ΚΑΒΆΛΑ ΜΆΝΑ ΜΟΥ:
Στου Άη Νικόλα τα στενά
άνθρωποι τριγυρίζουν,
πηγαίνουν – έρχονται συχνά
κι’ ανέμελοι σφυρίζουν.
Άλλοι πηγαίνουν στα καφέ
και άλλοι στην ταβέρνα,
πληρώνουν πάντα ρεφενέ
ακούγοντας λατέρνα.
ΡΕΦΡΈΝ:
Καβάλα μάνα μου, με τα σοκάκια
και τα λιθόστρωτα στενά δρομάκια,
όλους τους άνθρωπους έχεις μαγέψει
και την καρδούλα τους, την έχεις κλέψει,
είσαι πανέμορφη, ποιος να σ’ αντέξει.
Βλέπω τον φάρο εκεί ψηλά
κοντά στην εκκλησία,
φωτίζει μέχρι χαμηλά
να βλέπουνε τα πλοία.
Στου κάστρου τις ανηφοριές
πηγαίνει το τρενάκι,
κοιτώ παντού κληματαριές
και ένα θεατράκι.