Όταν η Πολιτική λείπει από την αντιπαράθεση, επιπλέουν οι φελλοί (ή τα άδεια μύδια).
Κάποιοι υποψήφιοι, για να ψαρέψουν στα θολά νερά, αυτοπροβάλλονται ως «απολιτίκ» (ανεξάρτητος, ακομμάτιστος, απολίτικος), ενώ άλλοι, νεότεροι και πιο μοδάτοι, εμφανίζουν «πολυπολιτίκ» προφίλ (πολυσυλλεκτικοί, ανοιχτομάτηδες, γενναιόδωροι).
Και τους βλέπουμε, χωρίς έκπληξη είναι η αλήθεια, ευέλικτους χαμαιλέοντες, να μετακινούνται από τη μια ορθοδοξία στην άλλη με μεγάλη ευκολία, χωρίς βέβαια καμιά δέσμευση αλλά ούτε και αντίδραση από το σεπτό ή επαναστατικό ακροατήριό τους, από λειτουργίες σε πανηγύρια κι από κεί σε αντάρτικα λημέρια. Οικολόγοι και φυσιολάτρες, γονυκλινείς κι επαναστάτες την ίδια στιγμή.
Εξέλιπε η αιδώς άραγε? Περίσσεψε η ευγένεια και ο πολιτικός πολιτισμός? Όχι βέβαια! Μάλλον ο καιροσκοπισμός, ο λαϊκισμός και το μεθυστικό θράσος της ψηφοθηρίας περίσσεψαν. Κυριαρχεί η κενότητα του εντυπωσιασμού, το φαίνεσθαι και η υποκρισία, ενώ η επικοινωνία τρώει την ουσία.
Και εξηγούμαι: Αυτή που εξέλιπε από το προσκήνιο είναι η Πολιτική. Γιατί την αποφεύγουν? Γιατί η Πολιτική ασχολείται με τη λήψη αποφάσεων, που προϋποθέτει προτάσεις, αντιπαράθεση και επιχειρήματα. Μόνος αρμόδιος γι’ αυτό είναι ο ανθρώπινος λόγος, το βουλεύεσθαι των πολιτών, η γνώμη, η «δόξα».
Η γνώμη και η απόφαση ανήκει σε όλους, και αυτή είναι η δημοκρατική έννοια της πολιτικής. Η αντιπαλότητα δεν έπαψε ποτέ. Πηγάζει από την αρχή «πάντων χρημάτων μέτρον ἐστὶν ἄνθρωπος». Ο άνθρωπος είναι το μέτρο όλων των κοινωνικών και πολιτικών πραγμάτων, που σημαίνει ότι είναι ο ρυθμιστής της πολιτείας εντός της οποίας ζει.
Και επειδή κάθε άνθρωπος είναι ισότιμος με οποιονδήποτε άλλον, όλοι δικαιούνται ίση συμμετοχή στη ρύθμιση των κοινών, ίση συμμετοχή στην λήψη των αποφάσεων και την εξουσία. Ειδικότερα αυτό που ισχύει στον χώρο της πολιτικής και της δημοκρατίας είναι η σχετική αλήθεια του συνόλου της πόλεως ή της πλειοψηφίας της (κοινῆ δόξαν), για όσον καιρό αυτή θα το κρίνει.
Η Πολιτική είναι ο χώρος της «δόξης». Όλων οι γνώμες μετρούν το ίδιο, αντιπαρατίθενται και η πιο πειστική θα αποτελέσει την απόφαση της πλειοψηφίας. Η «δόξα» δεν είναι τυχαία, αυθόρμητη και ενστικτώδης αλλά έλλογη και τεκμηριωμένη και είναι υπόθεση εμπειρίας, ικανότητας και φρονήσεως (με την αριστοτελική έννοια της πρακτικής σοφίας ως πολιτικής αρετής).
Την αποφεύγουν, γιατί η Πολιτική είναι η διαχείριση της εξουσίας της πόλης από την ίδια την κοινωνία μέσα από δημόσια συζήτηση. Πολιτική σημαίνει λήψη αποφάσεων για μεγάλα κοινωνικά ζητήματα, σημαίνει διακυβέρνηση.
Σημαίνει ότι οι πολίτες αποφασίζουν περί των μεγάλων ζητημάτων της πόλης. Γι’ αυτό και στρέφεται κατά του αδιάφορου για τα πολιτικά πράγματα, κατά του απράγμονος, όπως εκφράζεται με μοναδικό τρόπο από τον Περικλή στον Επιτάφιο: «μόνοι γὰρ τόν τε μηδὲν τῶνδε μετέχοντα οὐκ ἀπράγμονα ἀλλ’ ἀχρεῖον νομίζομεν» (διότι μόνοι εμείς εκείνον που δεν μετέχει σ’ αυτά θεωρούμε όχι φιλήσυχο, αλλά άχρηστο πολίτη).
Η ανάδυση της πολιτικής χαρακτηρίζεται από τη σταδιακή συμμετοχή του δήμου στην όλη διακυβέρνηση της πόλεως. Και στην περίπτωσή μας, ενός Δήμου με κρίσιμο ρόλο ευρύτερα, χαρακτηρίζεται από την προτεραιοποίηση των επιλογών που θα απαιτήσουν πολιτικές αποφάσεις στο νέο δημοτικό συμβούλιο.
Κι εδώ, αυτοί που φιλοδοξούν να τους εκπροσωπήσουν πρέπει τώρα να πάρουν θέση και αύριο να υλοποιήσουν. Αποφεύγουν όμως να δεσμευτούν. Ας μιλήσω με παραδείγματα: Το Airbnb στην πόλη ως ευκαιρία ή ως απειλή.
Το αν θα επιλεγεί η άνευ όρων παράδοση της πόλης στην κυριαρχία του Airbnb είναι πολιτική απόφαση, που άλλοι με μοναδικό κριτήριο τοπική οικονομική ανάπτυξη θα υποστήριζαν με πάθος, άλλοι με κριτήριο το κολοσσιαίο περιβαλλοντικό και κοινωνικό αποτύπωμα θα αρνούνταν.
Το ποιοι θα ήταν αυτοί οι όροι είναι πολιτική απόφαση. Σ’ αυτά θα ‘πρεπε οι υποψήφιοι να ανοίγουν τα χαρτιά τους, όχι απλώς να διαπιστώνουν το αυτονόητο και προφανές, ότι η μεγάλη ανάπτυξη του οδικού τουρισμού των βαλκανίων γειτόνων μας επιφέρει βαριά επιβάρυνση του κυκλοφοριακού φόρτου, μείωση δημόσιου χώρου, αλλαγή αναπτυξιακού μοντέλου, εκτόξευση των ενοικίων, έλλειψη στέγης μονίμων κατοίκων και φοιτητών και βέβαια πολύ χρήμα σε κάποιους μικροαστούς που πάντα θα ονειρεύονται να γίνουν μεγαλοαστοί και σε πολλές περιπτώσεις αποτελεί συμπληρωματικό εισόδημα σε συνθήκες οικονομικής δυσπραγίας και κρίσης.
Δεν βλέπουμε όμως τέτοιες πολιτικές προτάσεις. Προσωπικά θα έθετα σε δημόσια συζήτηση την ανάγκη ρυθμιστικών παρεμβάσεων από τον Δήμο και την Πολιτεία, όπως, ενδεικτικά, τρεις οικονομικής φύσης προτάσεις, ειδικά για την Καβάλα (αναλογικά και για Θάσο, Παγγαίο και Νέστο, που θέτει κι ένα θέμα πολιτικού διαδημοτικού συντονισμού):
- πρόταση επιβολής φόρου διαμονής στους τουρίστες που διαμένουν σε χώρους βραχυχρόνιας μίσθωσης (Airbnb), υπέρ του Δήμου, για να αντισταθμίσει τον πολλαπλασιασμό των υποχρεώσεων που δημιουργούνται (απορρίμματα και λύματα, καθαριότητα, επιδείνωση κυκλοφοριακού, όχληση μόνιμων κατοίκων και εκτοπισμός από τα σπίτια τους και τις ακτές, ηχορύπανση και αέρια ρύπανση, αύξηση τροχαίων ατυχημάτων, μπιτσόμπαρα, αλλαγή τρόπου ζωής, μείωση ελεύθερων χώρων)
- πρόταση επιμερισμού στον Δήμο μέρους του αντίστοιχου φόρου διαμονής που εισπράττουν σήμερα τα ξενοδοχεία και αποδίδουν στο κράτος
- πρόταση είσπραξης του τέλους παρεπιδημούντων των παραλιακών καταστημάτων και τραπεζοκαθισμάτων από τον Δήμο (κι όχι από τον ΟΛΚ)
Το πώς θα διαχειριστεί ο Δήμος τα ποσά αυτά είναι βέβαια πολιτική απόφαση: άλλος θα προτείνει εκδηλώσεις, άλλος στεγαστικό επίδομα για τους φοιτητές (όχι μόνο του ΔΙΠΑΕ αλλά και τους Καβαλιώτες που σπουδάζουν αλλού και υφίστανται κι αυτοί τις συνέπειες της εκτόξευσης των ενοικίων λόγω Airbnb), άλλος θα προτείνει κατασκευή υπόγειων πάρκινγκ ή δημοτική αστυνόμευση κλπ.
Δεν ακούμε όμως ούτε τέτοιες πολιτικές προτάσεις.
Άλλο παράδειγμα: Καλαμίτσα.
Αν ο Δήμος έπαιρνε και «με τη βούλα» την ακτή της Καλαμίτσας, τι θα την έκανες Δήμαρχε? Η ενέργεια απαιτεί πολιτική απόφαση, που δεν την ακούμε αλλά εύκολα μπορούμε να τη φανταστούμε για τους περισσότερους: υπενοικίαση σε επιχειρήσεις (μεγάλες ή μικρές, ανθρώπων της νύχτας και του υποκόσμου ή όχι, τα έχουμε δει όλα στο παρελθόν), αποκλεισμός των μόνιμων κατοίκων, διοργάνωση «Mojito beach parties», ανάπτυξη τύπου «Mercedes» και άλλα παρόμοια.
Δεν προβαίνουν όμως σε μια πολιτική δέσμευση, έστω κι αυτήν, αλλά περιορίζονται να διατυπώνουν το αίτημα «να την πάρει ο δήμος» (θυμίζω ότι έτσι πήραν όλοι οι Δήμοι τις ακτές το 2016 και μας οδήγησαν στο «κίνημα της πετσέτας»).
Άλλος όμως θα πρότεινε μια διαχείριση ανάλογη του Δήμου Παλαιού Φαλήρου στο Φλοίσβο και αλλού, σε μήκος χιλιομέτρων, με απεριόριστη δωρεάν πρόσβαση όλων των πολιτών, με θαυμάσιες υποδομές, πάρκα, δρόμους περιπάτων και ποδηλάτων, υπαίθριες αθλητικές εγκαταστάσεις και εξοπλισμό, αξιοπρεπή αποδυτήρια και άφθονο νερό και καθαρές τουαλέτες. Κι αυτή πολιτική απόφαση είναι. Δεν ακούμε όμως τέτοιες δεσμεύσεις.
Ανάλογα παραδείγματα έχουμε πολλά στην πόλη μας. Όλοι περιορίζονται να μιλάνε για την «αξιοποίηση των Καπναποθηκών» («όπως έγινε στο Βόλο», λένε κάποιοι, ξεχνώντας τον πρωτοπόρο ρόλο του Πανεπιστημίου και του τότε Νομάρχη Μαγνησίας και Δημάρχου) και για την διαπίστωση του τεράστιου στεγαστικού αποθέματος της Καβάλας, που το μοναδικό θέατρο που έχει όμως είναι ηλικίας 2.500 ετών και η μοναδική αίθουσα εκδηλώσεων το αμφιθέατρο «Ν. Μάρτης», αλλά δεν μας λένε την πολιτική τους θέση.
Μπορούμε βέβαια να τη φανταστούμε για τους περισσότερους: αποχαρακτηρισμός τους από διατηρητέες (μερικοί δειλά λένε «μόνο εσωτερικά») και παράδοσή τους σε επιχειρηματίες για να τις «αναδείξουν», να τις εκμεταλλευτούν, να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας κλπ.
Σημειωτέον ότι, αν αφήσουμε στην άκρη τους αποχαρακτηρισμούς, τεράστιες δυνατότητες και κονδύλια διατίθενται σήμερα και θα διατεθούν όλη την τρέχουσα δεκαετία, στο πλαίσιο της κυκλικής οικονομίας, για την επαναχρησιμοποίηση δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, καθώς και για την «ανακύκλωση υπαίθριων χώρων» (recycling of landscape).
Έχουμε και τέτοιους, αν θυμηθούμε τη ζώνη Ιχθυόσκαλας και Αλιπάστων, δηλ. την πρώην Βιομηχανική Περιοχή της Καβάλας. Κι αυτά όμως πολιτικές αποφάσεις είναι. Μόνο για ένα διατηρητέο επανήλθε η ίδια (μπαγιάτικη όμως, από το 2005) πρόταση: να το αγοράσει ο Δήμος, με ακριβό τίμημα (και να απαλλάξει βέβαια τον ιδιοκτήτη του από την υποχρέωση που έχει βάσει του νόμου να το διατηρήσει και να το συντηρήσει) και να το ενώσει με το Δημοτικό Ωδείο.
Είναι η μοναδική πολιτική πρόταση που ακούσαμε για διατηρητέο, και μια ακόμα πρόσφατα για την κατοικία Ν. Γιάντσου στην οδό Φιλίππου. Η σημερινή διοίκηση πάντως στον τομέα αυτό έχει αφήσει το δικό της πολλαπλώς θετικό αποτύπωμα, τόσο με το Παλιό Ωδείο, τη Μεγάλη Λέσχη, την Δημοτική Καπναποθήκη (που ξεκίνησε ο Τσολάκης πριν τον Ευαγγελίου), το διατηρητέο Μούτουλα και άλλα και ο Θ. Μουριάδης έχει έμπρακτα εκφραστεί για τα διατηρητέα.
Οι υπογραφές όσων υπογράψαμε –και καταφέραμε– την κήρυξη το 2012 από την Πολιτεία ως διατηρητέων ιστορικών οικισμών των Χιλίων, των Πεντακοσίων και των Δεκαοκτώ, είναι ακόμα νωπές. Καιρός να τα εντάξουμε, μαζί με την Παναγία, σε ένα γιγάντιο πρόγραμμα Σπίτι-το-Σπίτι αποκατάστασης, ώστε να γίνουν όλα αξιοβίωτα πρώτα απ’ όλα για τους δημότες μας.
Η Πολιτική λοιπόν, θέλουμε δε θέλουμε κυριαρχεί, ακόμα και στον μικρόκοσμο ενός Δήμου σαν της Καβάλας. Και απαιτεί όχι κοινότυπες διαπιστώσεις, αλλά ΔΕΣΜΕΥΣΕΙΣ (έστω, στα λόγια) για μεγάλα κοινωνικά θέματα της πόλης μας, όπως:
- Η ανεργία και ιδίως των νέων ανθρώπων.
- Η ακρίβεια και η διόγκωση των κοινωνικών ανισοτήτων.
- Η προστασία του δημόσιου χώρου.
- Η υποβάθμιση του περιβάλλοντος και της ποιότητας ζωής.
- Η ανυπαρξία ενός βιώσιμου τουριστικού μοντέλου.
- Η έλλειψη υποδομών προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή.
Απέναντι σ’ όλα αυτά, τι προτείνουν οι δημοτικές, ανεξάρτητες ή πολυσυλλεκτικές, παρατάξεις?
Βασίλης Λιόγκας, 24.09.2023