Σωτήριο έτος 1950, 15 Ιουλίου ημέρα Σάββατο. Οι υψηλές θερμοκρασίες των τελευταίων ημερών επηρέασαν την επεξεργασία των καπνών και υπήρχε κίνδυνος να υποστούν ζημιά οι καπνέμποροι.
Τα σαλόνια όπου γίνονταν η επεξεργασία, φούρνοι θανάτου με την απόδοση των εργατριών να πέσει κάθετα και τις λιποθυμίες αναπόφευκτές. Οι καπνέμποροι αποφάσισαν να σταματήσει η εργασία στις 12.00 το μεσημέρι και να χαριστεί το απογευματινό κομμάτι της.
Η γειτονιά μας γέμισε ζωή. Οι περισσότεροι κατέβηκαν στην θάλασσα. Η παραλία μας δεν έχει άμμο, έχει όμως φιλόξενες πέτρινες πλάκες για να ξαπλώσεις και να στεγνώσεις. Η ηλιοθεραπεία δεν είχε ανακαλυφθεί ακόμη για εμάς.
Από τη Πλάκα μέχρι τα κοριτσίστικά ο χώρος γέμισε κόσμο. Οι ξεχωριστοί χώροι για άνδρες και γυναίκες είχαν καταργηθεί και τα μπεν μιξ είχαν πια εισβάλει στην ζωή. Στην παραλία μας όμως τα παλιά τοπωνύμια παρέμεναν και οι μεγάλες γυναίκες τα ακολουθούσαν.
Ετσι οι γυναίκες κολυμπούσαν στα κοριτσίστικά που ήταν στην ανατολική ακτή και οι άνδρες πήγαιναν στο Βαθάκι και στην Πλάκα που ήταν Δυτικά. Τα Μαγιό ήταν σπάνιο είδος και όσα υπήρχαν ήταν χειροποίητά που τα έκαναν με μαεστρία οι γυναίκες πλέκοντας τα με μαλλί.
Την ημέρα εκείνη οι καπνεργάτριες που κατέβηκαν στην θάλασσα δεν είχαν μαγιό. Μπήκαν στην θάλασσα με την μαύρη κομπινεζόν αφού έβαλαν από κάτω δύο και τρείς παραμάνες για να αποφύγουν δυσάρεστες αποκαλύψεις που μπορούσε να κάνει το κύμα.
Οι άνδρες έπεσαν με την « σχελέα» η οποία ήταν μακριά μέχρι το γόνατο και αρκετά φαρδιά για να παίρνουν αέρα. Το θέαμα όταν έμπαιναν στο νερό ήταν αρκετά αστείο. Οι κομπινεζόν φούσκωναν στην αρχή από το νερό και το κεφαλάκι της λουόμενης ξεπρόβαλε σαν καρικατούρα.
Η καημένη, προσπαθούσε στην αρχή να μαζέψει τα μαλλιά της και μετά να κατεβάσει την κομπινεζόν στα ασφαλή σημεία. Οι άντρες δεν είχαν πρόβλημα. Σε μερικούς που δεν τους βοηθούσε το σώμα τους και δεν ήξερα να διαχειριστούν την κατάσταση ,εμφανίζονταν στο πίσω μέρος ένα μπαλόνι που σιγά σιγά χάνονταν.
Οι πιτσιρικάδες λιπόσαρκοι αλλά γεμάτοι ζωή βρίσκονταν παντού. Κολυμπούσαμε με αδαμιαία περιβολή δίχως να ντρεπόμαστε αλλά και δεν δημιουργούνταν πρόβλημα αισθησιακό στο περιβάλλον. Ήταν μια κατάσταση αποδεκτή λόγω της γενικότητας και της συνήθειας.
Οι γυναίκες έφευγαν συνήθως πιο γρήγορα από τους άνδρες που παρέμεναν μέχρι αργά. Έπρεπε να ασχοληθούν με τις οικογενειακές φροντίδες με τις οποίες ήταν επιφορτισμένες. Αλλά και να ετοιμάσουν τα σχετικά για το βράδυ.
Τα Σαββατιάτικά καλοκαιρινά βράδια στην γειτονία μου ήταν πανηγύρι. Όλοι τα περίμεναν με λαχτάρα μετά από μια κουραστική και πυρακτωμένη εβδομάδα που πέρασαν στα αφιλόξενα σαλόνια των καπνεργοστασίων, στα γιαπιά και στην αλμύρα της θάλασσας.
Από νωρίς ακόμη κατέβαιναν ομαδών στην θάλασσα για να πιάσουν καλύτερη θέση και να προλάβουν να κάνουν μια βουτιά παραπάνω όσο ο ήλιος ζέσταινε τις πλάκες ακόμη. Η κυρά κρατούσε την κουρελού που θα άπλωναν για να απολαύσουν την δροσιά της θάλασσας και το φτωχικό τους δείπνο που είχε ετοιμαστεί με περισσή φροντίδα.
Την καλαθούνα με τα φαγώσιμα την κρατούσε πάντα ο άνδρας στο δεξί χέρι και στην αριστερή μασχάλη το καρπούζι. Όλες σχεδόν οι παρέες είχαν τα ίδια φαγώσιμα απλά και νόστιμα γιατί είχαν κάποια καρυκεύματα που δεν υπάρχουν πια σήμερα όπως την απλότητα, την συντροφικότητα και την πολύ αγάπη.
Με φορτικότητα και πίεση η μια παρέα έδινε στην άλλη να δοκιμάσει τον δικό της κεφτέ που τον έκανε… και έλεγε η σπιτονοικοκυρά με υπερηφάνεια την συνταγή. Η άλλη πάλι έδινε το σαρμαδάκι της καρφωμένο στο πιρούνι και μπορούσε να γίνει καυγάς αν δεν δέχονταν την προσφορά.
Τα καρπούζια έπλεαν στην θάλασσα για να δροσιστούν μαρκαρισμένα ανάλογα για να μη μπερδευόμασταν. Εμείς οι πιτσιρικάδες είχαμε βρει την χαρά μας. Δεν βγαίναμε από την θάλασσα πριν ανατείλει το φεγγάρι και αυτό γιατί το κρύο ρεύμα που έρχονταν από τα βαθιά μας έκανε να τουρτουρίζουμε και η παραμονή μας μέσα στην θάλασσα ήταν πιά βασανιστική.
Το φεγγάρι έλουζε με ασήμι την θάλασσα και γέμιζε τις ψυχές μας με το αίσθημα εκείνο της ολοκλήρωσής και την εν συναίσθηση του διπλανού μας. Ήταν η τέλεια ψυχική ολοκλήρωση έτσι φτωχικά και απλά. Πολλές φορές σ’ αυτά τα πανηγύρια υπήρχε και μουσική.
Κάποιο από τα αδέλφια Τάτσου κατέβαινε στην παραλία μας με το ακορντεόν του και η γιορτή τελείωνε τις πρώτες πρωινές ώρες. Οι χοροί δεν είχαν τελειωμό. Ξεκινούσαν πρώτα με τα ταγκό οι μεγαλύτεροι και τέλειωναν οι νεότεροι με τα γρήγορα και τα έξαλα.
Αλλά και μουσικό όργανο να μη είχαμε τα τραγούδια της εποχής που τα ξεκινούσε μια παρέα και διαχέονταν σε όλες και γέμιζαν με μουσικούς ήχους την παραλία μας. Έτσι πολεμούσαμε εκείνα τα χρόνια τις ζέστες και τους καύσωνες του καλοκαιριού και η δροσιά που απολαμβάναμε ήταν ονειρική. Τώρα πιά τις απολαμβάνω μόνο στα όνειρά μου.
Παναγιώτης Φώτου