Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
Μια μέρα, ένας ψαράς, ο Αντουάν, σε μια λίμνη μακρινή, σε εκείνη που ήταν κάτω από κάτι απόκρημνα βουνά, πέρα μακριά, σε άλλους της γης μας τόπους, μάταια περίμενε στη βάρκα του για μια καλή ψαριά. Περίμενε περίμενε μα η ώρα περνούσε κι αυτός απογοητευμένος πια, ορκίστηκε στη φύση και στο Θεό του ότι αν πιάσει έστω και ένα ψάρι, θα το αφήσει πίσω στο νερό, με την ελπίδα να ανταμειφθεί γι αυτήν την καλή και γενναιόδωρη χειρονομία του. Ακούγοντάς τον ο Κυβερνήτης του Σύμπαντος που ρυθμίζει τα πάντα, ακούει όλους τους ανθρώπους, τους συμπαραστέκεται και τους βοηθά, του έκανε τη χάρη και του έστειλε στο αγκίστρι του ένα πανέμορφο ψάρι. Ο ψαράς ένιωσε μεγάλη χαρά που μετά από τόσες ώρες άπραγης αναμονής επιτέλους ανταμείφθηκε και ευχαρίστησε τη φύση και τον Θεό του. Όμως, ξέχασε την υπόσχεσή του και δεν άφησε το ψάρι στο νερό της λίμνης. Το κράτησε, και όσο εκείνο σπαρταρούσε στα βρώμικα σανίδια της βάρκας αυτός δόλωσε και έριξε ξανά τη πετονιά του στο νερό. Δεν πέρασε πολλή ώρα και το χέρι του τραντάχτηκε. Η πετονιά γλίστρησε ανάμεσα από τα δάχτυλά του με ταχύτητα και τα χάραξε βαθιά. Αίμα πλημμύρισε τον τόπο όλο και η βάρκα τραμπαλίστηκε σαν σε μεγάλη τρικυμία με φοβερούς ανέμους. Θόρυβοι και κρότοι δυνατοί ακούστηκαν και παραλίγο η βάρκα να βυθιστεί.
Αντί όμως για ψάρι, ένα μικρό γατάκι ξεπετάχτηκε από το νερό, και ο ψαράς απόρησε πώς ένα τόσο δα μικρό ζωάκι προκάλεσε όλη αυτή την αναταραχή. Ταυτόχρονα ακούστηκε και μια δυνατή βροντή, άστραψαν ολοτρίγυρα όλη η λίμνη και τα βουνά, αλλά αμέσως μετά γαλήνεψε η φύση κι άρχισε να πέφτει από ψηλά μια ήσυχη βροχή. Ο ψαράς, αρκετά τρομαγμένος γύρισε στο μικρό λιμανάκι, έδεσε την βάρκα του στην ξύλινη δέστρα, έβαλε το μικρό γατάκι στην τσέπη του και το πήρε στο σπίτι του. Πέρασε καιρός πολύς, ο ψαράς έχανε αίμα συνεχώς, χλώμιαζε, αδυνάτιζε, ως που δεν άντεξε άλλο και πέθανε. Το γατάκι μεγάλωσε, έγινε μια όμορφη ενήλικη γάτα και μια ωραία μέρα, άφησε το σπίτι του ψαρά και ανέβηκε στο βουνό, όπου μεταμορφώθηκε κι έγινε κάτι σαν σκύλος – γάτα, σαν πάνθηρας με κοφτερούς κυνόδοντες και με νύχια μεγάλα και γαμψά. Εγκαταστάθηκε σε μια βραχώδη προεξοχή της κορυφής, από όπου άρχισε να τρομοκρατεί τους ταξιδιώτες που διέσχιζαν το πέρασμα και ήθελαν να κατέβουν στη λίμνη. Έφταναν άνθρωποι άκληροι, δίχως γη και τόπο για να ζήσουν, κοιτούσαν από ψηλά κάτω χαμηλά την εύφορη γη, τις κοιλάδες και τη λίμνη και κανείς δεν τολμούσε να περάσει. Ως που μια μέρα, δύο πανέξυπνοι ταξιδιώτες πολεμιστές, ο Μπέριος και ο Μελιανός έστησαν παγίδα στο τρομερό θηρίο ξεγελώντας το με ένα αρνί για δόλωμα. Μόλις το άγριο θηρίο πλησίασε ξεπετάχτηκαν ξαφνικά μπροστά της με τα τόξα και κάρφωσαν το σώμα του με βέλη πολλά.
Το θηρίο ξεψύχησε.
Τότε ο Βασιλιάς, (πάντα στους μύθους υπάρχει ένας Βασιλιάς), που το Βασίλειό του έφτανε μέχρις εκεί, πρόσφερε ως ανταμοιβή στους δυο πολεμιστές, μια μεγάλη κοιλάδα στον Μπέριο και ένα βουνό στον Μελιανό. Ύστερα σιγά σιγά κατέβηκαν άνθρωποι πολλοί και γέμισε ο τόπος όλος, ψαράδες, κυνηγούς, αγρότες και κτηνοτρόφους. Και έζησαν εκεί αιώνες και αιώνες. Κι ακόμα ζουν εκεί. Ο Μπέριος και Μελιανός ζουν μαζί τους και θα ζουν αιώνια στον τόπο αυτόν ανάμεσα σε κρυστάλλινες νεράιδες, επειδή από τη φύση τους η ζωή τους είναι αθάνατη, έτοιμοι να προσφέρουν την βοήθεια τους, όταν και αν χρειαστεί.
Ψηλά στην κορφή του “βουνού της Γάτας”, παρέμεινε και δεσπόζει σημαδεύοντας τον ουρανό ένας από τους κυνόδοντες του θεριού, για να θυμίζει στους ανθρώπους την αθέτηση των υποσχέσεων και των όρκων τους.
*Το δόντι της Γάτας….
*****
Σαν παραμύθι….
παλιός μύθος μιας ξένης χώρας, με πολλές εκδοχές-παραλλαγές..…
Αυτή, δική μου…