Το κείμενο αυτό το γράφω ως κλασικός πιανίστας και λάτρης της όπερας (πρέπει να έχω δει πάνω από 300 παραστάσεις όπερας σε ολόκληρο τον κόσμο) και όχι ως αρχηγός παράταξης στο Δημοτικό Συμβούλιο.
Τώρα, λοιπόν, που κόπασε ο καταιγισμός δελτίων τύπων και φωτογραφιών, τώρα που τόσοι Καβαλιώτες, που για πρώτη φορά στη ζωή τους είδαν όπερα, έγιναν σε μια νύχτα ειδικοί και έγραψαν περισπούδαστες αναλύσεις για την αριστουργηματική παράσταση που παρακολούθησαν, τώρα όμως που δεν έχουν περάσει ούτε πέντε ημέρες από τις παραστάσεις και για τη συντριπτική πλειοψηφία των Καβαλιωτών αυτές έχουν ήδη σχεδόν ξεχαστεί, νομίζω ότι δικαιούμαι και εγώ να γράψω λίγες σκέψεις.
Ως προς τον χώρο: κάκιστη επιλογή, αισθητικά, ακουστικά, από όλες τις απόψεις που μπορώ να σκεφτώ. Η ορχήστρα τοποθετημένη σε ένα σημείο που καθόλου δεν βοηθούσε ούτε τους τραγουδιστές ούτε το κοινό, προφανώς λόγω έλλειψης καλύτερης λύσης.
Αυτήν τη στιγμή ο μόνος χώρος όπου μπορεί να παρουσιαστεί όπερα στην Καβάλα είναι το Αρχαίο Θέατρο Φιλίππων. Γιατί έπρεπε να παρουσιαστεί η όπερα μέσα στον Δεκέμβριο σε ένα γυμναστήριο (με όσα προβλήματα αυτό επέφερε και στις προπονήσεις των εξόριστων για δύο εβδομάδες αθλητικών συλλόγων της πόλης μας) δεν το κατάλαβα μέχρι και τώρα.
Ως προς την παράσταση: το μουσικό κομμάτι δεν ήταν κακό. Οι νέοι τραγουδιστές και μουσικοί έδωσαν τον καλύτερό τους εαυτό και τους αξίζουν πολλά συγχαρητήρια. Από αυτή τη διαπίστωση, όμως, μέχρι τα σχόλια των διοργανωτών περί του ότι το ανέβασμα της όπερας στην Καβάλα δεν είχε να ζηλέψει σε τίποτε παραγωγές όπερας μεγάλων θεάτρων του εξωτερικού, η απόσταση είναι τεράστια.
Ήταν μια πολύ αξιόλογη (μουσικά) προσπάθεια σε φοιτητικό επίπεδο, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι το μουσικό απότέλεσμα που άκουσαν οι Καβαλιώτες ήταν επιπέδου διεθνούς παραγωγής.
Άλλωστε, η όπερα δεν είναι μόνο μουσική. Είναι και θέατρο, σκηνοθεσία, σκηνικά, κοστούμια. Και εκεί η παράσταση υστερούσε πάρα πολύ. Σκηνοθεσία μάλλον αφαιρετική, σχεδόν ανύπαρκτη (και είδα αρκετά βίντεο για να το διαπιστώσω), σκηνικά και κοστούμια πολύ φτωχά, χωρίς κάποια ιδιαίτερη έμπνευση.
Και πάλι, αν μιλάμε για φοιτητική παράσταση, θα πω και εγώ ότι μια χαρά ήταν όλα και από αυτήν την οπτική, όταν όμως μιλάμε για διεθνή παραγωγή η αλήθεια είναι πολύ διαφορετική.
Τι έμεινε τελικά στην πόλη; Εδώ είναι και η μεγάλη ένστασή μου. Γιατί ξοδεύτηκαν 120 χιλιάδες ευρώ (και μην μου πει κάποιος ότι τα περισσότερα ήταν από ευρωπαϊκά προγράμματα – να ξοδεύονταν και αυτά τα χρήματα σε κάτι που θα άφηνε πολιτιστικό ή άλλο αποτύπωμα στην πόλη και όχι για μια παράσταση για δύο βράδια) χωρίς στόχευση και τελικά χωρίς κανένα μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα.
Φυσικά, είναι αστείο να πιστέψει κανείς ότι, επειδή ο κύριος Μουριάδης είδε έναν βουλευτή στο κοινό και (με τη γνωστή του αυτοσχεδιαστική-αναποτελεσματική-ενίοτε καταστροφική διάθεση) του ζήτησε να τον βοηθήσει για να αποκτήσει η Καβάλα θέατρο όπερας, αυτό θα πραγματοποιηθεί κιόλας.
Αυτό ήδη ξεχάστηκε. Επίσης, δεν κέρδισαν ιδιαίτερα ούτε οι νέοι μουσικοί της πόλης μας, γιατί η προσπάθεια αυτή δεν θα έχει κάποια ορατή τουλάχιστον για τους ίδιους συνέχεια (όπως για παράδειγμα είχε το Φεστιβάλ Γ. Α. Παπαϊωάννου και τα πραγματικά διεθνή σεμινάριά του, χάρη στα οποία πολλοί Καβαλιώτες μουσικοί συνέχισαν τις σπουδές τους σε Ακαδημίες του εξωτερικού).
Το κοινό της πόλης είδε την παράσταση, αλλά με πολύ λιγότερα χρήματα (ίσως και με καθόλου χρήματα από το ταμείο του Δήμου) θα μπορούσε να είχε γίνει μετάκληση μιας παραγωγής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στο Φεστιβάλ Φιλίππων και θα είχαμε την ευκαιρία να φιλοξενήσουμε μια τεχνικά, μουσικά και θεατρικά πολύ αρτιότερη παραγωγή.
Και εδώ ελλοχεύει ακόμη ένας κίνδυνος και με αυτό θα κλείσω: η επιχείρηση εθισμού των Καβαλιωτών στο μέτριο: όταν δεν έχεις δει ποτέ όπερα στη ζωή σου και βομβαρδίζεσαι από το πρωί μέχρι το βράδυ ότι αυτό που θα δεις είναι μια αριστουργηματική παραγωγή στο τέλος το πιστεύεις κιόλας.
Αυτό, σε συνδυασμό με την αδιαφάνεια του όλου εγχειρήματος (υπενθυμίζω ότι η όλη παραγωγή δόθηκε με απευθείας ανάθεση σε μια εταιρία που ειδικεύεται στην κατασκευή σκαλωσιών!), με το γεγονός επίσης ότι το γενικό πρόσταγμα είχε ένας μουσικός που καμία σχέση δεν έχει με την κλασική μουσική, είναι στοιχεία που προβληματίζουν.
Εξαίρεση βέβαια η κυρία Βουλγαρίδου που ασφαλώς είναι ειδική και διεθνώς καταξιωμένη (με μόνη επισήμανση ότι η διάθεση ηρωοποίησης της σύμβολής της πρέπει να γίνεται με περισσότερο μέτρο, γιατί όταν αμείβεσαι με κάποιες χιλιάδες ευρώ – και καλά κάνεις – δεν προσφέρεις μόνο στην πόλη σου, αλλά εργάζεσαι κιόλας και εισπράττεις δικαίως για τον κόπο σου και την εργασία σου).
Γιάννης Εριφυλλίδης
Δημοτικός Σύμβουλος