπως και ο τόπος στον οποίο θα είχε γραφτεί, ενώ όσον αφορά την ημερομηνία σύνταξης, είναι αρκετά κοινά παραδεκτό ότι θα είχε συνταχθεί στα πρώτα μέσα της δεκαετίας του ’90 του 1ου αιώνα.
Στο έργο γίνεται λόγος για διώξεις από πλευράς δημόσιων λειτουργών, λέει ότι έχουν ήδη υπάρξει μάρτυρες της πίστης και πως όλος ο χριστιανισμός διατρέχει έναν τρομερό κίνδυνο. Επιπλέον, αναφέρεται ότι η συμμετοχή στο χιλιετές βασίλειο είναι η ανταμοιβή των μαρτύρων που απέρριψαν το «σημάδι του θηρίου» στο μέτωπο και στο χέρι, μια αναφορά στη ρωμαϊκή αυτοκρατορική λατρεία, η οποία όμως με την πάροδο του χρόνου απέκτησε ευρύτερες συμβολικές έννοιες συνδέοντας το σημάδι του θηρίου γενικότερα προς το Κακό (σε όποια μορφή κι αν παρουσιάζεται αυτό).
Άθελά του, το κείμενο κατέληξε να κάνει τους πιστούς να περιμένουν μια τελική μάχη με αυτό το τελευταίο που θα έπρεπε να πραγματοποιήσει το θέλημα και τη βασιλεία του Θεού ήδη στη γη, υλοποιώντας κατά κάποιο τρόπο την υπόσχεση ενός βασιλείου που δεν θα ήταν πλέον απλώς απόκοσμο, αλλά χιλιετίας στον πραγματικό κόσμο.
Εξ ου και η δύναμή του να χτυπά το λαϊκό φαντασιακό και τις λιγότερο εύπορες τάξεις που υπόκεινται στην εξουσία μοναρχών, αυτοκρατόρων και παπών. Όλοι εξίσου διεφθαρμένοι και όλοι εξίσου σημαδεμένοι από το διαβόητο σημάδι του Τέρατος.
Το κείμενο που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Malamente/Tabor, το οποίο δημοσιεύθηκε αρχικά στη Γαλλία το 1987 για τις εκδόσεις της ομάδας Os Cangaceiros, επαναφέρει στο προσκήνιο και στην προσοχή των αναγνωστών τα κινήματα των χιλιετιστών, τα οποία ακριβώς από τον Μεσαίωνα μέχρι το κίνημα των diggers κατά τη διάρκεια του αγγλικού εμφυλίου πολέμου του 17ου αιώνα ή αυτά του ανδαλουσιανού αναρχισμού εντός του ισπανικού εμφυλίου ή, πάλι, στην κοινωνική ληστοκρατία της βορειοανατολικής Βραζιλίας και στις μελανησιακές μεσσιανικές λατρείες μεταξύ 19ου και 20ου αιώνα, όλα αυτά λοιπόν λέγαμε έχουν για περιόδους λίγο πολύ μακρύτερες παραβιάσει από καιρό τους κανόνες των ταξικά διχασμένων ή αποικιακών κοινωνιών για να καθιερώσουν μορφές κομμουνισμού και κοινωνικής ισότητας, και μέσω της βίας και της απαλλοτρίωσης αγαθών και πλούτου1.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Luigi Balsamini, στον πρόλογο της νέας ιταλικής έκδοσης του κειμένου, υπογραμμίζει και υπενθυμίζει, σχετικά με την ομάδα Os Cangaceiros2, που είχε πάρει το όνομά της ακριβώς από την κοινωνική ληστοκρατία της βραζιλιάνικης Βορειοανατολικής περιοχής, πως:
Οι ενέργειες εκείνης της ομάδας στόχευσαν ιδιαίτερα το σωφρονιστικό σύστημα, περνώντας από την ενεργό αλληλεγγύη στους αγώνες των κρατουμένων μέχρι τις δολιοφθορές στα εργοτάξια των υπό ανέγερση φυλακών, την καταστροφή των γραφείων των συμβασιούχων εταιρειών και την αφαίρεση και τη διάδοση λεπτομερών σχεδίων και πολύτιμων τεχνικών πληροφοριών των κτιρίων.
Μεταξύ ιανουαρίου 1985 και ιουνίου 1987, η Os Cangaceiros δημοσίευσε τρία νούμερα ενός ομώνυμου περιοδικού που περιείχε αναλύσεις και ντοκουμέντα σχετικά με κοινωνικούς αγώνες και εξεγέρσεις εκείνων των χρόνων, όχι μόνο στη Γαλλία. Πάντα το 1987, η ομάδα δημοσιεύει την πρώτη έκδοση του L’incendie millénariste – η χιλιαστική πυρκαγιά, υπογεγραμμένη με τα ψευδώνυμα Yves Delhoysie και Georges Lapierre. Ωστόσο, η κακή τους φήμη μεγάλωνε, τόσο πολύ που ορισμένοι διανομείς αρνήθηκαν να κυκλοφορήσουν το βιβλίο, αφήνοντας στην Os Cangaceiros ένα μεγάλο μέρος της έκδοσης σε απόθεμα. Καθώς η πίεση της αστυνομίας γινόταν ολοένα και πιο έντονη, η ομάδα αποφάσισε να εγκαταλείψει τα περισσότερα από τα αντίτυπα σε δημόσιους χώρους, αφήνοντάς τα στη μοίρα τους έξω από κάθε εμπορική λογική. Αφού ανέλαβε την ευθύνη για πολλές άμεσες δράσεις, η ομάδα διαλύθηκε και εξαφανίστηκε από τη σκηνή, καταφέρνοντας εν μέρει να ξεφύγει από το επόμενο κύμα καταστολής3.
Ο χιλιετισμός αποτελεί ένα από τα παλαιότερα όνειρα ελευθερίας και δικαιοσύνης, η ιδέα της έλευσης μιας χρυσής Εποχής, ενός ριζικά διαφορετικού κόσμου, της αδελφοσύνης και της ευδαιμονίας, όπου θα ζεις ελεύθερος από την κατάρα του χρήματος, της εκμετάλλευσης, της ιδιοκτησίας. Αυθεντικά σημάδια του ιδιοκτησιακού και καπιταλιστικού Θηρίου. Καταλήγοντας να δώσει ζωή σε ένα διαβρωτικό χείμαρρο ελπίδας και επαναστατικού πάθους, διασκορπισμένου σε χίλια υπόγεια ή εκρηκτικά ρυάκια, που επανασυνδέει τους εξεγερμένους όλων των εποχών για να «μεταμορφώσουν τον κόσμο σε σημείο να τον κάνουν μη αναγνωρίσιμο». Ενώ για καθένα από αυτά τα κινήματα και για κάθε ριζοσπαστικό επαναστατικό κίνημα κάθε φορά ήταν ζήτημα του τέλους των καιρών ή, τουλάχιστον, του τέλους της εποχής της καταπίεσης, της αποξένωσης και του διαχωρισμού ανδρών και γυναικών από τους ομοίους τους.
Η χριστιανική θρησκεία περιείχε, πρώτα απ’ όλα, μια υπόσχεση μελλοντικής ζωής. Ήταν η σύλληψη μιας κοινωνίας που αναζητά έναν εξωτερικό σκοπό, τη λύτρωση. Η θρησκεία πραγματοποιούσε στη σκέψη το πέρασμα από το εδώ κάτω – τη μιζέρια – στο πέρα, προς τη μεταθανάτια ζωή – τη βασιλεία του Θεού. Τα μυστήρια ήταν οι ιεροτελεστίες αυτού του περάσματος που επινοήθηκε θεωρητικά. Η θρησκεία είναι η σκεπτόμενη μορφή της αποξένωσης-αλλοτρίωσης.
Οι millenarians-χιλιαστές επιτέθηκαν στην αλλοτρίωση, στη θεωρία και στην πράξη. Ό,τι είχε αφαιρεθεί από την ανθρωπότητα και είχε εξοριστεί στον ουρανό, σκόπευαν να πετύχουν στη γη. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο επιτέθηκαν σε οτιδήποτε επάνω στη γη αντιτάχθηκε σε αυτή τη συνειδητοποίηση. Όλες οι προσπάθειές τους αμφισβήτησαν πάντα την κοινωνική τάξη, πράγμα που τους διαφοροποιούσε από τον μυστικισμό – εκείνο του Mastro Eickhart ή του Jacob Böehme4.
Και που, θα μπορούσε κανείς να προσθέσει, διαφέρει ακόμα από τις κομματικές συζητήσεις, από τις ελπίδες στον ήλιο του μέλλοντος και από όλες τις άλλες ουτοπικές ή πολιτικές φιλοσοφίες που έχουν υποσχεθεί, και υπόσχονται ακόμη, την ευτυχία μόνο πέρα από έναν ορισμένο ορίζοντα, που αντίθετα στους αγώνες και στις εξεγέρσεις, από τα αιρετικά κινήματα μέχρι την Κομμούνα του Παρισιού ή από το ’68 και το ’77, προσπάθησε και ακόμη προσπαθεί να πραγματοποιήσει το απόκοσμο απευθείας σε αυτόν τον κόσμο: εδώ, τώρα, τώρα και αμέσως. Για καθέναν από τους πρωταγωνιστές όλων εκείνων των κινημάτων, πράγματι, καμία άλλη εποχή δεν ήταν, δεν είναι ούτε θα μπορούσε ποτέ να είναι «σαν τη δική μας». Μιας και η επανάσταση είναι ζωντανή την ώρα που γίνεται, και μόνο «μετά» θα αποτελέσει θέμα προβληματισμού για τους ιστορικούς ή τους αξιωματούχους της τάξης. Ακόμη και εκείνης της μετά-επαναστατικής. Έτσι, μια υπέροχη υπόσχεση περιέχεται στις ιστορίες όλων εκείνων των επαναστατών, κάθε εποχής, που είχαν πάντα να αντιμετωπίσουν όλες τις μορφές και όλους τους εκπροσώπους κάθε τύπου εξουσίας (εκκλησιαστικής, των ευγενών, αστικής, νομικής, στρατιωτικής, επιστημονικής, οικονομικής, φασιστικής, σταλινικής και φιλελεύθερης).
[Οι χιλιαστές] Θέλοντας να επιφέρουν τη βασιλεία του Θεού, οδηγήθηκαν να επιτεθούν στη ρίζα της αλλοτρίωσης, το θεμέλιο της στη γη. Δηλαδή, πραγματοποίησαν την αντίστροφη κίνηση της αλλοτρίωσης: έφεραν πίσω στη γη ό,τι είχε εξοριστεί στον ουρανό […] Το πρώτο τους μέλημα λοιπόν ήταν να ιδρύσουν πόλεις οι οποίες θα ήταν η μίμηση της μυθικής Ιερουσαλήμ: Tábor, Münster, Canudos, τα χωριά που ανοικοδομήθηκαν εξ ολοκλήρου στη Μελανησία κατά τη διάρκεια των λατρειών του Cargo.
Αντλούσαν την έμπνευσή τους από εκείνο το μέρος της κοινωνικής εμπειρίας που αναδιπλώθηκε στην παρανομία: αυτό το μέρος αποτελούσε το ασυνείδητο μιας κοινωνίας, το άθροισμα των αγωνιών και των φιλοδοξιών της που εκφράστηκαν σε όνειρα και μύθους […]Με αυτόν τον τρόπο, όλο αυτό που εκδιώκονταν στην παρανομία μπορούσε να ξαναβγεί στο φως της ημέρας σε μεταδοτική μορφή. Οι προφητείες αποτελούσαν μια στιγμή αυτής της επικοινωνίας. Μια υπόγεια ιδέα έβρισκε εκεί την εύγλωττη έκφραση της. Έτσι αποκαταστάθηκε η ενότητα της ζωής ενάντια στην κοινωνική τάξη5.
Ως αντιστροφή των πρακτικών της σύγχρονης ψυχιατρικής, η επανάσταση και η συλλογική εξέγερση ανατρέπουν την προσέγγιση που βασίζεται στο ασυνείδητο του μοναχικού ατόμου, απελπισμένα μόνο με τα δικά του βάσανα:
Ο Φρόιντ θεωρούσε την αγωνία-το άγχος ως καθαρή ατομική τραγωδία, ακόμα κι αν παραδεχόταν ότι ήταν αποτέλεσμα της υπάρχουσας κοινωνίας. Μπόρεσε να θέσει το πρόβλημα με αυτόν τον τρόπο δεδομένου ότι το άτομο ζούσε σε μια κοινωνία χωρίς επικοινωνία. Η αγωνία και η νεύρωση δεν δείχνουν άλλο από την απουσία επικοινωνίας στην οποία βυθίζεται ο καθείς. βρισκόμαστε λοιπόν αντιμέτωποι με την τραγωδία μιας απάνθρωπης κοινωνίας, κάτι που δεν είπε ο Freud. Για αυτόν, η αγωνία και η νεύρωση είναι μια ατομική υπόθεση που δεν θέτει κανένα κοινωνικό ερώτημα. Με τους προφήτες η αγωνία αποκτούσε μια ιστορική λειτουργία-καθήκον-ρόλο-σκοπό-ευθύνη, ερχόμενη να βιώνεται ως μια κοινωνική και συλλογική τραγωδία.
Ο ενθουσιασμός των millennialists βασίστηκε λοιπόν σε μια κοινή εμπειρία της οποίας το νόημα είχαν κατακτήσει. Είχαν αυτοπεποίθηση, ήταν σίγουροι για τον εαυτό τους. Γι’ αυτό τους κατηγορούν με τρόπο επιφανειακό οι ιστορικοί – μη μπορώντας να δουν τι καθόρισε μια τέτοια βεβαιότητα6!
Ωστόσο, εκείνη την άμεση και επίγεια πραγματοποίηση της ατομικής και συλλογικής ευτυχίας συνεχίσαμε να βλέπουμε στους αγώνες, από το Mirafiori στη Valsusa, από το Corso Traiano στο Seattle, από τα γκέτο του Ντιτρόιτ και του Λος Άντζελες στις φλόγες στα κατεχόμενα πανεπιστήμια και το Radio Alice-Ράδιο Αλίκη και, γιατί όχι, στην πορτογαλική επανάσταση των γαρυφάλλων και, ακόμη, σε πολλές μάχες που χαρακτηρίζονται επιφανειακά ως «του δρόμου». Όλες σύντομες, αλλά αξέχαστες στιγμές μιας αιωνιότητας που βιώνεται από κοινού που συνεχίζει να εκδηλώνεται σε κάθε γωνιά του κόσμου, παντού όπου το αίτημα για ευτυχία και δικαιοσύνη οπλίζεται με το απαραίτητο θάρρος και επιθυμία.
Ένα βιβλίο για να διαβαστεί με μια αναπνοή και να το διατηρήσουμε στη μνήμη, και ενδεχομένως στη βιβλιοθήκη, για πάντα.
- Σχετικά με τη σύνδεση μεταξύ τηςΑποκάλυψης και των κινημάτων διαμαρτυρίας ή των εξεγερτικών κοινωνικών κινημάτων, δείτε επίσης N. Cohn, I fanatici dell’Apocalisse, Edizioni di Comunità, Milano 1965 και R. Gobbi, I figli dell’Apocalisse, Rizzoli, Milano 1993.
- Για όσους επιθυμούν να μάθουν περισσότερα για αυτόν τον σχηματισμό μαχητικής-στρατευμένης πολιτικής δράσης, θυμίζουμε εδώ ένα άλλο κείμενο που παρήγαγε ο ίδιος: Os Cangaceiros, Un crimine chiamato libertà, edizioni NN/l’arrembaggio, Trieste- Torino – Catania 2003.
- Balsamini, Πρόλογος στον Yves Delhoysie, Georges Lapierre, L’incendio millenarista tra apocalisse e rivoluzione, Malamente/Tabor, Urbino-Valsusa 2024, σελ. 10-11.
- Ibidem, p. 531.
- Ivi, σ. 532.
- ibid, σ.533.
Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος carmillaonline