Dark Mode Light Mode

Κείμενο του Γιώργου Τσακίρη: Και ο κόσμος ανάσανε!

Χωρίς την παρουσία του πολυπληθούς ακροατηρίου αλλά με την ίδια διάθεση εντυπωσιασμού μέσω ενός τελετουργικού βασισμένου σε χολιγουντιανά πρότυπα, ακόμη και των εξαιρετικών σε μέγεθος και έκταση μέτρων ασφαλείας, ορκίσθηκε ο 46ος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής κ. Τζο Μπάϊντεν.

Και ο κόσμος ανάσανε!

Ιδιαίτερα δε στην Ελλάδα, οι αντιδράσεις θυμίζουν έντονα, κατά παράδοξο με βάση τη λογική(όχι όμως για τη χώρα μας) τρόπο, παρόμοιες τέτοιες, όταν στην ίδια θέση πριν τέσσερα χρόνια είχε ορκιστεί ο -απελθών πλέον-Ντόναλντ Τραμπ. Αντιδράσεις και προσδοκίες που δεν άργησαν να διαψευστούν, όταν ο πρώην πρόεδρος ύψωνε, κάθε φορά που χρειαζόταν, ένα ισχυρό τοίχος προστασίας προς τον «μεγάλο σκακιστή» (όπως τον είχε αποκαλέσει) πρόεδρο της Τουρκίας Ρ.Τ.Ερντογάν.

Πόσο αυτό πρόκειται να αλλάξει; Σε γενικές γραμμές, αρκετά. Όχι όμως με τέτοιο τρόπο που θα οδηγούσε την Τουρκία, ως χώρα και όχι ως «Ερντογάν», να απομακρυνθεί εντελώς από αυτό που αποκαλούμε «Δύση», όταν πρόκειται να περιγράψουμε μονολεκτικά τον δημοκρατικό και προοδευτικό τρόπο διακυβέρνησης.

Όσο κι εάν ο γερουσιαστής Ρ. Μενέντεζ, θερμός υποστηρικτής των κυρώσεων εναντίον της Τουρκίας με βάση τον αμερικανικό νόμο CAATSA,πρόκειται να αναλάβει χρέη προέδρου της πανίσχυρης Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων, όσο κι εάν ο νέος «υπουργός» («γραμματέας» σύμφωνα με το αμερικανικό συνταγματικό πρότυπο) Εξωτερικών Α. Μπλίνκεν δήλωσε πως η Τουρκία «δεν συμπεριφέρεται ως σύμμαχος των ΗΠΑ», όσους -τέλος- Ελληνοαμερικανούς κι εάν εντοπίσουμε στο νέο κυβερνητικό επιτελείο του προέδρου Μπάϊντεν, ένα είναι το μόνο απολύτως σίγουρο. Το σύνολο των ενεργειών, του συνόλου των στελεχών της διακυβέρνησης Μπάϊντεν, θα κινηθεί προς την κατεύθυνση επαναφοράς της Τουρκίας στους «κόλπους» της «Δύσης».

Ο τρόπος, ή οι τρόποι που θα επιλεγούν, ώστε αυτός ο στρατηγικός στόχος να επιτευχθεί, θα λάβουν τη μορφή της γνωστής μεθόδου «καρότο και μαστίγιο», ξεκινώντας από το «μαστίγιο», ή αλλιώς «κυρώσεις».

Με δεδομένο το γεγονός -εδώ και αρκετά χρόνια- πως η τουρκική οικονομία δεν βρίσκεται και στα καλύτερά της, εάν προσθέσει κανείς και την τελευταία εξέλιξη της συμφωνίας του Κατάρ (που στήριζε σθεναρά την τουρκική οικονομία) με τις αραβικές χώρες, απομακρύνοντάς το από την «επιρροή» του Ιράν, αλλά και τη  δεδομένη πιο ενεργή στροφή της πολιτικής Μπάϊντεν προς τις χώρες της Νότιας και Ανατολικής Ασίας, που θα ελαττώσει (εάν δεν στερήσει) την πιθανότητα περαιτέρω προσέγγισης της Τουρκίας με αυτές, είναι απλέςπλέον οι κινήσεις που μπορούν να αναλάβουν οι ΗΠΑ, προς την κατεύθυνση των κυρώσεων εναντίον του καθεστώτος Ερντογάν.

Θα πρέπει πάντως να προστεθεί πως, ακριβώς λόγω του καθεστώτος Ερντογάν, είναι εξαιρετικά δύσκολο για τις ήδη άριστες και πολυεπίπεδες σχέσεις Τουρκίας-Ρωσίας, η άμεση και απόλυτη στροφή της πρώτης προς τις ΗΠΑ. Έτσι, εάν δεν υπάρξει κάποια δραματική αλλαγή στα πολιτικά πράγματα της εξ ανατολών γείτονος, η διαδικασία αυτή είτε θα τραβήξει σε μάκρος, είτε θα προκαλέσει πολιτική αναταραχή στην Τουρκία.

Μία πολιτική αναταραχή που είναι πιθανό να προκαλέσει την έντονη «εξωτερίκευση» της κρίσης, προς την πλευρά -κυρίως- της Ελλάδας ή/και της Κύπρου.

Αυτό όμως που θα πρέπει επίσης να απασχολεί την Ελλάδα, είναι η πολιτική που θα ακολουθήσει, όχι μόνο το κυβερνητικό επιτελείο του προέδρου Μπάϊντεν, αλλά και το γραφειοκρατικό και επιχειρηματικό -κυρίως- κατεστημένο της αμερικανικής πολιτικής, όσον αφορά τόσο την Ευρωπαϊκή Ένωση, ιδιαίτερα δε τη Γαλλία, την αφρικανική «ζώνη του Σαχέλ» (χώρες της υποσαχάριας Αφρικής), όσο και τις χώρες συμμάχους μας στην ευρύτερη περιοχή, όπως είναι η Αίγυπτος, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα αλλά και η εν εξελίξει προσέγγισή μας με την Ινδία.

Τόσο σε επίπεδο διπλωματικών, όσο και των οικονομικών, ειδικά δε των στρατιωτικών, προσεγγίσεων (για να το θέσουμε… διπλωματικά) της χώρας μας με το σύνολο των ανωτέρω χωρών, δεν αποκλείεται να δοκιμαστούν, παράλληλα με τις κινήσεις των ΗΠΑ προς την πλευρά της Τουρκίας.

Η εμπειρία όχι και τόσο παλαιότερων ετών της διακυβέρνησης των δημοκρατικών στις ΗΠΑ, κυρίως όσον αφορά στην υπεράσπιση των συμφερόντων τους στην ευρύτερη περιοχή της Βαλκανικής αλλά και της Βόρειας Αφρικής, κι εάν οι δεσμοί που είχαν τότε συμπτυχθεί με οντότητες που αντιστρατεύονταν (το λιγότερο) τις στρατηγικές επιδιώξεις της χώρας μας, είναι σίγουρο πως δεν είναι και η καλύτερη.

Σε κάθε περίπτωση, έχοντας πάντα υπ’ όψιν μας πως αυτό που καθορίζει και οριοθετεί τις διεθνείς σχέσεις είναι η «ισχύς» και το «συμφέρον», αυτό που δεν θα πρέπει να περιμένουμε από τη νέα κυβέρνηση Μπάϊντεν, είναι ένας άκρατος φιλελληνισμός, όπως αυτός παρουσιάζεται τις τελευταίες ημέρες από τα ελληνικά ΜΜΕ.

Με δεδομένο πως κάθε χώρα επιβάλλεται να καθορίζει και να επιδιώκει μόνη (και με τους εκάστοτε συμμάχους της) τις στρατηγικές επιλογές της, αλλάζοντας απλά τα σχέδια δράσης της (και όχι τον επιδιωκόμενο σκοπό) κάθε φορά που διάφοροι παράγοντες επηρεάζουν τις επιλογές της, η Ελλάδα πρέπει να αλλάξει το (με ελάχιστες εξαιρέσεις) εδώ και εικοσιπέντε περίπου χρόνια «δόγμα» της παθητικής και -ενδεχομένως- φοβικής εξωτερικής της πολιτικής, και να υιοθετήσει αυτό μιας ενεργητικής και με διαρκείς διεθνείς πρωτοβουλίες πολιτική.

Μία πολιτική που θα την απομακρύνει από την φινλανδοποίησή της, θέτοντας σταθερές βάσεις, τόσο για την ευκολότερη στήριξη, όσο και  για την ομαλότερη έξοδο της χώρας από τη νέα οικονομική κρίση που διαφαίνεται στον ορίζοντα, όσο βαδίζουμε προς το τέλος της υγειονομικής τέτοιας.

Προηγούμενο άρθρο

Τ. Ελευθεριάδου: Η επιδότηση της γραμμής Καβάλα-Πρίνος δεν είναι η λύση του προβλήματος

Επόμενο άρθρο

Η Περιφέρεια ΑΜ-Θ χρηματοδοτεί την ενεργειακή αναβάθμιση του Ο.Α.Ε.Δ. Καβάλας (φωτογραφίες)