Dark Mode Light Mode
Με μετάταξη στο Δήμο Θάσου
Λευτέρης Κελβερίδης και Κοσμάς Χαρπαντίδης: Δύο θεράποντες της πένας εξιστορούν τα του τόπου μας
ΔΕΔΔΗΕ και Δασαρχείο στο κόψιμο πολλών δέντρων

Λευτέρης Κελβερίδης και Κοσμάς Χαρπαντίδης: Δύο θεράποντες της πένας εξιστορούν τα του τόπου μας

Πολιτική βία, εθνικιστικά πάθη, αιματοβαμμένοι έρωτες

και κινηματογραφικές αναπολήσεις σε Δράμα και Καβάλα

 

Γράφει ο Μιχάλης Μαυρόπουλος

 

Προμηθεύτηκα σχετικώς αργοπορημένα, λόγω μονίμου διαμονής μου στο Παρίσι, το πόνημα – ντοκουμέντο του Λευτέρη Κελβερίδη «Οι κινηματογράφοι της Καβάλας» και το μυθιστόρημα του Κοσμά Χαρπαντίδη «Το άκυρο αύριο».

Θ΄ αρχίσω με τον αδιαφιλονίκητο βασιλιά της λογοτεχνίας, το μυθιστόρημα του Δραμινο-καβαλιώτη Χαρπαντίδη. Είχα διαβάσει προ εικοσιπενταετίας περίπου το «Μανία πόλεως» του ιδίου. Είχα κατενθουσιαστεί. Ε, λοιπόν αυτή τη φορά μαγεύτηκα και από τη μορφή, τη γλώσσα, το ύφος, το περιεχόμενο των 276 σελίδων. Η γλώσσα του μυθιστοριογράφου είναι δημοτική, διαυγής, ρέουσα, ακριβής. Το διάβασμά της σε ξεκουράζει και αποπειράσαι να σημειώσεις, με την βοήθεια ενός μικρού μπλοκ, τις εκφράσεις που σ΄ εντυπωσίασαν όπως π.χ. «τη ρημαγμένη κληρονομιά του καπετάνιου, τους ερειπιώνες και τα παγωμένα απομεινάρια περασμένων εποχών». Για να μην πω ότι μ΄ ανέβασαν στους ουρανούς οι σελίδες που περιγράφουν την ανίατη αρρώστια ενός αιμοχαρούς αρχιαναστενάρη  – φαντάζομαι της Μαυρολεύκης Δράμας – που επί 49 ημέρες απέρριπταν οι άγγελοι την κατάμαυρη και λεκιασμένη από τα αίματα ψυχή του. Τότε για να τον ελευθερώσει από τον μαρτυρικό αναμένοντα θάνατο «μια γριά ενενήντα τριών χρονών και, μόλις τον βλέπει, διατάζει να βρεθούν τα μαχαίρια που σκότωνε. Θαμμένα είναι, δεν βρίσκονται πουθενά». Εν τέλει τα φονικά όργανα ευρέθησαν και πάραυτα «η γριά πρόσταξε ν΄ ανάψουν φωτιά δυνατή κι εκεί να λιώσουν το μολύβι από τα μαχαίρια κι έπειτα ν΄ ανοίξουν λάκκους τόσους όσες οι ψυχές (71!) που αφαίρεσε κι εκεί να χύσουν από το λιωμένο μέταλλο και μόλις τελειώσει αυτό να κλείσουν και τις εβδομήντα μία τρύπες, τότε η ψυχή θα βρει άγγελο να την πάρει».

Εάν αυτή η υψηλή σε ρίγος παράγραφος δεν ζωντανεύει τις σκηνές που είδατε πιθανόν κάποτε στον κινηματογράφο τις αναφερόμενες στον απάνθρωπο καθολικό Μεσαίωνα ε, τότε λοιπόν η φαντασία σας χωλαίνει ανεπανόρθωτα και δεν σας βοηθά να εισέλθετε στους συγκινησιακούς διαδρόμους της αισθητικής στην λογοτεχνία. Αυτά για τη μορφή.

Το περιεχόμενο του «Άκυρο αύριο» αναφέρεται διεξοδικώς στις άγριες μάχες μεταξύ εαμιτών της αριστεράς και εθνικιστών της ακραίας δεξιάς, στα μικρά και μεγάλα οροπέδια της ορεινής Δράμας και δεν ξέρω για ποιο λόγο, φαντάζομαι στο όρος Όρβηλος. Άντε τώρα ψάξε να βρεις το γιατί, παρ΄ όλον ότι η ιστορία σημειώνει ότι ανταρτο-ομάδες, δεξιές κι αριστερές δρούσαν στο Παγγαίο.

Αριστερόφρων παραδοσιακός, γόνος καπνεργατών, ενδιαφέρθηκα όλως ιδιαιτέρως στις σελίδες που αφιερώνει ο Χαρπαντίδης στις σφαγές του Δοξάτου και της Δράμας, τον Σεπτέμβριο του 1941. Περί τίνος πρόκειται; Για το ξεκλήρισμα από τους Βούλγαρους εκατοντάδων απλών οπαδών του ΚΚΕ οι οποίοι ξεσηκώθηκαν «προώρως» μη παίρνοντας υπ΄ όψιν τους τις τότε αναλύσεις του Κόμματος, που ισχυρίζετο ότι δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για ένα ντου.

Ο Χαρπαντίδης βάζει στο στόμα ενός εθνικιστικού δεξιού αντάρτη τα εξής λόγια δίκην λογοτεχνικής αδείας: «Εδώ πάνω, μετά τις σφαγές της Δράμας και του Δοξάτου, δεν υπήρχε άλλη αντίσταση εκτός από αυτή των εθνικών καπετάνιων, μέχρι το 1944, οπότε και εμφανίστηκε δειλά – δειλά ξανά το ΕΑΜ». Και επεξηγεί: «Κι αυτό γιατί, η Χρύσα Χατζηβασιλείου (σ.σ. μέλος του πολιτικού γραφείου του ΚΚΕ), σταλμένη κρυφά από τον Ζαχαριάδη, βάρεσε σιωπητήριο και δεν άφησε κανέναν να κάνει αντίσταση, μετά το φιάσκο της πρόωρης εξέγερσης του Δοξάτου».

Είναι αλήθεια ότι η Χρύσα Χατζηβασιλείου ήλθε εδώ στις περιοχές μας για να επιστήσει την προσοχή των αγωνιστών για την αποφυγή βιαστικών ενεργειών. Όχι όμως κατόπιν εντολής του Ζαχαριάδη, ιστορικού κι αμφιλεγόμενου αρχηγού του ΚΚΕ. Ο τελευταίος συνελήφθη από τους Γερμανούς στην Αθήνα, τον Μάιο του 1941 και εστάλη στη Βιέννη για ανακρίσεις και εν συνεχεία στο στρατόπεδο του Νταχάου, ήτο δηλαδή αιχμάλωτος κι έγκλειστος στην χιτλερική Γερμανία την στιγμή που συνέβαιναν τα γεγονότα του Δοξάτου.

Συμπτωματικά το ΕΑΜ ιδρύθη τον Σεπτέμβριο του 1941 με πρωτοβουλία του ΚΚΕ και άλλων μικρότερων σοσιαλ-δημοκρατικών και όχι μόνον κομμάτων. Η ίδρυσις του Μετώπου εδημιούργησε ένα ενθουσιασμό κυρίως στους αριστερούς της Ανατολικής Μακεδονίας που υπέφερε τα πάνδεινα από τους Βούλγαρους. Θα ήτο λοιπόν παράδοξον να υποθέσουμε ότι η υπάρχουσα κομμουνιστική οργάνωση του Δοξάτου απεφάσισε μόλις εγνώσθη η ίδρυση του ΕΑΜ, να ξεσηκωθεί εν όπλοις αγνοούσα παντελώς τις αποτυχούσες συνεννοήσεις μεταξύ αστικών και αριστερών κομμάτων; Ευρεία ερώτησις… Οι ιστορικοί έχουν το λόγο…

Εξ΄ άλλου ο συγγραφεύς εισάγει επικαίρως και τεχνηέντως στην εξέλιξη του μυθιστορήματος του  το σελτζούκικο τοπωνύμιο Ματζικέρτ. Αμφιβάλλω αν πολλοί Έλληνες, έστω και μορφωμένοι, γνωρίζουν αυτόν τον όρο. Εγώ πάντως, χωρίς να τον αγνοώ, δεν ήξερα περί τίνος πρόκειται. Χάρις στον Χαρπαντίδη ανέτρεξα στο γαλλικό ιντερνέτ και έμαθα ότι η πρώτη, μεγάλης σημασίας πολεμική σύγκρουση μεταξύ των Βυζαντινών και των Σελτζούκων Τούρκων έλαβε χώραν το 1071 στα βάθη της Ανατολίας βορείως της λίμνης ΒΑΝ, μεταξύ του Βυζαντινού αυτοκράτορος Ρωμανού του IV Διογένη και του Ασιάτη δεσπότη Αλπ Αρσλάν. Εκεί η τότε Βυζαντινή αυτοκρατορία ηττήθηκε για πρώτη και βαρύνουσας σημασίας φορά. Ποιος όμως σύγχρονος μαθητής του Λυκείου συγκρατεί αυτή την αποφράδα ημερομηνία 1071 εν αντιθέσει μ΄ εκείνη του 1453 όταν «εάλω η Πόλις;». Η ιστορία συγκρατεί τις ημερομηνίες που θέλει.

Τελειώνοντας την ανάγνωση του «Το άκυρο αύριο» προσπάθησα να ταξινομήσω τα μηνύματα που θέλησε να περάσει αυτός ο σεμνός και επίμονος εργάτης της πένας και καψούρης της ιστορίας των παραμεθορίων περιοχών μας και των κατοίκων τους. Κατ΄ αρχάς, χωρίς να παραβλέπει τα στραβά και τα ανάποδα των αντιστασιακών κομμουνιστών που αντικατέστησαν, όπως ισχυρίζεται ένας ακραιφνής εθνικόφρων αντιστασιακός, «το στέμμα του Βόρη και του Συμεών με τα σφυροδρέπανα στο μπράτσο», ο Χαρπαντίδης είναι ανελέητος με τα κακουργήματα του καπετάνιου Αρσλάνογλου, του ήρωα του βιβλίου, αργότερα γνωστού πολιτευτού της δεξιάς στη Δράμα. Δεν διστάζει να βάλει στο στόμα εκείνης που διηγείται την ιστορία, την φοβερή φράση: «Επιτέλους, το κάθαρμα ψόφησε!»

Είναι επίσης – το σπουδαιότερο για τον υπογράφοντα – χωρίς τον παραμικρό οίκτο για την επικρατούσα ακόμη και σήμερα ανδροκρατία, ιδίως στην επαρχία, που το συγγενολόγι του άνδρα ρωτά «με ύφος ανακριτικό την νιόπαντρη που πήγαινε; και με ποιους; γιατί κυκλοφορούσε μόνη της; γιατί έμπαιναν στο σπίτι της άνδρες; ενώ έλλειπε» ο σύζυγος. Κοντολογίς επαναστατεί η ηρωΐδα εναντίον «της ασφυκτικής οικογενειακής καθημερινότητας».

Όσο για τις τείνουσες προς εξαφάνιση βουλγαροφωνία και τουρκοφωνία, για τις οποίες έσφαζε ανθρώπους ο Αρσλάνογλου, δεν έχετε παρά να πάτε στο δραμινό κεφαλοχώρι Βώλακας για ν΄ ακούσετε ένα είδος βουλγάρικης διαλέκτου ή στη Λεκάνη Καβάλας ή ακόμη και στη συνοικία της ίδιας πόλεως, για  ν ΄ ακούσετε από τους γεροντότερους τούρκικα. Αφουγκρασθείτε αλλήλους.

 

 

Σινεμά: Καταφύγιο των καβαλιωτών

 

Σωστά γράφει ο φίλος Λευτέρης Κελβερίδης στον πρόλογο της Α΄ έκδοσης του πονήματός του «Οι κινηματογράφοι της Καβάλας» ότι χάρις «στο σινεμά που είναι ένα παράθυρο στον κόσμο είχαμε την τύχη αυτό το παράθυρο να μας ανοιχτεί διάπλατα». Πλήθος προσωπικών αναμνήσεων ξεπηδούν απ΄ τις σελίδες.

Θυμούμαι τον πατέρα μου που έχοντας απόλυτη εμπιστοσύνη στο πολιτικό (;) γούστο του διαχειριστού του πολυτελούς «Αττικόν» Φώτη Φαρμάκη – είχε τη φήμη του αριστερού – με παρότρυνε να υπάγω να δω τα μόλις εισαγόμενα τότε ρώσικα φιλμ, όπως το θρυλικό «Όταν περνούν οι γερανοί» με την Τατιάνα Σομαήλοβα, εάν δεν μ΄ απατά η μνήμη. Αναφέρει ο Κελβερίδης πως η ταινία «Ο 41ος» είχε κόψει σε μία μέρα 4.500 εισιτήρια. Κύματα – κύματα κατέβαιναν οι θεατές από τις «κόκκινες» γειτονιές για να δουν ένα άλλο είδους σινεμά. Αυτό κινητοποιούσε τους λεγόμενους «μυστικούς» της ασφάλειας που «ένας προσεκτικός παρατηρητής θα μπορούσε εύκολα να διακρίνει λίγα μέτρα μετά το «Αττικόν», κάποιες περίεργες παρουσίες οι οποίες κρατούσαν με μεγάλο ζήλο, σημειώσεις, προκειμένου να …εμπλουτίσουν τα κιτάπια τους».

Στην άλλη αίθουσα, τα «Ολύμπια», των αδελφών Αποστόλου που υπήρξε σύμφωνα με τον Κελβερίδη, ο πιο αγαπημένος κινηματογράφος των Καβαλιωτών, οι Καβαλιώτισσες έπεφταν ερωτευμένες με τον Αμεντέο Νατσάρι, οι δε άνδρες αναστατώνονταν με τους μηρούς, επί το λαϊκότερον… μπουτάρες και τους γλουτούς της Συλβάνα Μαγκάνο, που το κοντό σορτς και οι επικύψεις της ηθοποιού για το μάζεμα του ρυζιού στην ταινία «Πόθοι στους βάλτους» επέβαλαν μια ένοχη σιωπή των αρρένων στην αίθουσα. Όσο για την πληθώρα των ελληνικών ταινιών «που οι θεατές γέμιζαν ασφυκτικά την αίθουσα από πολύ νωρίς το απόγευμα, χωρίς να αποφεύγονται και κάποιοι μικροτσακωμοί για το καπάρωμα μιας θέσης» και η χρήση- στις ώρες μεγάλων συνωστισμών εκ μέρους του γυναικείου φύλου – μεγάλων βελόνων για ν΄ απομακρύνουν τους εφαψίες κοινώς κολλητιρτζήδες, που επεδίωκαν να τοποθετούνται επιμελώς ακριβώς πίσω από χυμώδεις και στρουμπουλές υπάρξεις, δημιουργούσαν μία αναστάτωση και οι κραυγές «α να χαθείς παλιάνθρωπε» διέχεαν την ατμόσφαιρα. Οπότε οι εφαψίες όπου φύγει – φύγει.

Τα «Τιτάνια» «ήταν ένας κινηματογράφος που η αίθουσα του θύμιζε μάλλον αποθήκη», τονίζει ο Κελβερίδης και επεξηγεί: «Με ξύλινα άβολα καθίσματα, που έκαναν φοβερό θόρυβο όταν διπλώνονταν, κι ένα λαϊκό κοινό, ενώ οι ταινίες που πρόβαλε δεν ήταν κι ό,τι το ποιοτικότερο». Ίσως αλλά εκεί βλέπαμε, ντάλα μεσημέρι, τα καλλίτερα γουέστερν.

Με την ευκαιρία ιδού ένα σπαρταριστό επεισόδιο. Ο ιδιοκτήτης της αίθουσας Γαρύφαλλος Καρασμάνης, ένας ογκώδης μεσήλιξ φέρων συχνά – πυκνά μια μαγκούρα, έπαιρνε θέση καθημερινώς δεξιά της αιθούσης εκεί όπου εκάθηντο οι νεαροί θεατές λάτρεις των γουέστερν. Όταν το «παλικαράκι» εκινδύνευε να πέσει από τις σφαίρες των ληστών του τρένου, ο κυρ Γαρύφαλλος εσηκώνετο από τη θέση του κι εξεστόμιζε: «Πω, πω, θα το φάνε το παιδί τα καθάρματα». Και οι νέοι με μια φωνή: «Μη φοβάσαι μπάρμπα, θα σωθεί». Οπότε ο ιδιοκτήτης συνεπαίρανε ότι οι νεαροί είχαν δει το «έργο», τουλάχιστον δύο φορές και τους κατεδίωκε με τη μαγκούρα του οδηγώντας τους προς την έξοδο.

Τέλος, ο εμφανισθείς «Απόλλων» στη διάρκεια των ετών 1960 – 61, ιδιοκτησίας του Στάθη Μοσχίδη του πρεσβύτερου, είχε την προτίμηση ενός απαιτητικού κοινού όχι απαραιτήτως για την ποιότητα των προβαλλομένων ταινιών όσο για τα άνετα και ευρύχωρα καθίσματα του. Παρ΄ όλα αυτά ένας παιδικός μου φίλος γκρίνιαζε στην προβολή «Η εκδίκηση είναι δική μου» με τον Μάρλον Μπράντο γιατί ένας «ψηλέας» του έκοβε τη θέα των εκφράσεων του προσώπου του Μπράντο. Ένας έντονος διαξιφισμός επηκολούθησε και οι διαμαρτυρίες των άλλων θεατών κόντεψαν να διακόψουν την προβολή.

Ευχαριστώ φίλε Λευτέρη που με το βιβλίο σου μου θύμισες μια Καβάλα των δεκαετιών «60 και πολύ περισσότερο του «50 και μόλις του «40 που «ήταν μια Καβάλα πολύ διαφορετική από την σημερινή…

Προηγούμενο άρθρο

Με μετάταξη στο Δήμο Θάσου

Επόμενο άρθρο

ΔΕΔΔΗΕ και Δασαρχείο στο κόψιμο πολλών δέντρων