Είναι θαρρώ χρέος του ανθρώπου που θέλει να ζήσει έντιμα και συνειδητά να στοχάζεται πάνω στην Ιστορία του έθνους του και να προσπαθεί να επισημάνει το πραγματικό νόημα των μεγάλων ιστορικών στιγμών.
Πριν από λίγες μέρες κληθήκαμε να τιμήσουμε τα 200 χρόνια από τον μεγάλο ξεσηκωμό του Γένους. Θα επισημάνω κατ’αρχάς πως ο εορτασμός ήταν ένα δύσκολο εγχείρημα, καθόσον απαιτούσε ισορροπία -λόγω και έργω- στην απόδοση της οφειλόμενης τιμής στους πρωταγωνιστές του αγώνα.
Η ποθητή αυτή ισορροπία δυστυχώς δεν διασφαλίστηκε, με αποτέλεσμα να διολισθήσει το όλο εγχείρημα σε απίστευτες γραφικότητες.
Αδιάψευστη σκηνή η αμήχανη απαγγελία του Εθνικού Ύμνου από την «παγκοσμίου φήμης» σοπράνο κ. Αναστασία Ζαννή, στον Ιερό βράχο. Σημειωτέον ότι η επιλογή και επιβολή της εν λόγω καλλιτέχνιδος έγινε από τον Αρχηγό ΓΕΕΘΑ. Ο διοικητής της ΥΕΝΕΔ Κατσάμπελας της ταινίας «Λούφα και Παραλλαγή» του Περάκη σε σύγχρονη βερσιόν.
Η παραπάνω απαγγελία καθώς και η κιτς παρέλαση εφίππων είναι μερικά απ’αυτά που συνθέτουν το παζλ της έλλειψης της απαιτούμενης σοβαρότητας στην απόδοση της οφειλόμενης τιμής.
Επιστρέφοντας ωστόσο στα 200 χρόνια από το ιστορικό γεγονός της Επανάστασης θα πρέπει να ιχνηλατήσουμε τη διαδρομή που διήνυσε το Εθνος μας σ’ολο αυτό το χρονικό διάστημα. Οδηγός μας σ’αυτή την ιστορική ιχνηλάτηση το «Ολβιος εστί, όστις της Ιστορίας έσχε μάθησιν», καθώς και η ρήση του Ρώσου διανοούμενου Γεβγένι Γεφτουσένκο: «Το έθνος που επιτρέπει στον εαυτό του να αναλύει με γενναιότητα τα λάθη του μπορεί να ελπίζει σ’ένα καλύτερο μέλλον».
Αν επιχειρήσει κανείς μια αναδρομή στους δυο αιώνες από την Επανάσταση, μάλλον δεν θα πρέπει να νιώθει ευτυχής από τις επιδόσεις του νέου Ελληνικού κράτους.
Και εξηγούμαι: Μέχρι το 1974 η πολιτική ζωή της χώρας περιγράφεται ως μία διαρκής εναλλαγή πολέμων, δικτατοριών και περιόδων πολιτικής ανωμαλίας. Οι ομαλές περίοδοι ήταν μάλλον εξαίρεση στον κανόνα. Κανόνας που σώρευε στον τόπο κάθε λογής ερείπια. Κοινωνικοί αποκλεισμοί, πολιτική περιθωριοποίηση, κυνισμός στη διαχείριση του κράτους-λάφυρο από τους «νικητές».
Το «όσο κι ο νους να τυραννιέται, άσπρην ημέρα δε θυμιέται» έγινε το μότο ζωής για τα θύματα των πέτρινων χρόνων που καρτερικά περίμεναν μίαν άσπρη μέρα.
Πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, εκτοπισμοί, εξορίες, φυλακίσεις, δικαστικές αποφάσεις καθ’υπαγόρευση των κρατούντων ήταν οι ανοιχτές αιμορραγούσες πληγές στο σώμα της δημοκρατίας και της κοινωνίας.
Στην πραγματικότητα η δημοκρατία στη χώρα μας ριζώνει μετά την πτώση της Απριλιανής Χούντας. Έκτοτε γίνονται άλλοτε δειλά, κι άλλες φορές αποφασιστικά βήματα εκδημοκρατισμού στη χώρα που την φέρνουν εγγύτερα στο Ευρωπαϊκό κεκτημένο, με αποτέλεσμα την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή οικογένεια.
Ωστόσο η ένταξη δεν επέφερε τον απαιτούμενο συντονισμό με τον βηματισμό των ευρωπαϊκών κρατών σε θέματα διαχείρισης του δημοσίου χρήματος και στον εξορθολογισμό στη λειτουργία του δημοσίου.
Οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ μπορεί να οξυγόνωσαν τη δημοκρατία ποσοτικά. Έμεινε ωστόσο αυτή απισχνασμένη ποιοτικά, καθόσον οι κυβερνήσεις, εξυπηρετώντας τις κομματικές στοχεύσεις τους αδιαφόρησαν για τομείς όπως της Παιδείας και της παραγωγικής ανασυγκρότησης.
Επιδιδόμενες, άλλοτε περισσότερο άλλοτε λιγότερο, στη λεηλασία του δημόσιου χρήματος και χωρίς ενσυναίσθηση του συνδρόμου του «Τιτανικού» ρίχνουν τη χώρα στα βράχια και το λαό της στον κοινωνικό Καιάδα των μνημονίων.
Ο επώδυνος και επονείδιστος κύκλος των μνημονίων για το λαό μας κρατά για μια ζοφερή δεκαετία.
Ωστόσο, με αιματηρές θυσίες του λαού και με μια αριστερή κυβέρνηση που ήταν αποφασισμένη να επωμιστεί την ευθύνη να βγάλει τη χώρα από τη μέγγενη των μνημονίων, αυτό γίνεται κατορθωτό.
Δυστυχώς όμως, η Ιστορία δε σταματά να μας διδάσκει πως η πορεία της δεν είναι γραμμική, ούτε η πρόοδος αυτονόητα διασφαλισμένη.
Και φτάνουμε στο σήμερα στην επέτειο των 200 χρόνων από την επανάσταση.
Η σημερινή κατάσταση, όπως διαμορφώθηκε από την κυβέρνηση της ΝΔ με άλλοθι την πανδημία, έχει δημιουργήσει συνθήκες προσβολής των θεσμών, υποχώρησης των δημοκρατικών ελευθεριών και συνολικής απαξίωσης του κράτους δικαίου. Όλα αυτά οδηγούν τον τόπο σ’ένα διαρκώς εντεινόμενο αυταρχισμό που κάνει τη χώρα να μοιάζει όλο και λιγότερο με ευνομούμενη χώρα της ΕΕ και όλο και περισσότερο με χώρες του Βίσεγκραντ.
Στην ιχνηλάτηση της πορείας του Ελληνισμού στα διακοσάχρονα από την Επανάσταση θα πρέπει να αναστοχαστούμε πάνω στα βασικά προτάγματα των αγωνιστών του ’21.
Άραγε ο αγώνας τους για ελευθερία, ανεξαρτησία και κοινωνική δικαιοσύνη δικαιώθηκε μέσα στο πέρασμα των χρόνων; Ανατέμνοντας τη σημερινή πραγματικότητα θα έλεγα πως τα ζητούμενα της δημοκρατίας -ως ισοδύναμο της ελευθερίας- και της παγίωσης του κράτους δικαίου παραμένουν και σήμερα δραματικά επίκαιρα…
Δημήτρης Εμμανουηλίδης
π. βουλευτής ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Καβάλας