Η φιλόλογος Ελένη Ιωαννίδου προτείνει να συγκληθεί μια διεπιστημονική επιτροπή από αρχιτέκτονες, αρχαιολόγους, μουσειολόγους, θεολόγους, ιστορικούς της πόλης, ώστε να τεθούν οι βάσεις για ένα σπουδαίο έργο με οικουμενική ακτινοβολία.
Ημέρες ατέρμονης ντροπής διανύει η πόλη μας από εκείνη τη στιγμή που αποφασίσθηκε η κατεδάφιση του κτηρίου του Χρήστου Μπάτση και η εκδίωξη του Συνδέσμου Φίλων Γραμμάτων και Τεχνών από την ιστορική του έδρα.
Και το βάρος της ντροπής γίνεται ασήκωτο κάθε φορά που φεύγει μία από εκείνες τις σημαντικές προσωπικότητες, το όνομα των οποίων είναι συνδεδεμένο με την ίδρυση και την πορεία της Στέγης στο πολιτιστικό «γίγνεσθαι» της Καβάλας.
Πριν κάποιους μήνες, ο Πρόδρομος Μάρκογλου ,ιδρυτικό μέλος της Στέγης και τώρα ο Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος, που ανήκε στην εκδοτική ομάδα του περιοδικού Σκαπτή Ύλη και που ίδρυσε την Κινηματογραφική της Λέσχη, είναι οι πρόσφατες τεράστιες απώλειες που μετράει η Στέγη και ο πολιτισμός γενικότερα.
Αυτοί, όπως και τόσοι άλλοι άνθρωποι του πνεύματος, αγάπησαν τη Στέγη και δημιούργησαν έναν φάρο καλλιτεχνικής και λογοτεχνικής αναζήτησης, προσφέροντας στους νέους μιας επαρχιακής πόλης, τη δυνατότητα να αποκτήσουν ελεύθερη σκέψη και κρίση, εφόδια σημαντικά για να ξεκινήσουν τα πρώτα τους ανεξάρτητα βήματα στη ζωή.
Ίδρυσαν ένα «σπίτι» του πολιτισμού, ένα «σχολείο», το οποίο προσέλκυε άτομα κάθε ηλικίας που διψούσαν για γνώσεις, για μουσικές εκδηλώσεις, για εκθέσεις ζωγραφικής, για θέατρο και κινηματογράφο. Και μέσα από ένα πρόσφορο περιβάλλον δημιουργικότητας και πνευματικής καλλιέργειας, αναδύθηκε η ιδιαίτερη Λογοτεχνική Σχολή της Καβάλας με πολύ αξιόλογους συγγραφείς και ποιητές για τους οποίους είμαστε περήφανοι.
Κι όλα αυτά τα σπουδαία έργα, διαδραματίζονταν στο κτήριο του Χρήστου Μπάτση, στη Στέγη , όπως το αποκαλούν έως σήμερα όλοι οι Καβαλιώτες. Το επιχείρημα του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων απέναντι στην Αίτηση Θεραπείας που εισηγήθηκε η Πρωτοβουλία, ήταν το ερώτημα γιατί δεν υπήρξε ενδιαφέρον στο παρελθόν ώστε το κτήριο αυτό να κηρυχθεί διατηρητέο.
Πανομοιότυπο επιχείρημα ήταν και αυτό του κυρίου Τζώνου απέναντι στην κ. Κουκούλη-Χρυσανθάκη. Αρχικά, κανένας, μα κανένας Καβαλιώτης και καμία Καβαλιώτισσα δεν μπορούσε να διανοηθεί, πως θα κινδύνευε η Στέγη να εκτοπιστεί και το κτήριο να κατεδαφιστεί.
Γιατί, ένας χώρος με τέτοιας εμβέλειας πολιτιστικό αποτύπωμα, σε οποιαδήποτε άλλη χώρα αλλά και άλλη πόλη, θα αναδεικνυόταν με κάθε τρόπο. Πώς ισοπεδώνεις ένα κτήριο που φιλοξένησε όλη την αφρόκρεμα του πολιτισμού της χώρας μας;
Πρώτη η Αρχαιολογική Υπηρεσία Νεωτέρων Μνημείων Ξάνθης θα έπρεπε να το χαρακτηρίσει ως τοπόσημο και να το κηρύξει διατηρητέο και στη συνέχεια το Υπουργείο Πολιτισμού. Δυστυχώς, κανείς δεν ευαισθητοποιήθηκε από τις αναφορές σε όλα εκείνα τα ηχηρά ονόματα που πέρασαν από το συγκεκριμένο κτήριο και άφησαν το στίγμα τους.
Τι περιμέναμε, όμως; Αν δεν υπερασπισθεί η τοπική κοινωνία την ιστορία της, ποιος θα νοιαστεί; Κανείς δεν μας έπεισε για τη σπουδαιότητα του έργου. Κι εκείνο που ακούγεται στους ψιθύρους της πόλης, είναι πως το Κειμηλιαρχείο στη θέση που προτείνεται, δεν αρέσει!!
Αντιπαραθέσεις ευτελούς επιπέδου και χαρακτηρισμοί όπως «μπαχαλάκηδες» για πολίτες και διακεκριμένους επιστήμονες που δίνουν έναν ανιδιοτελή αγώνα διαφύλαξης της τοπικής ιστορίας και προστασίας ενός μνημείου (του Μεγάρου Τόκου), δεν αρμόζουν στην πόλη μας, μας προσβάλλουν όλους και δεν χαρακτηρίζουν μια κοινωνία ως προοδευτική.
Ας φανταστούμε έναν πολιτιστικό περίπατο και μια αρχιτεκτονική περιήγηση, που θα ξεκινά από την Πλατεία Καπνεργάτη, θα συνεχίζει στην οδό Κύπρου, στην οδό Φιλίππου με τα μεγάλα συγκροτήματα καπναποθηκών και θα καταλήγει στο Μουσείο Καπνού, κάνοντας αναφορά σε όλα τα ιστορικά στοιχεία που συνοδεύουν τα κτήρια και που τεκμηριώνουν τον χαρακτηρισμό της πόλης μας, ως Μέκκα του Καπνού.
Μετά το Μέγαρο Τόκου, οι επιγραφές που βρίσκονται στην πρόσοψη του κτηρίου του Χρήστου Μπάτση, από μόνες τους θα αποτελούν την αφόρμηση για να ξεδιπλωθεί η ιστορία του κτηρίου, το οποίο στέγαζε τα γραφεία του Συλλόγου Καπνεμπόρων, επομένως, ήταν άμεσα συνδεδεμένο με την ιστορία του καπνού στην Καβάλα και τον ιστορικό Σύνδεσμο Φίλων Γραμμάτων και Τεχνών, λίκνο πολιτισμού για δεκαετίες.
Στην περιήγηση θα συμπεριλαμβάνεται και η ξενάγηση στο ναΐσκο του Αγίου Γεωργίου με τον πανέμορφο τρούλο που ξεχωρίζει αλλά και με την ιστορική του αξία για την οποία πληροφορηθήκαμε από την κ. Κουκούλη.
Μέσα σε ένα αρμονικά συνδεδεμένο ιστορικό περιβάλλον, η Μητρόπολη επιμένει στην ανέγερση του Κειμηλιαρχείου, το οποίο σε αντίθεση με το κτήριο του Χρήστου Μπάτση, που στέκεται ταπεινά απέναντι στο Μέγαρο Τόκου και στο ναΐσκο, θα τα επισκιάζει. Με το έργο αυτό, οι μαρτυρίες της νεότερης ιστορίας, που είναι άμεσα συνδεδεμένες με τη Στέγη θα αποσιωπηθούν. Έτσι μεθοδεύεται η λήθη, με την απάλειψη της συλλογικής μνήμης.
Και αναρωτιέται κανείς, ποια η σχέση του Αποστόλου Παύλου με την οδό Κύπρου; Με ποια επιστημονικά κριτήρια τεκμηριώνεται η επιλογή της συγκεκριμένης θέσης, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη νεότερη ιστορία και όχι με το ιεραποστολικό έργο του Αποστόλου Παύλου;
Σύμφωνα με τις σύγχρονες απόψεις των μουσειολόγων, άλλωστε, ο πλέον κατάλληλος χώρος για την έκθεση ιερών κειμηλίων, είναι τα εκκλησιαστικά κτήρια. Στον Μητροπολιτικό Ναό των Αθηνών το Κειμηλιαρχείο στεγάζεται στο υπόγειο και το Κειμηλιαρχειο της Μητρόπολης Ξάνθης, στεγάζεται στη μονή της Αρχαγγελιώτισσας.
Η Καβάλα, δεν είναι μια τυχαία πόλη μέσα στις σελίδες της θρησκευτικής ιστορίας. Στους Φιλίππους, τόπος, όπου συγκλίνουν τρεις σημαντικότατοι πολιτισμοί, ελληνική αρχαιότητα, ρωμαϊκός πολιτισμός, Βυζάντιο, «σταμάτησαν τα βήματα» του Αποστόλου Παύλου, εκεί βαπτίστηκε η πρώτη γυναίκα Χριστιανή και ιδρύθηκε η πρώτη Χριστιανική Εκκλησία της Ευρώπης.
Το Πάρκο Φιλίππων είναι ο κατάλληλος χώρος για να προβληθεί ο πρωταγωνιστικός ρόλος που είχε ο τόπος μας στη διάδοση της νέας θρησκείας. Το μουσείο, είναι ένας ζωντανός οργανισμός που δεν περιορίζεται στην έκθεση και στη φύλαξη αντικειμένων, αλλά υλοποιεί εκπαιδευτικά προγράμματα, οργανώνει εκδηλώσεις και βρίσκεται σε έναν διαρκή διάλογο με την κοινωνία στην οποία αναπτύσσεται.
Στην περίπτωση της Καβάλας, θα περίμενε κανείς την ίδρυση ενός Εκκλησιαστικού Μουσείου , που θα φιλοξενούνταν ή στο ξεχωριστό συγκρότημα του Άη Γιάννη που έχει μεγάλο ιστορικό, θρησκευτικό και αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον, ή στο Βαπτιστήριο της Λυδίας, που θα λειτουργούσε και ως κέντρο μελέτης και έρευνας πάνω σε τομείς όπως θεολογία, εκκλησιαστική γραμματεία, τέχνη, ως χώρος οργάνωσης ακαδημαϊκών ανταλλαγών με σπουδαστές από την παγκόσμια εκπαιδευτική κοινότητα.
Και ενώ θα έπρεπε να συγκληθεί μία διεπιστημονική επιτροπή από αρχιτέκτονες, αρχαιολόγους, μουσειολόγους, θεολόγους, ιστορικούς της πόλης, ώστε να τεθούν οι βάσεις για ένα σπουδαίο έργο με οικουμενική ακτινοβολία, προτιμήθηκε ο «ορυμαγδός».
Πώς θα υπάρξει η αίσθηση της συνέχειας και η σύνδεση ανάμεσα στο παρελθόν και στο μέλλον; Τι θα κληροδοτήσουμε στις επόμενες γενιές εάν αφήσουμε να ισοπεδωθεί το κτήριο της Στέγης και μαζί μ’ αυτό οι μνήμες της πόλης μας;
Πώς θα μπορέσει η πόλη να τιμήσει τον Πρόδρομο Μάρκογλου, που πρώτος υπέγραψε την επιστολή διαμαρτυρίας προς την Υπουργό Πολιτισμού, για τη διάσωση της Στέγης και στη συνέχεια τον Ηλία Παπαδημητρακόπουλο που ίδρυσε την Κινηματογραφική Λέσχη;
Οι αρχιτέκτονες της πόλης, πώς θα επιχειρήσουν την οργάνωση μιας εκδήλωσης αφιερωμένης στον συνάδελφό τους Χρήστο Μπάτση; Θα υπάρχει το σθένος, άραγε; Προϋπόθεση, η ειλικρίνεια.