Η είδηση του θανάτου του Παύλου Χατζηπαυλίδη μοιάζει με κεραυνό εν αιθρία! Ο Παύλος έδινε άνιση μάχη με τον καρκίνο για 5 ολόκληρα χρόνια. Ελάχιστοι άνθρωποι τον γνώριζαν! Νοσηλεύονταν -το τελευταίο διάστημα- σε νοσοκομείο των Αθηνών, όπου νωρίτερα σήμερα το απόγευμα άφησε την τελευταία του πνοή. Για την ιστορία του Παύλου Χατζηπαυλίδη δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Πρώτο Θέμα» το 2015 ένα αναλυτικό κείμενο, που αναφέρει τα εξής:
«Ο ιδιοκτήτης της γνωστής πλέον σε όλη την Ελλάδα αλυσίδας γυναικείας ένδυσης Pink Woman με τα 84 καταστήματα, τους 500 εργαζομένους, τους τζίρους των 35 εκατ. ευρώ και τις διεθνείς συνεργασίες, Παύλος Χατζηπαυλίδης, θα πίστευε κανείς πως έζησε μια ολόκληρη ζωή στο εξωτερικό.
Οι μοντέρνες σειρές που παρουσιάζει η εταιρεία του και η υψηλή στυλιστική του αίσθηση και λογική αυτό αποδεικνύουν. Παρά ταύτα, ακολουθώντας από ένστικτο την πορεία ζωής του μοναδικού ανθρώπου που θαυμάζει, του δημιουργού της Zara Αμάνθιο Ορτέγκα, πέτυχε να δημιουργήσει τη δική του πρωτοποριακή εταιρεία και για πρώτη φορά επιλέγει να μιλήσει για την επιχειρηματική διαδρομή της ζωής του.
Άνθρωπος δημιουργικός, δεν αρέσκεται στη δημοσιότητα, καθώς έχει επιλέξει να μιλά μέσα από τα ρούχα και τη δουλειά του. Ωστόσο ο ίδιος, σε περίοδο κρίσης, θέλει να μιλήσει για τη δική του διαδρομή μήπως και βοηθήσει να γίνουν πραγματικότητα τα όνειρα χιλιάδων νέων που θέλουν να πετύχουν «κάτι» στη ζωή τους, όμως ο φόβος τούς εμποδίζει.
«Ακομπλεξάριστος, ο κ. Χατζηπαυλίδης δεν διστάζει να εξυμνήσει τον βασικό του ανταγωνιστή στη χώρα μας και να διατρανώσει πως από αυτόν έμαθε. Γιος εργάτη του σιδηροδρόμου στην Ισπανία, ο Αμάνθιο Ορτέγκα ξεκίνησε να δουλεύει ως κλητήρας σε κατάστημα ρούχων της μακρινής από το ισπανικό κέντρο πόλης, Λα Κορούνια.
Μετά δημιούργησε την περίφημη Zara. Γιος μεταφορέα και γαζώτριας από τη Δράμα, ο κ. Χατζηπαυλίδης δημιούργησε την κορυφαία αυτή τη στιγμή ελληνική εταιρεία παραγωγής και εμπορίας γυναικείων ενδυμάτων Pink Woman, έχοντας ως έδρα τη μακρινή από το αθηναϊκό κατεστημένο πόλη της Καβάλας.
Αυτή ήταν η δική του απάντηση σε όσους έβλεπαν την ελληνική περιφέρεια ως κάτι δεύτερο, κάτι παρακατιανό. Για να τους αποστομώσει δημιούργησε μια εξελιγμένη -ακόμα και από μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις- εταιρεία, η οποία αυτή τη στιγμή έχει ως βασικούς ανταγωνιστές τη Zara και την Η&Μ.
«Γεννήθηκα το 1964 και μεγάλωσα σε ένα χωριό της Δράμας από οικογένεια βιοπαλαιστών. Ξεκίνησα επαγγελματικά από την Καβάλα, έχοντας από μικρός το μικρόβιο της επιχειρηματικότητας», εξιστορεί ο επιχειρηματίας. «Η πρώτη μου δουλειά ήταν υπάλληλος σε fast food και σε λιγότερο από έναν χρόνο απόκτησα την ιδιοκτησία του καταστήματος.
Έψαχνα, ξέρετε, να βρω ευκαιρία να φύγω από το χωριό μου. Η ζωή εκεί ήταν χωρίς επιλογές. Θυμάμαι να πηγαίνω σχολείο και μετά πάντα να εργάζομαι, από πολύ μικρός. Έτσι, λοιπόν, από νωρίς είχα κάνει οικονομίες και μόλις έμαθα τη δουλειά με τη βοήθεια του ιδιοκτήτη του fast food που είχε οικονομική επιφάνεια, καθώς ήταν και αντιπρόσωπος αυτοκινήτων, αγόρασα το κατάστημα.
Δεν δέχτηκα όμως να μου το παραχωρήσει όπως αρχικά ήθελε. Οι χάρες δεν μου αρέσουν. Προτιμώ τον αγώνα. Με τις οικονομίες μου λοιπόν αγόρασα το 60% του καταστήματος και το υπόλοιπο 40% ήταν βοήθεια από τέσσερις προμηθευτές που με στήριξαν, καθώς κατάλαβαν το μεράκι μου. Πίστεψαν σε μένα και εγώ τους γύρισα πίσω τα χρήματα, με κέρδος μάλιστα για τους ίδιους», αναφέρει.
Επειδή το μαγαζί ήταν απέναντι από το ΚΤΕΛ στο λιμάνι για τα πλοία προς Θάσο, ο κ. Χατζηπαυλίδης πετυχαίνει απίστευτη κερδοφορία. Δύο χρόνια αργότερα και αφού ολοκλήρωσε τους στόχους του μετά από σκληρή δουλειά, αποφασίζει να πουλήσει τη συγκεκριμένη επιχείρηση.
Χρησιμοποιώντας το κεφάλαιο για τα πρώτα του βήματα στον κλάδο της ένδυσης ανοίγει το πρώτο του κατάστημα, πάντα στην Καβάλα. Η ενασχόλησή του με τον κλάδο ανδρικής ένδυσης ήταν ένα μεράκι και έτσι ξεκίνησε ντύνοντας άνδρες. Πολύ σύντομα όμως κατάλαβε ότι θα είχε καλύτερα αποτελέσματα αν ασχολούνταν με τη γυναικεία ένδυση.
Και αυτό έκανε. «Ηρωάς μου τα τότε χρόνια ήταν ο Ορτέγκα των Ζαra. Ξυπνούσα και κοιμόμουν με το όνομά του. Πήγαινα στη Μαδρίτη και έπρεπε να μείνω 12 ώρες στα μαγαζιά του. Επί πέντε χρόνια έκανα συνεχώς ”διάβασμα” των μαγαζιών του. Από την κρεμάστρα και τα σταντ έως όλες τις λεπτομέρειες.
Ήθελα να κάνω κάτι παρόμοιο στην Ελλάδα μέσα από όρους ποιότητας και βάζοντας την ελληνική ματιά στα πράγματα. Οι Ελληνες έχουμε γούστο και μεράκι. Μπορούμε λοιπόν να ανταγωνιστούμε όποιον θέλουμε, αρκεί να προσηλωθούμε στον στόχο μας», τονίζει.
Από το 1998 έως το 2003 ο κ. Χατζηπαυλίδης δημιουργεί με επιτυχία καταστήματα επώνυμων προϊόντων ένδυσης σε όλη την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη. Επρόκειτο για διαχείριση γνωστών διεθνών φιρμών ένδυσης με αμιγώς εμπορικό προσανατολισμό.
Σύντομα όμως αυτό θα αλλάξει και ο επιχειρηματίας από τη Δράμα θα προσανατολιστεί και στην παραγωγή. Το 2004 και ενώ σταδιακά η χώρα εισερχόταν σε κύκλο προβλημάτων, ο ίδιος έχοντας επιτύχει να διατηρεί ένα σημαντικό δίκτυο καταστημάτων αποφασίζει να δημιουργήσει τη δική του κολεξιόν, και έτσι ιδρύει την Pink Woman.
Ξεκινά αρχικά με έξι σημεία λιανικής πώλησης. Το σχεδιαστήριο απαρτιζόταν από δύο μόνο σχεδιαστές και η παραγωγή γινόταν σε ένα μικρό εργοστάσιο στην περιοχή Νικήσιανη Παγγαίου, που στελεχωνόταν με 30 γαζώτριες. Στη συνέχεια ήρθαν συνεργασίες με προμηθευτές-κατασκευαστές από χώρες του εξωτερικού (Ιταλία, Τουρκία, Κίνα, Μπανγκλαντές, Ινδία, Βιετνάμ, Μαρόκο).
Όλα αυτά ο κ. Χατζηπαυλίδης τα έκανε με μηδενικό δανεισμό, όταν ο ανταγωνισμός του έψαχνε τρόπο να ξεφορτωθεί κόκκινα δάνεια που τώρα τον στραγγαλίζουν. «Θα ήμουν πιο πλούσιος σε επίπεδο ατομικής περιουσίας αν δεν επένδυα διαρκώς τα κέρδη της εταιρείας. Εγώ όμως γι’ αυτό το πράγμα ζω: για να δημιουργώ.
Έτσι όλα αυτά τα χρόνια που η Pink Woman είναι κερδοφόρα διαρκώς, επιλέγω να αναπτύσσω την εταιρεία και να μη μεγαλώνω τον αριθμό των σπιτιών ή των αυτοκινήτων μου», αναφέρει χαρακτηριστικά. Όλοι μου οι ανταγωνιστές ήταν προβληματισμένοι για ποιον λόγο δεν έφευγα από την Καβάλα. Εγώ όμως εκεί είχα τους φίλους, τη ζωή και τον κύκλο μου.
Οι λόγοι παραμονής της έδρας μας στην Καβάλα είναι συναισθηματικοί. Εκεί μεγάλωσα επαγγελματικά, ο κόσμος της Καβάλας με στήριξε και συνεχίζει να με στηρίζει και σήμερα. Αγωνίζομαι για τη διατήρηση των υπαρχουσών θέσεων εργασίας, καθώς και για τη δημιουργία νέων.
Με αυτό τον τρόπο δίνουμε ανάσα ζωής στην τοπική και κατ’ επέκταση στην ελληνική οικονομία. Γι’ αυτό, άλλωστε, μόνο η διοίκηση της εταιρείας έχει μετεγκατασταθεί στην Αθήνα τα τελευταία δύο χρόνια. Εκεί έχω εργαζομένους από 15 ετών. Δεν μπορώ να τους πουλήσω.
Αναγκαστικά λοιπόν μοιράζω τον χρόνο μου μεταξύ Αθήνας – Καβάλας, καθώς είχαμε πιάσει οροφή. Ή θα έκανα συρρίκνωση για να μείνω Καβάλα ή θα έπρεπε να κατέβω Αθήνα και να αναπτύξω την εταιρεία. Και τελικά κατέβηκα», καταλήγει κ. Χατζηπαυλίδης.