Εξερεύνησε το βάθος και τη δύναμη των λέξεων όπως λίγοι άλλοι, συνοδεύοντας τες συχνά με μια αυθάδη χρήση των σημείων στίξης.
Ζούμε σε έναν τόπο, αλλά κατοικούμε σε μια ανάμνηση, έλεγε ο Σαραμάγκου, ο οποίος στην ομιλία για το βραβείο Νόμπελ που έλαβε το 1998 θυμήθηκε πώς η πιο σοφή γυναίκα και ο άντρας που είχε γνωρίσει, οι παππούδες του, δεν ήξεραν ούτε να διαβάζουν ούτε να γράφουν. Η σοφία ζει στους ανθρώπους που ξέρουν πώς να δίνουν στη ζωή τους ένα νόημα και μια σημασία, και ξέρουν πώς να τη μεταδίδουν ως μια κληρονομιά που δεν χάνεται ποτέ, γράφει σήμερα η Emilia De Rienzo.
Και στα λόγια του αρπαζόμαστε με όλες μας τις δυνάμεις στην αρχή της νέας χρονιάς. Ναι, μπορούμε καθημερινά να μάθουμε πολλά ακούγοντας αληθινές ιστορίες τόσων ανθρώπων, κυρίως αόρατων, αλλά όχι ασήμαντων γι’ αυτό. Με αυτή την έννοια είναι αλήθεια, εμείς ζούμε μέσα σε μια μνήμη. Όσοι επιμένουν στη δημιουργία νέων κόσμων δεν μπορούν να το ξεχάσουν αυτό. Ευτυχισμένο το 2022 από τους συντάκτες της Comune (των δέκα χρόνων της Comune – wow! – θα μιλήσουμε τις επόμενες εβδομάδες)
Ο José Saramago γεννιέται το 1922 στην Azinhaga, ένα μικρό χωριό στην Πορτογαλία από μια οικογένεια αγροτών. Μετακόμισε στη Λισαβόνα σε ηλικία δύο ετών, αν και επέστρεφε συχνά και για μεγάλα χρονικά διαστήματα στους παππούδες και γιαγιάδες από πλευράς της μητέρας του, στην περιοχή όπου γεννήθηκε. Ήταν μια κοινή οικογένεια η δική του που δούλευε στην ύπαιθρο, ήταν ακτήμονες, αγράμματοι αγρότες. Ο παππούς του από τον πατέρα του μεγάλωνε γουρούνια, βοοειδή και είναι στην Azinhaga που λέει ότι πέρασε τις καλύτερες στιγμές της ζωής του.
Έτσι ξεκινά η ομιλία του για το βραβείο Νόμπελ που έλαβε το 1998:
Ο πιο σοφός άντρας που γνώρισα στη ζωή μου δεν ήξερε ούτε να διαβάζει ούτε να γράφει… Αυτό που οφείλω στους παππούδες μου είναι ανεκτίμητο. Δεν ήταν άνθρωποι διανοούμενοι, η γιαγιά και ο παππούς μου. Ήξεραν τι πρέπει να ξέρουν για να φτιάξουν τη ζωή τους. Όταν έλαβα το βραβείο Νόμπελ στη Στοκχόλμη, σκέφτηκα ότι ήταν ηθική μου υποχρέωση να θυμάμαι αυτούς τους δύο ανθρώπους. Αν δεν μιλούσα γι’ αυτούς όπως μιλώ, θα είχαν ήδη εξαφανιστεί από τη μνήμη όλων των ανθρώπων. Μου δίνει μια κάποια χαρά να κάνω έτσι ώστε η ζωή τους να μπορεί να παραταθεί.
Μιλώντας για τη γιαγιά Σαραμάγκου, μεταξύ άλλων, γράφει:
Καθισμένη στο κατώφλι της ανοιχτής πόρτας την έναστρη και απέραντη νύχτα, για τον ουρανό της οποίας δεν ξέρεις τίποτα και στον οποίο δεν θα ταξιδέψεις ποτέ, στη σιωπή των χωραφιών και των έκπληκτων δέντρων, λες με την ήρεμη γαλήνη σου των ενενήντα χρόνων και τη φωτιά της εφηβείας που δεν έχασες ποτέ: «Ο κόσμος είναι τόσο όμορφος, κι εγώ λυπάμαι τόσο πολύ που θα πεθάνω”.
Αναμνήσεις αυτές που δεν θα εγκαταλείψουν ποτέ τον συγγραφέα ο οποίος κάνει μια διάκριση μεταξύ του ρήματος «ζω εκεί» και «κατοικώ».
Η Πορτογαλία –λέει- είναι η χώρα στην οποία ζω, αλλά μόνο στη μνήμη κατοικείς αληθινά. Ζω στη Λισαβόνα, αλλά η Λισαβόνα της μνήμης μου είναι μια άλλη. Δεν είναι αυτή του σήμερα, του χθες ή έστω του περασμένου έτους, έχει σε μεγάλο βαθμό εξαφανιστεί, μπορεί να ζει μόνο στην ανάμνηση της. Ζούμε σε έναν τόπο αλλά κατοικούμε σε μια ανάμνηση.
Παρόμοιες σκέψεις έκανα κι εγώ, όταν επιστρέφοντας στα μέρη που έζησα τα νιάτα μου, συνειδητοποίησα ότι δεν τα αναγνώριζα παρά μόνο αντλώντας από τις αναμνήσεις που ήταν αποθηκευμένες στη μνήμη μου. Έτσι για τα μέρη, το ίδιο για τους ανθρώπους. Και ήμουν πάντα πεπεισμένος ότι η σοφία δεν ανήκει απαραιτήτως σε αυτούς που έχουν μια μεγάλη κουλτούρα, η σοφία ζει στους ανθρώπους που ξέρουν πώς να δίνουν στη ζωή τους ένα νόημα και μια σημασία, και ξέρουν πώς να τη μεταδώσουν ως μια κληρονομιά που δεν χάνεται ποτέ . Έμαθα πολλά, πάρα πολλά ακούγοντας αληθινές ιστορίες πολλών ανθρώπων, κυρίως αόρατων, αλλά όχι γι’ αυτό ασήμαντων.
Με αυτή την έννοια, ναι είναι αλήθεια, εμείς ζούμε σε μια ανάμνηση.
Η Emilia De Rienzo, είναι δασκάλα comune info
Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος