Dark Mode Light Mode

…Και μια γλυκιά κουβέντα

Γράφει ο Χρήστος Τσελεπής

 

Η μεγάλη αίθουσα του ιδρύματος είχε γεμίσει ασφυκτικά. Κι αυτό γιατί εκτός από τους τροφίμους είχαν έρθει και πολλοί συγγενείς και φίλοι τους όλων των ηλικιών. Πριν από την εκδήλωση οι γερόντισσες και οι γέροντες είχαν την ευκαιρία να δουν τα παιδιά τους, ν΄ αγκαλιάσουν τους φίλους και να χαϊδέψουν τα εγγόνια τους, μαζί και κάποια δισέγγονα για μερικούς και μερικές. Η αλήθεια είναι πως οι χήρες περίσσευαν, άγγιζαν το ενενήντα πέντε τοις εκατό. Οι χήροι ήταν πέντε ή έξι, αφού σπανίζουν: χοίρους συναντάς συνήθως κρεμασμένους στα κρεοπωλεία…

Τους το είχε ανακοινώσει η προϊσταμένη από προχτές. Μεθαύριο δεν θα έχει απλώς επισκεπτήριο, αλλά θα συγκεντρωθούν όλοι στην τραπεζαρία και θα περιμένουν εκεί τους δικούς τους. Θα υπάρχουν έτοιμοι μεζέδες, πίτες, γλυκά και πολλά αναψυκτικά και το σπουδαιότερο, θα έρθουν και μουζικάντες για να τους διασκεδάσουν λίγο, μέρα που είναι… Η μουσική και το τραγούδι σου φτιάχνουν τη διάθεση. Άλλοτε σε υποβάλλουν και λειτουργούν ως βάλσαμο στις έγνοιες σου και στις πληγές σου, άλλοτε πάλι σε οδηγούν σε μιαν ευωχία απρόσμενη, σου ανεβάζουν την αδρεναλίνη, σου φτιάχνουνε το κέφι, σε ξεσηκώνουν και σε ρίχνουνε στο χοροστάσι πάνω σε βήματα ατομικά ή ομαδικά και άλλοτε σε σπρώχνουν στη γοητευτική αγκαλιά της δημιουργικότητας και της έμπνευσης. Για να μη μιλήσουμε και για οιστρηλατήσεις και ερωτικές εξάρσεις…

Όλοι οι τρόφιμοι έλαμπαν κυριολεκτικά από χαρά και πάστρα, μπουζάτοι, φρεσκολουσμένοι, με καθαρά σιδερωμένα ρούχα, μοσχοβολούσαν όλοι σαπουνάκι ενισχυμένο με ακριβά μύρα και αρώματα. Σε συνδυασμό με την επιμελημένη καθαριότητα του χώρου, ένιωθε κανείς πως η τραπεζαρία ήταν ένα πραγματικά ακριβό σαλόνι μιας μεγάλης και πλούσιας λέσχης πριν από επίσημη χοροεσπερίδα.

Όταν ήρθαν οι μουζικάντες, όλοι οι παριστάμενοι ξέσπασαν σε χειροκροτήματα. Εκείνοι τους ανταπέδωσαν το χαιρετισμό μ΄ ένα πλατύ χαμόγελο. Ύστερα τοποθέτησαν τη μικροφωνική εγκατάσταση, φροντίζοντας τα ηχεία να καλύπτουν ηχητικά όλη την αίθουσα, ακόμη και για όσα γεροντάκια είχαν προβλήματα ακοής. Ήταν δυο μεσόκοποι άντρες που τους συμπαθούσες με την πρώτη. Ο ένας, ο πιο ηλικιωμένος, δοκίμασε να χορδίσει την ακουστική κιθάρα του, ενώ ο δεύτερος έπαιξε για τον ίδιο σκοπό ένα ταξιμάκι στο οχτάχορδο μπουζούκι του. Αναμφίβολα θα περνούσαν καλά όλοι τους εκείνη τη μέρα, που δεν ήταν καθόλου τυχαία. Ξενόφερτο βέβαια, αλλά το έθιμο ρίζωσε για τα καλά στον τόπο, έστω κι αν οι περισσότεροι Έλληνες είναι από τα γεννοφάσκια τους συνεχώς ερωτευμένοι, έπρεπε ωστόσο να δουλέψουν τα ανθοπωλεία, τα ζαχαροπλαστεία και τα καταστήματα με είδη δώρων, μαζί και κάτι ξεχασμένα συναισθήματα ανθρώπων που τους κούρασε η συνήθεια, η μονοτονία και ο κορεσμός.

Το πρώτο τραγούδι ήταν ακουστικό κι άκρως ερωτικό, τόσο που όλοι οι υπερήλικες παρευρισκόμενοι το σιγοντάριζαν ψιθυριστά και με κλειστά τα βλέφαρα. Ήταν ένα παλιό του Πάριου, που τους θύμισε τα νιάτα τους και τις παλιές αγάπες τους. Στη συνέχεια ήρθαν τα ταγκό και τα βαλσάκια και ήταν ευκαιρία να χορέψουν με τραγούδια του Γούναρη, του Μαρούδα και του Πολυμέρη. Και το καλό ήταν ότι δεν κατέβαιναν από την πίστα. Τους είχε συνεπάρει ο χορός και δεν το έβαλαν κάτω ούτε κι όταν άρχισαν κάτι συρτά και καλαματιανά και κατόπιν κάτι βαριά χασάπικα και κάπως αργά χασαποσέρβικα. Η κατάλληλα διαμορφωμένη πίστα ήταν μόνιμα θαρρείς, χαβιαρωμένη και το κέφι πλημμύριζε τον τόπο, ενώνοντας τα ποτήρια τα χρωματιστά με τα χείλη τα χαμογελαστά.

Εκτός από τις λεμονάδες, τις πορτοκαλάδες, τις βυσσινάδες και τις γκαζόζες, κυκλοφορούσε και λίγο – παράτυπα και ημιπαράνομα ασφαλώς – αλκοόλ, τσίπουρο με ή χωρίς γλυκάνισο αλλά με κρόκο της Κοζάνης και κρασί ρετσινωμένο ή αρετσίνωτο, απαραίτητο για κάποιους γύρω υπάρχοντες μεζέδες, για κάποιους αμετανόητους θεριακλήδες και για τις ειδικές περιστάσεις. Γιατί, όταν αρχίζουν τα ζεϊμπέκικα και τα απτάλικα, δεν έρχεσαι στα μεράκια με νεράκια, θέλει γερά ποτά, για ν΄ ανέβουνε στην πίστα οι γεροντόμαγκες. Ένας παλιός βαρύμαγκας μάλιστα ζήτησε παραγγελιά τον «Πενηντάρη» των Ζαμπέτα – Καγιάντα, διασκευασμένο ως προς τους στίχους από τον ίδιο. Οι δυο δεξιοτέχνες μουσικοί δεν του χαλάσαν το χατίρι. Κι αυτός χόρεψε δωρικά, απλά και τσίφτικα. Κι έδωσε ένα χοντρό χαρτονόμισμα στην ορχήστρα.

 

Ο ογδοντάρης

1

Όταν έπιανες ογδόντα,

σαν παλιός πολεμιστής

πια δεν είχες τα προσόντα

να το παίζεις εραστής.

2

Τώρα όμως στα ογδόντα

παίζεις μπάλα τρομερή

κι έχεις, μάγκα, όλα τα φόντα

ν΄ αγαπάς σαν το παιδί.

R1

Ο ογδοντάρης, ο ογδοντάρης

είν΄ ένας νέος της εποχής,

κυκλοφοράει σαν πενηντάρης,

είναι ωραίος σαν εραστής.

3

Και αν είσαι ογδοντάρης,

είσαι εντός περιοχής,

τρέχεις σαν οχτακοσάρης

και είσαι τέρας αντοχής.

4

Είσαι μάγκας δοκιμασμένος

και γι΄ αυτό δε νιώθεις στρες,

πάντα πολιορκημένος

από μια αγκαλιά μικρές.

R2

Ο ογδοντάρης, ο ενενηντάρης

κι άμα λάχει κι ο κατοστάρης

είναι τερτίπης, είναι κιμπάρης

και αν τον πάρεις, θε να γουστάρεις!

Υ.Γ.: Γιατί, εκτός των άλλων, άλλον Βενιζέλο ήξερε αυτός κι άλλον ξέρεις εσύ…

 

Δεν θέλει και πολύ ο άνθρωπος να βγει από τη μοναξιά του, να μπει σε δρόμους που οδηγούν μακριά από έγνοιες και προβλήματα οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά, ψυχικά, πνευματικά και ηθικά, μακριά από τη δυστυχία που απειλητικά κι αγχωτικά τον περιτριγυρίζει. Και ευτυχώς που υπάρχουνε κι αυτοί οι μουζικάντες που πάνε αφιλοκερδώς και διασκεδάζουν τους καημούς των υπερηλίκων, τους βγάζουνε σεργιάνι σε αγαπημένες λεωφόρους της θύμησης. Τι θέλουνε, θαρρείς, τα γηρατειά: ένα χαμόγελο, ένα χάδι, ένα φιλί και μια γλυκιά κουβέντα…

Προηγούμενο άρθρο

Συνεδρίαση δημοτικών επιτροπών με τα νέα τους μέλη

Επόμενο άρθρο

Ομιλία Παναγιωτόπουλου στη Βουλή για το Ασφαλιστικό