Dark Mode Light Mode

Κοινωνικές και εκδοτικές αναταραχές στη Γαλλία

Γράφει εκ Γαλλίας ο Μιχάλης Μαυρόπουλος

 

Κοινωνικοί αγώνες και λογοτεχνικοί διαξιφισμοί άφησαν πολλάκις, αφήνουν ακόμη και σήμερα, τα ίχνη τους στην Γαλλία. Είναι γενικώς παραδεκτό ότι η χώρα του Ζαν Ζωρές (1) και του Μολιέρου διακρίνεται για την κλασσική διεξαγωγή της πάλης των τάξεων και η πρωτεύουσα, το Παρίσι, για τα λογοτεχνικά του καυγαδάκια. Διαδηλώσεις απεργίες, όπως εδώ και επτά εβδομάδες, εμφάνιση νέων κατηγοριών διαμαρτυρομένων πολιτών, όπως λόγου χάριν, πριν από ένα χρόνο τα κίτρινα γιλέκα, και λογοτεχνικές αψιμαχίες δεν λείπουν. Τα ανωτέρω δεδομένα προστιθέμενα στην παρατηρούμενη κινητικότητα ενίων συνδικάτων– με απόφαση της CGT την περασμένη εβδομάδα όλα τα μεγάλα λιμάνια της χώρας νεκρώθηκαν για μια μέρα -προσδιορίζουν το επικρατούν κοινωνικό κλίμα της σήμερον. Εκτός του μετρό και των τραίνων, η Τράπεζα της Γαλλίας, ο δικαστικός κλάδος, οι καθηγητές, οι δημοσιογράφοι, μέρος των δημοσίων υπαλλήλων δραστηριοποιούνται και αυτοί. Μετά από πενήντα σχεδόν ημέρες αδιαλείπτων κινητοποιήσεων εναντίον του μακρονικού σχεδίου μειώσεως των συντάξεων,  απεργοί και μη απεργοί πολίτες διαισθάνονται ότι αυτή η αναταραχή μεταβάλλεται σε διάθεση εναλλακτικής δράσεως σε ολιγοήμερες ή ακόμη και σε ολιγόωρες πράξεις διαμαρτυρίας. Έτσι, π.χ. οι οδηγοί του παρισινού μετρό, που παραμένει ανοικτό, αντί να απεργούν όλες τις κανονικώς εργάσιμες ώρες, σταματούν την δουλειά τους στις ώρες μη αιχμής της χρησιμοποιήσεώς του από τους επιβάτες και την ξαναπαίρνουν όταν το κοινό μεταβαίνει ή επιστρέφει από την εργασία του. Κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν στερούνται ολοκληρωτικώς του μηνιάτικου μισθού τους που τους επιτρέπει να τα βγάζουν πέρα.

Βεβαίως οι απεργοί είχαν την ηθική και ενίοτε την χρηματική υποστήριξη τμήματος των Γάλλων. Αλλά η συνεχής απεργία δεν μπορούσε να διαρκέσει επ’ άπειρον, τόσο περισσότερο που οι στάσεις εργασίας δυσκόλευαν τους πολίτες στις καθημερινές τους ασχολίες. Με την παρέλευση έξι επιμελώς οργανωμένων και συμπαγών διαδηλώσεων (η τελευταία στις 16 του μηνός και η επόμενη στις 24) και την αδιάλλακτη, τελευταίως προβοκατόρικη, στάση της κυβερνήσεως, δεν θα ήταν άτοπο να υποθέσει κανείς, χωρίς να χαρακτηρισθεί επιφυλακτικός, απαισιόδοξος ή ακόμη και σκεπτικιστής, ότι η προσαρμογή στις δημιουργηθείσες συνθήκες, μετά από 45 ημέρες συνεχούς απεργίας, επεβάλλετο.

Εδώ ακριβώς ενεδρεύει ο κίνδυνος υφέσεως και τελικώς φυλλοροής των λαϊκών αντιδράσεων ή η επιθυμητή προσμονή (όπως το πάρει κανείς) μιας εκρηκτικής εξελίξεως της καταστάσεως που θα μπορούσε να αλλάξει άρδην τα δεδομένα.

Η έλλειψη αμέσου προοπτικής δημιουργεί συνήθως συνθήκες εξεγέρσεως εκ μέρους εκείνων που αισθάνονται αδικημένοι και ταπεινωμένοι. Ουδείς Γάλλος λησμονεί ότι τον Δεκέμβριο του 2018 τα με δυναμικότητα διαδηλώνοντα κίτρινα γιλέκα τα έκαναν γης Μαδιάμ στην Αψίδα του Θριάμβου και στα πολυτελή εστιατόρια των Ηλυσίων Πεδίων. Προφανώς, η μακρονική εξουσία φοβήθηκε τότε τόσο πολύ τους διαδηλωτές που απέρριπταν πεισματικώς τις συνομιλίες με την εξουσία, ώστε λίγα εικοσιτετράωρα μετά, τους παρεχώρησε 11 δισεκατομμύρια ευρώ προς όφελος των εκφρασθεισών βιαίως κοινωνικών  αναγκών του συνόλου…

Αλλά δεν είναι μόνο ο εργαζόμενος κόσμος εν αναβρασμώ. Προσφάτως, αναταραχή επικρατεί επίσης και στον εκδοτικό και λογοτεχνικό κόσμο της χώρας, ιδίως των Παρισίων. Πρωταγωνιστές: ο ανά την Ευρώπη, και όχι μόνο, περιώνυμος εκδοτικός οίκος Γκαλλιμάρ (Gallimard), το πολύ προσφάτως εκδοθέν βιβλίο «Η συγκατάθεση» (Le Consentement)  της συγγραφέως Βανέσσας Σπρίνγκορα (Vanessa Springora, εκδότης Γκρασσέ-Grasset), ήδη πωληθέν στις δυο πρώτες εβδομάδες πάνω από 50.000 αντίτυπα και, τέλος,  ο γνωστός στους διανοουμενίζοντες κύκλους της αριστεράς όχθης του Σηκουάνα, συγγραφεύς Γκαμπριέλ Ματζνέφ (Gabriel Matzneff). Αιτία της αναταράξεως των παρισινών κύκλων της συγγραφικής δραστηριότητος που σχολιάζεται ευρέως αυτές τις ημέρες, είναι η διήγηση της Σπρίνγκορα στο βιβλίο της «Η συγκατάθεση» και η απαγόρευση πωλήσεων μόνο όμως το «Ημερολόγιο»  (Journal) του Ματζνέφ από τον Γκαλλιμάρ ο οποίος  και τον εκδίδει.

Τι ακριβώς συνέβη με την Σπρίνγκορα, τον Ματζνέφφ και τον Γκαλλιμάρ; Ωθούμενη από την μητέρα της -που εξασκούσε το επάγγελμα της υπευθύνου τύπου σε ένα εκδοτικό οίκο-, να παραστεί σε ένα λογοτεχνικό δείπνο, η Βανέσσα, 14 ετών τότε (σήμερα 47) συναντά τον Ματζνέφ, 50 ετών, άνθρωπο της πέννας. Αυτός ξεχωρίζει για την σβελτάδα του, την κομψότητα του, και είναι πασίγνωστος για το σαβουάρ βιβρ στην διάρκεια των κοσμικών συναντήσεων – συζητήσεων. Ό συγγραφεύς διαθέτει την ικανότητα να γοητεύει τους παριστάμενους και πολύ περισσότερο την έφηβη της οποίας οι παραμικρότερες κινήσεις  παρακολουθούνται επισταμένως από τον Ματζνέφ. «Ποτέ κανένας άνδρας δεν με κοίταξε με ένα τέτοιο τρόπο», σημειώνει η ίδια στο βιβλίο της. Τα ανταλλασσόμενα βλέμματα, μισοδιασκεδαστικά, μισουπονοούμενα και μια στιγμιαία επαφή μέσα στο αυτοκίνητο της μητέρας της που οδηγεί ο διανοούμενος δον Ζουάν δημιουργούν, τις συνθήκες που του  επιτρέπουν να ανεβάσει την Βανέσσα στο διαμέρισμά του στο οποίο, όπως μπορεί να υποθέσει κανείς, συμβαίνει το μοιραίο.Tραυματική πράξη για μια κοπελίτσα που ο πατέρας της εγκατέλειψε την μητέρα της όταν η ηρωΐδα τής ιστορίας ήταν 5 ετών.

Άμα τη εκδόσει του βιβλίου, τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης και επικοινωνίας μας πληροφόρησαν ότι η «βιασθείσα» νέα –στην Γαλλία η ενηλικίωση υπολογίζεται άνω των 16 ετών– εξιστορεί με μια γραφή σφικτή και απέριττη, καυστική και εμπεριστατωμένη, αμείλικτη και ιριδίζουσα, μια χαμηλών τόνων οδύνη. Η Σπρίνγκορα  δεν παύει να αναρωτιέται για την αυταρέσκεια ενός κύκλου, εκείνου των εκδόσεων, όπου και η ιδία είναι διευθύντρια του εκδοτικού οίκου Ζουλιάρ (Julliard). Γνωρίζει πολύ καλά αυτόν τον κόσμο αφού εκεί μεγάλωσε. Η ψηφιακή και έντυπη παρουσίαση μερικών στοιχείων του φακέλου «Η συγκατάθεση» έδωσαν την αφορμή σε μερικούς να καυτηριάσουν την λογοτεχνία στη Γαλλία, χώρα η οποία μέχρι προ ολίγων ετών με το βραβείο  Ρενοντό (Renaudot) δεν δίστασε να λαμπρύνει το 2013 τον συγγραφέα ενός δοκιμίου, τον Ματζνέφ, ο οποίος ποτέ δεν έκρυψε το ενδιαφέρον και την έφεσή για τα πολύ νέα κορίτσια και τα αγόρια. Ένα από τα βιβλία του τιτλοφορούμενο  «Οι έχοντες ολιγότερον των 16 ετών» δημοσιευθέν το 1974 και επανεκδοθέν το 2005 από τον οίκο Λεό Σεέρ (Léo Scheer) μαρτυρά του λόγου το ασφαλές…

Σε μια μακρά συνέντευξή του στην «Εφημερίδα της Κυριακής» (Journal du Dimanche), o μεγαλοεκδότης Γκαλλιμάρ (Gallimard), δικαιολογώντας την απαγόρευση πωλήσεων των έργων  του Ματζνέφ, τονίζει ότι  είχε αμφιβολίες να δημοσιεύσει το προσωπικό «Ημερολόγιο» του τελευταίου γιατί πιστεύει, ότι ένα ενδόμυχο γραπτό μεταξύ ρεαλισμού, εξομολογήσεως και φαντασιώσεων κινείται πάνω σε ένα επικινδύνως τεντωμένο σκοινί. Και συνεχίζει: Τέτοιες δημιουργίες της πέννας δεν ανταποκρίνονται στην προσωπική μου ευαισθησία, όπως και ο ίδιος ο Ματζνέφ άλλωστε το σημείωσε, κάνοντας λόγο  στα γραπτά του των «επιφυλάξεών» μου και της προσωπικής μου «αδιαφορίας». Βεβαίως ο εκδότης ησθάνετο ότι ο δεσμός, η ένταση που υφίσταντο μεταξύ των γραπτών του και της πραγματικής ζωής τού συγγραφέως γίνονταν όλο και περισσότερο προβληματικές και ότι η ιδιοσυγκρασία παραβιάσεως των ισχυόντων κοινωνικών κανόνων που διακρίνει την γραφή του Ματζνέφ δεν μπορούσε από μόνη της να δικαιολογήσει την δημοσίευση του.

Όσον αφορά την Σπρίνγκορα, ο Γκαλλιμάρ διευκρινίζει ανεξαρτήτως της λογοτεχνικής ποιότητος του βιβλίου «Η συγκατάθεση», υπήρξε πολύ ευαίσθητος στο δημιούργημα της νέας λογοτέχνιδος. Του προσέφερε την ευκαιρία να συνειδητοποιήσει τα καταστροφικά αποτελέσματα  της απαράδεκτης, νοθευμένης συμπεριφοράς εκ μέρους ενός ενηλίκου πάνω σε μια κορασίδα. Σκέφτηκε, λέει, να τοποθετήσει ένα μπλίστερ (λέξη αγγλική που σημαίνει επικάλυμμα από ειδικό πλαστικό) στα βιβλία του Ματζνέφ, πλην όμως, προσθέτει, η παύση διαθέσεως τους στο εμπόριο του φάνηκε η πιο κατάλληλη απάντηση. Χαρακτηρίζει τον Ματζνέφ σαν συγγραφέα, μα υπήρξε, υπογραμμίζει, πάντα ενοχλημένος από το περιεχόμενο του προσωπικού ημερολογίου του λογοτέχνη που περιγράφει πραγματικά γεγονότα αναφερόμενα σε ζώντα πρόσωπα.

  • (1) Πολιτικός των αρχών του 20ου αιώνος, δημοσιογράφος, ρήτορας, ειρηνόφιλος, φονευθείς διότι εναντιώθηκε στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, είχε προτείνει ένα σχέδιο εργατικής σύνταξης προοίμιο του σοσιαλισμού. Υπερασπίσθηκε με πάθος την μεγάλη απεργία των ανθρακωρύχων της γενέτειράς του. Συνδέθηκε με την Εργατική Διεθνή.
Προηγούμενο άρθρο

Ο Μιχάλης Λυχούνας ξεναγεί…

Επόμενο άρθρο

Έκτακτη γενική συνέλευση εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας