Γράφει η Αθηνά Βολτέα
Ο σεβασμός είναι αναπόσπαστο συστατικό της σχέσης μου με τη ζωογόνο νέα γενιά. Αναφέρομαι με ανυπόκριτο σεβασμό στους νέους ανθρώπους γιατί αναγνωρίζω πως βρίσκονται σε ένα κομβικό σημείο της ζωής τους, όπου διαμορφώνουν τη δική τους στάση ζωής, ερωτοτροπώντας με οράματα και αναζητώντας τη δική τους πυξίδα. Αναφέρομαι στους ταξιδευτές αυτούς που αναζητούν αμήχανα τους καθοδηγητές τους στην πορεία προς την ολοκλήρωση ως ενήλικοι πολίτες, που βρίσκονται σε εκείνο το σταυροδρόμι όπου ερεθίσματα σχηματοποιούνται και παγιώνονται σε: θέσεις, απόψεις, «πιστεύω».
Aναφέρομαι στους Νέους που νομοτελειακά θα επωμιστούν με το βαρύ και ιερό καθήκον της συνέχισης της κοινωνίας, του κράτους, της υπεράσπισής του, της εύρυθμης λειτουργίας του και της διαύγειάς του, και που θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στην πορεία του για τις ερχόμενες δεκαετίες.
Σε αυτή τη σημαντική διαδρομή τους, έχοντας άσβεστη την παρόρμηση, άλλοτε εξυψώνουν, άλλοτε υμνούν, άλλοτε γοητεύονται, ποθούν, αποδέχονται αλλά και άλλοτε απαξιώνουν, αφορίζουν «πιστεύω», «αξίες» θεσμούς, πρόσωπα και ιδέες. Με πρωτεύοντα εφόδιά τους, αυτά που τους παρέχουν οι «δάσκαλοί» τους. Δηλαδή το σπίτι, το σχολείο, ο κοινωνικός περίγυρος, ο πολιτικός λόγος και η πολιτική πρακτική. Ρουφούν τα δεδομένα που τους προσφέρονται προσπαθώντας να κατανοήσουν δομές, λειτουργίες, κώδικες και κανόνες.
Αν εμείς οι «δάσκαλο» που συνοδεύουμε τη νεότερη γενιά, τους μαθαίνουμε με αγάπη και αυστηρότητα όρια, δεξιότητες και την ηθική τότε θα σταθούν αυτάρκεις στα πόδια τους. Έτσι, θα γίνουν ικανοί να εντοπίζουν σφάλματα των προκατόχων τους και θα έχουν την ευφυΐα να ανακαλύπτουν λύσεις και πρακτικές εξυγίανσης. Θα διαθέτουν την επιδεξιότητα να στιλβώσουν θαμπωμένες αξίες, πεταμένες σε υγρά υπόγεια για χρόνια. Θα χρησιμοποιήσουν το κατάλληλο διαλυτικό για να απομακρύνουν τη σκουριά και τη δυσάρεστη οσμή από παρωχημένες πρακτικές που διέβρωσαν τον κοινωνικό, πολιτικό και αξιακό τους ιστό. Και ως»ευαίσθητοι αισθητήρες» θα μετατρέπουν δεδομένα σε ενέργειες και πράξεις με αδιαπραγμάτευτο οδηγό πάντα την αυτογνωσία.
Γιατί η αποδοχή του εαυτού τους, με τα καλά και τα στραβά του, όταν τα καταφέρνουν και όταν δεν τα καταφέρνουν, είναι αυτό που θα τους στηρίξει στο να πάρουν τις σωστές αποφάσεις που αφορούν την προσωπική τους αυτοπραγμάτωση. Αυτό βέβαια προϋποθέτει να πάρουν την ευθύνη αυτής της διαδικασίας, γιατί κανείς δεν εγγυάται ότι θα είναι ανώδυνη ή ευχάριστη.
Αν όμως η προσφορά ημών των «δασκάλων» είναι να τους στρέφουμε όλο και περισσότερο έξω από τον εαυτό τους με ψευτοδιλήμματα και αμφιθυμίες, οι ως άνω δεξιότητες μπαίνουν σε ντουλάπι με ξεθυμασμένη ναφθαλίνη. Θα ωριμάσουν οι νέοι μας ηλικιακά έχοντας όμως φοβίες βρέφους.
Για να το συγκεκριμενοποιήσω παραθέτω κάποιες αμφιθυμίες και αντιφάσεις της περιρρέουσας ατμόσφαιρας.
Α . Στα αυτιά των νέων μας περιφέρουμε συνεχώς την άποψη πως το κράτος είναι κλέφτης και για αυτό οφείλουμε- δικαιούμαστε και εμείς να κάνουμε το ίδιο. Την ίδια στιγμή μάς ακούνε να θυμώνουμε όταν οι «ΑΛΛΟΙ» δεν πληρώνουν τους φόρους που τους αναλογούν. (Τους διδάσκουμε τελικά να μην αγαπούν το Κράτος τους. Έτσι όμως δεν εξασθενίζουμε ανεπιστρεπτί τη δυνατότητα εξυγίανσής του;)
Β. Ακούνε οι νεαροί πολίτες να βγάζουμε πύρινους λόγους υπέρ της αξιοκρατίας όμως, με την παραμικρή ευκαιρία μάς παρακολουθούν να παρακάμπτουμε λίστες, συναδέλφους, συνανθρώπους για να ευνοηθούμε εμείς οι ίδιοι. (Μήπως έτσι καθίσταται η αξιοκρατία στο υποσυνείδητό τους έννοια ελαστική που πάντα κλείνει επιλεκτικά το μάτι σε εμάς; ).
Γ. Αντιμετωπίζουμε την κρατική μηχανή σαν φαύλη, ειδεχθή, ελεεινή, εχθρική αλλά συγχρόνως σαν πολύφερνη νύφη που αποζητάμε διακαώς την εύνοιά της.
Δ. Λάβροι εναντίον των πολιτικών που διόριζαν στο δημόσιο ενώ αν κοιτάξουμε στον καθρέφτη ίσως αναγνωρίσουμε εμάς τους ίδιους και ίσως παραδεχτούμε πως διαιωνίζουμε ακούσια ή εκούσια αυτήν την κατάσταση.
Ε. Εκφράζουμε μίσος και απαξία για κράτη και λαούς και συγχρόνως εκφράζουμε το ζηλευτό μέγεθος της αξιοκρατίας που εφαρμόζουν αυτοί «οι επάρατοι».
ΣΤ. Μπολιάζουμε τους νέους με τη χλεύη εναντίον των «επάρατων», όμως είμαστε ευτυχείς όταν διαπρέπουν δικοί μας άνθρωποι εκεί, στη χώρα τους. ( Έτσι όμως δεν τους στερούμε την δυνατότητα ουσιαστικής ζύμωσης με άλλους πολιτισμούς;)
Ζ. Εκφραζόμαστε με έντονη διχαστική διάθεση παίρνοντας ρόλο στομφώδους κήνσορα για καταστάσεις που δε βιώνουμε οι ίδιοι: οι δημόσιοι υπάλληλοι για τους ελεύθερους επαγγελματίες, οι ιδιώτες για τους δημοσίους υπαλλήλους, οι ανίδεοι στα οικονομικά για τα οικονομικά, οι μη έχοντες για τους έχοντες, οι έχοντες για τους μη έχοντες …(καλλιεργείται φθόνος και μίσος για συγκεκριμένες ομάδες ή άτομα. Γιατί άραγε; Για να καλυφθούν ανικανότητες, αδικήματα, εμμονές ή έλλειμμα αυτογνωσίας;)
Η. Ξοδεύουμε αλόγιστα τη δύναμή μας σε αγιοποιήσεις και δαιμονοποιήσεις αντί να διοχετεύουμε την ενέργειά μας σε δράσεις υγιούς αποκατάστασης αξιοκρατίας και νομιμότητας. (Μα, με αυτόν τον τρόπο δεν αυξάνουμε την κοινωνική και πολιτική μας εντροπία που ισοδυναμεί με παύση της εξέλιξης;)
Θ. Περιφέρουμε ασάφειες για τις εννοιολογικές διαφορές μεταξύ ίδιου και ίσου, στήριξης και ελεημοσύνης, κριτικής και συκοφαντίας, κριτικής και λασπολογίας, δύναμης και υπεροψίας, δύναμης και λεκτικού αλυχτίσματος. ……….
Θα ήταν όμως κατάφωρα άδικο αν δε μνημόνευα πως εμείς ως γονείς δίνουμε πολλά στα παιδιά μας. Ό,τι υλικό και ψυχικό απόθεμα διαθέτουμε τούς το παρέχουμε απλόχερα, ανόθευτα, αβίαστα και με πολύ συναίσθημα. Μόνο που τώρα πλέον δεν αρκεί. Οι δεξιότητες που πρέπει να αναπτύξουν τα παιδιά μας για να προχωρήσουν με θετικό πρόσημο την κατάσταση που τούς παραδίδουμε, είναι ειδικού καιρού.
Δε βοηθούν τα γκρίζα, στενάχωρα, γκρινιάρικα παραμύθια. Ούτε οι χαρισματικοί ταγοί με «το αλάθητο του Πάπα» στο ένα χέρι σφιχτά αγκιστρωμένο και κοινότοπες δικαιολογίες αυτοσυγχώρεσης στο άλλο. Δεν είναι χρήσιμοι οι ακκιζόμενοι «δάσκαλοι» που χτίζουν καριέρες παρουσιάζοντας στους νέους το δώρο της ΖΩΗΣ σαν βάρος αβάσταχτο, απεχθές και οδυνηρό, την ευδαιμονία κακιά αρρώστια, την ευτυχία άπιαστο όνειρο και την επιδίωξή της αιτία αυτομαστιγώματος. Σε τι βοηθούν αυτοί οι κακορίζικοι που αποδομούν την πλειοψηφία της γενιάς των πατεράδων τους και τους κατευθύνουν στην ύβρη να βλασφημούν τους γονείς τους αντί να τους δείξουν με συνέπεια το δρόμο της υγιούς δράσης και όχι της παθητικής μοιρολατρίας;
Όταν εισακούονται αυτοί που χαϊδεύουν την παιδικότητα και καλλιεργούν φόβο, μίσος και ενοχές τότε εκπαιδεύεται ο άνθρωπος στο να γίνει δυνάστης. Αιτία είναι η δημιουργία στρέβλωσης πάνω στη βασική έννοια της ύπαρξής του, που είναι η αγάπη. Δηλαδή, «αγάπη είναι να κάνουν οι άλλοι αυτό που θέλω εγώ. Και αν θέλω να αγαπηθώ θα πρέπει να κάνω αυτό που θέλουν, πιστεύουν οι άλλοι. Ειδάλλως θα είμαι ανεπιθύμητος, παρίας, εχθρός». Έτσι γίνεται ανελεύθερος, υποταγμένος, ενώ βαυκαλίζεται πως είναι επαναστατημένος, παλεύοντας με ανεμόμυλους, φαύλους κύκλους και στόχους τρίτων. Αλλά το κυριότερο, δύσκολα θα βρει τον πραγματικό του εαυτό, τη δική του δύναμη. Γιατί ζώντας σε κατάσταση κοινωνικής ομογενοποίησης οι ανισότητες μεν μπορεί να αμβλύνονται, αφανίζονται όμως οι διαδικασίες εξέλιξης και εγκαθίσταται μια χορταριασμένη αποχαύνωση.
Μπορεί να καταγράφω τη συμβολή (θετική ή αρνητική) παραγόντων στη διαμόρφωση πολιτών αλλά θέλω να ελπίζω πως πάντα στο τέλος θα υπερισχύουν αυτοί οι «δάσκαλοι» που μαθαίνουν στους μαθητές τους να αξιοποιούν τον πόνο, να αποδέχονται τα συναισθήματά τους, να αποφεύγουν ό,τι τους κάνει κακό, να κινούνται με επίγνωση σε ό,τι τους ενδυναμώνει προς τη ζωή και την ελευθερία τους, να αφήνουν πίσω τους εξαρτήσεις που τους κρατούν ανίσχυρους, μικρούς, καθηλωμένους και να αναλαμβάνουν ευθύνες που θα τους κάνουν δυνατούς, αυτάρκεις και ενήλικες.
Η σοδειά στο μέλλον θα δείξει το σπόρο που σπείραμε εμείς ως γονείς, ως δάσκαλοι, ως πολίτες, ως πολιτικοί. Θα δείξει τη συμβολή μας στην εξέλιξη της επερχόμενης γενιάς, όπως θα αναδείξει και την εξέλιξη του καθενός μας. Μιας και αυτό που έχουμε να διαχειριστούμε στην πορεία της ζωής μας είναι ο «χώρος» που μας δίνεται σε σχέση με τον «χρόνο». Και αυτό είναι μετρήσιμο.
[Στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια
Και του μιλούσανε για Δράκους και για το πιστό σκυλί
Για τα ταξίδια της Πεντάμορφης και για τον άγριο λύκο
Μα στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια
Τώρα, τα βράδια, κάθομαι και του μιλώ
Λέω το σκύλο σκύλο, το λύκο λύκο, το σκοτάδι σκοτάδι,
Α, φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά Μ. ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ.]