Γράφει ο Μιχάλης Μαλαμίδης
Σε προηγούμενο σημείωμά μας αναφερθήκαμε στα συμπεράσματα της Κομισιόν και του ΟΟΣΑ για την ελληνική εκπαίδευση. Υποσχεθήκαμε ότι θα καταθέσουμε κάποιες προτάσεις, πώς λόγου χάριν αντιλαμβανόμαστε το νέο σχολείο.
Την πάσα μας έδωσε ο νέος υπουργός Παιδείας, ο οποίος, φαντάζομαι, θορυβήθηκε από τα αποτελέσματα των ερευνών της Κομισιόν και του ΟΟΣΑ και εξήγγειλε νέα «επαναστατικά» μέτρα για την εκπαίδευση. Ας το επιχειρήσουμε λοιπόν.
Όλοι μας, χρόνια τώρα, επιζητούσαμε ένα σύγχρονο σχολείο. Ένα σχολείο δημιουργικό που θα συνεγείρει, θα κινητοποιεί και δεν θα αναπαράγει το υπάρχον, αλλά θα το υπερβαίνει και θα δίνει στην κοινωνία τον δημιουργικό άνθρωπο, τον καλλιεργημένο, τον ελεύθερο, ο οποίος θα βρίσκει τη χαρά και το νόημα της ζωής του μέσα από την ικανοποίηση της δημιουργίας. Αυτό, λοιπόν, το όραμα του δημιουργικού σχολείου, κατά την άποψή μας, πρέπει να έχει τα εξής χαρακτηριστικά:
Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η σημερινή καθώς και η διαρκώς εξελισσόμενη προοπτική του μέλλοντος και οι προκλήσεις του, μας επιβάλλουν να στρέψουμε την προσοχή μας στο δίπολο Παιδεία-Εκπαίδευση. Με δεδομένο ότι σήμερα καμία κοινωνία και κανένας ειδικός δε μπορεί να προβλέψει το τι μέλλει γενέσθαι όχι στο απώτερο, αλλά ούτε και στο εγγύς μέλλον, και με υπαρκτές τις απειλητικά ραγδαίες εξελίξεις στην τεχνολογία, αλλάζουν δραματικά και οι έννοιες Παιδεία-Εκπαίδευση. Έτσι, στις μέρες μας, δεν ισχύουν πλέον η αρχή της εξειδίκευσης στην αγορά εργασίας, καθώς τη θέση της παίρνει η αρχή της μετατρεψιμότητας της γνώσης. Δηλαδή, της ικανότητας του ατόμου να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των διαρκών μεταβολών.
Αυτό ακριβώς το τελευταίο αποδίδει με ενάργεια ο Murray στο βιβλίο του: «Η αλλαγή προσώπου της πολιτικής στη δεκαετία του 90» με τους όρους Fordism (φορντισμός)- Postfordism (νεοφορντισμός) που σημαίνουν: «αυστηρά εξειδικευμένο κεφαλαιουχικό εξοπλισμό και γιγαντιαία και ιεραρχικά δομημένη επιχείρηση» Fordism και «εφαρμογή τεχνολογίας των υπολογιστών από το σχεδιασμό μέχρι την κατανάλωση και μαζική παραγωγή από μικρότερες μονάδες με μεγάλη ευελιξία» Postfordism.
Τι σημαίνει όμως αυτό για την Παιδεία-Εκπαίδευση; Αυτός ο τρόπος παραγωγής προϋποθέτει/συνεπάγεται και διαφορετικές δεξιότητες και προεπαγγελματική κατάρτιση, πράγμα που αφορά άμεσα το εκπ/κό σύστημα και γίνεται θέμα εκπ/κής πολιτικής. Σε τέτοιο σύστημα παραγωγής σε μία υψηλής τεχνολογίας κοινωνία, ιδιαίτερη σημασία αποκτά η γενική παιδεία/μόρφωση και μία παιδαγωγική διαδικασία που θα στοχεύει στην ανάπτυξη της κριτικής σκέψης.
Με βάση το προηγούμενο χαρακτηριστικό, ερχόμαστε στο δεύτερο, στη διάκριση των μαθημάτων σε Γενικής Παιδείας, σε Υποχρεωτικά και μαθήματα Επιλογής. Με τη διάκριση αυτή, ο μαθητής έχει τη δυνατότητα να ασχοληθεί με ό,τι πλέον τον ευχαριστεί, πέραν των υποχρεωτικών μαθημάτων. Καλλιεργεί τις κλίσεις του και αυξάνει το ενδιαφέρον του. Παύει πλέον το σχολείο να προσφέρει στο μαθητή ό,τι προγραμματίζουν οι μεγάλοι, προσφέρει και αυτό που θέλουν οι μικροί.
Η πιο πάνω διάκριση των μαθημάτων, που υιοθετεί την ειδίκευση με τα μαθήματα επιλογής, αλλά δεν παραγνωρίζει τη γενική μόρφωση με τα μαθήματα γενικής παιδείας, ούτε ξένη είναι ούτε αταίριαστη με την ελληνική πραγματικότητα. Είναι ελληνική και θέλει τον νέο άνθρωπο παράλληλα με το επάγγελμά του να χαίρεται όλα τα αγαθά του πνευματικού πολιτισμού. « Ουκ επί τέχνη ως δημιουργός εσόμενος, αλλά και επί παιδεία, ως τον ιδιώτην και τον ελεύθερον πρέπει». Θα ήταν, λοιπόν, παράλογο, αν ένα εκπαιδευτικό σύστημα είχε σαν σκοπό να ικανοποιήσει μόνον την ανάγκη του ανθρώπου για επιβίωση, σβήνοντας κάθε δίψα για μάθηση. Αν τον ετοίμαζε μόνο για τη μάχη της απασχόλησης άβουλο εκτελεστή «χωρίς λόγο και χωρίς Λόγο», όπως γράφει ο Παπανούτσος, «αν συντελούσε στο μαρασμό κάθε άλλης δημιουργικής δραστηριότητας, που πληρώνει και δικαιώνει την ανθρώπινη ύπαρξη».
Εκεί όμως που τα προβλήματα θα προκύψουν πιο έντονα και οι προτάσεις λύσεων θα υπάρξουν αντίρροπες ή και ανταγωνιστικές, είναι στις επιδιώξεις της παιδείας για επαγγελματική κατάρτιση των μαθητών που αποτελεί το τρίτο χαρακτηριστικό.
Η επαγγελματική κατάρτιση των μαθητών, κατά τον Κ. Δεσποτόπουλο, γεννάει προβλήματα δύσλυτα για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί η τεχνική σήμερα εξελίσσεται ραγδαία και δεύτερον υπάρχει πρόβλημα διαφορισμού της αγοράς εργασίας κατά διάφορες χώρες της Ευρώπης. Δε μπορούμε να φανταστούμε, μετά από δεκαπέντε ή είκοσι χρόνια, ποια θα είναι η αγορά της εργασίας της Ευρώπης, ως προς την κατανομή της στις διάφορες χώρες. Αλλά η παιδεία δεν έχει σκοπό μόνον τον ανθρωπιστικό, ούτε την επαγγελματική κατάρτιση. Η παιδεία είναι ο καίριος τρόπος για την αέναη λύση του κοινωνικού προβλήματος. Δηλαδή σε μια κοινωνία εύρυθμη η ένταξη του κάθε ανθρώπου στο διαφορισμένο σύνολο των εργασιών πρέπει να γίνεται αξιοκρατικά. Η αξία όμως του συγκεκριμένου ανθρώπου να εργαστεί αποδοτικά προσδιορίζεται από τι άλλο; Από την παιδεία του.
Τέλος, ένα άλλο σημαντικό χαρακτηριστικό θα πρέπει να είναι η Ευρωπαϊκή διάσταση στην παιδεία. Το σχολείο, ένα σύγχρονο σχολείο, έχει να κάνει ακόμη πολλά, για να αναγνωρίσει την αξία όλων των πολιτισμών, τη νομιμότητα όλων των θρησκειών, τη γονιμότητα της πολυδιάστατης κριτικής θεώρησης, τη δημιουργικότητα της αμφισβήτησης, το δικαίωμα στη διαφορά. Τα σχολικά προγράμματα πρέπει να προσφέρουν μύριες δυνατότητες για να καλλιεργηθεί ένα τέτοιο πνεύμα. Οφείλουμε να επινοήσουμε ποικίλες δραστηριότητες που να δίνουν ευκαιρία στους νέους να ανακαλύψουν την ιστορία και τον πολιτισμό της Ευρώπης, όπως έχουν αποτυπωθεί στο γεωγραφικό της χώρο, καθώς και τις μακραίωνες ιστορικές καταβολές των ανταλλαγών ανάμεσα στους ευρωπαϊκούς λαούς.
Συμπερασματικά, ένα σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να προσανατολίζεται στο να «εκπαιδεύει την ικανότητα για εκπαίδευση». Είναι σαφές ότι πρέπει να φύγει «ο σοφός άνθρωπος» και φεύγοντας να πάρει μαζί του εκπαιδευτικά συστήματα, σχολεία, βιβλία, μεθόδους διδασκαλίας και μεθόδους παραγωγής. Ο νέος άνθρωπος του 21ου αιώνα πρέπει να είναι ο συνθετικός, ο δημιουργικός, «ο έξυπνος άνθρωπος» που θα διαχειρίζεται την υπάρχουσα γνώση, που μπορεί μέσα από τις άπειρες γνώσεις να συνθέτει και να παράγει μια νέα κοινωνικά χρήσιμη γνώση, που θα τη χρησιμοποιεί και δεν θα χρησιμοποιείται από αυτήν.