Κατά τη διάρκεια του ’77, και στη νότια Ιταλία, η Αυτονομία έγινε το ηγεμονικό ήθος, καταφέρνοντας να παρασύρει στο εξεγερτικό κλίμα χιλιάδες ανθρώπους που μέχρι τότε έλκονταν στις μικρές μαρξιστικές λενινιστικές και αγώνα ομάδες, όταν όχι σε πιο θεσμικές οργανώσεις.
Αλλά η ανάπτυξη της σύγκρουσης οφειλόταν κυρίως στην προλεταριακή απάντηση ενάντια στον «εκσυγχρονισμό» που η Χριστιανική Δημοκρατία διατύπωνε σε αυτήν την περιοχή. Ολόκληρα προλεταριακά τμήματα, στο Μπάρι, στη Νάπολη, στο Παλέρμο, είχαν απελαθεί από τα ιστορικά κέντρα προς τις νέες περιφέρειες, έδαφος κερδοσκοπίας των ακινήτων, όπου χιλιάδες οικογένειες ήταν εγκλωβισμένες σε τεράστιες ανθρώπινες κυψέλες, βυθισμένες σε μια έρημο τσιμέντου χωρίς κάποια εμπορική, ψυχαγωγική ή πολιτιστική δραστηριότητα.
Από την άλλη, η ανεργία ήταν πολύ υψηλή και η μόνη πηγή εισοδήματος για χιλιάδες οικογένειες ήταν το λαθρεμπόριο καπνού και άλλες μικροπαράνομες δραστηριότητες. Η οργή που συσσώρευσαν οι νέοι σε αυτά τα γκέτο στράφηκε προς το μέρος του ενδεχόμενου καταστροφής που άνοιξε εκείνη τη χρονιά.
Pianoforte sobre las barricadas 225
Ήταν όμως και η επιθυμία τους για ελευθερία και ζωή από κοινού που το Κίνημα κατάφερε να καταστήσει δυνατή χάρη στο άνοιγμα νέων χώρων διαβίωσης, ελεύθερων και αυτόνομων. Ένα περιοδικό με απλό όνομα, Κομμουνισμός, το οποίο άρχισε να αναδύεται στην Cosenza (στην περιοχή της Καλαβρίας), της οποίας η πανεπιστημιούπολη έγινε μια τεράστια «κόκκινη βάση», λειτούργησε ως ένα δίκτυο σύνδεσης μεταξύ όλων των νότιων αυτόνομων πραγματικοτήτων.
Γι’ αυτές το αιώνιο μεταρρυθμιστικό παράπονο για «την έλλειψη νοήματος του Κράτους» στο νότο θα γίνει ένας μοχλός για να οικοδομήσουν μια υπόθεση αυτονομίας. Η μη εργασία στην οποία «καταδικάζονται» οι νότιοι μετατράπηκε, κάτω από αυτή την υπόθεση, σε μια ευκαιρία, μαζί με αυτή του μη Κράτους, να πιέσει προς τη βίαιη ρήξη με όλη την αναπτυξιακή και κρατικιστική παράδοση της ιστορικής αριστεράς.
Οι αγώνες μέσα στους μεγάλους βιομηχανικούς πόλους του νότου μεταξύ 1976 και 1977 ήταν από τους ισχυρότερους σε ολόκληρη τη χώρα, με άγρια επεισόδια δολιοφθορών και σε πολύ υψηλό επίπεδο εμπρηστικών επιθέσεων που έπεσαν επάνω στις φιγούρες ελέγχου του εργοστασίου.
Από την άλλη η σκληρή πρακτική του αντιφασισμού επικράτησε σε πολλά εδάφη, όπως το Μπάρι, όπου τον Νοέμβριο 1977, αποκορύφωμα μιας σειράς επιθέσεων, ο νεαρός σύντροφος από την παλιά πόλη, Benedetto Petrone, δολοφονήθηκε από μια συμμορία φασιστών.
Αυτό το επεισόδιο πυροδότησε ταραχές πρωτόγνωρων διαστάσεων στην πόλη εκείνη, καταλύτης μιας μεγάλης επέκτασης του Κινήματος που για τρία χρόνια θα γεμίσει έτσι κι αλλιώς τους δρόμους και τα όνειρα πολλών.
Μεγάλη ήταν και η διείσδυση της Αυτονομίας στις βόρειες επαρχίες, δηλαδή Λομβαρδία, Πιεμόντε (στην ίδια Val di Susa, που σήμερα διασχίζει ένας μεγάλος λαϊκός αγώνας ενάντια στα τρένα υψηλής ταχύτητας), και το Βένετο.
Τα μικρά εργοστάσια που ξέφυγαν από τον έλεγχο των συνδικάτων και που απασχολούσαν μεγάλο αριθμό εργατικών νεανικών χεριών, που μετατράπηκαν σε νεύρο της παραγωγικής αναδιάρθρωσης, χτυπήθηκαν από τον κυκλώνα του ’77: «Σε αυτό το πλαίσιο είναι όταν στον αστικό ιστό των πόλεων δημιουργήθηκε αυθόρμητα η ανωμαλία των «αυτόνομων Κολεκτίβων». Πολιτικά «παιδιά κανενός».28
Οι μαρτυρίες και τα έγγραφα που συγκεντρώθηκαν σε αυτό το δοκίμιο, τα οποία αναφέρονται στην επαρχία του Βαρέζε είναι σημαντικά ώστε να κατανοήσουμε τόσο τις προσωπικές όσο και τις δομικές δυναμικές που καθόρισαν αυτό το φαινόμενο: 28 Sergio Bianchi, «Figli di nessuno» en Settantasette. La rivoluzione che viene, »Κανενός παιδιά» στο Εβδομήντα επτά. Η επανάσταση που έρχεται, Roma, Deriveapprodi, 1997.
226 Un comunismo más fuerte que la metrópoli
Η θεματική της άρνησης στην εργασία ήρθε σαν γάντι, αφού, στην πραγματικότητα, όλοι μας νιώθουμε μια ενστικτώδη απόρριψη της εργασίας. Ανακαλύπτοντας ότι η αυθόρμητη συμπεριφορά μας ήταν μια θεματική επαναστατικής θεωρίας με πάνω από δέκα χρόνια εργατικών αγώνων πίσω της, στα μεγαλύτερα ιταλικά εργοστάσια, είχε βαθιά επίδραση πάνω μας. αποδιοργανωτική, με την έννοια ότι, για παράδειγμα, κοινωνικά μπορούσαμε να διεκδικούμε περήφανα αυτή τη συμπεριφορά απόρριψης και σταματώντας να τη ζούμε μόνο μέσα στην οριακή μας ομάδα, απομονωμένη από το γενικό πλαίσιο της εργατικής οργής.29
Οι αυτόνομες μητροπολιτικές οργανώσεις ήταν πολύ ευέλικτες στο να υφαίνουν αμέσως σχέσεις με αυτούς τους μικροσχηματισμούς ανθρώπων και έτσι έγιναν αληθινά δίκτυα επαρχιακού αγώνα με μεγάλη ικανότητα συνάθροισης και επίθεσης.
Οι Αυτόνομες Συλλογικότητες των πόλεων επιδίωξαν, αφενός, να ανοίξουν χώρους όπου «να κοινωνικοποιηθούν οι στάσεις» ανυποταξίας και, από την άλλη πλευρά, διεξήγαγαν έρευνες για την διαυγή κατανόηση του στρατηγικού ρόλου που οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις της επαρχίας είχαν στη γενική αναδιάρθρωση της παραγωγής και της κοινωνίας: τα μικρά εργοστάσια αποτελούσαν την δομή διάχυτης εντολής επάνω σε ένα ευέλικτο εργατικό δυναμικό και επισφαλές, και τα μικρά αφεντικά τους ήταν οι «μεσάζοντες» σε αυτό τον μετασχηματισμό.
Η πόλη, με την παραγωγική της δομή, δεν θα μπορούσε να θεωρείται κάτι περισσότερο από ένα «γκέτο» που πρέπει να καταστραφεί. Αλλά όπως επισημαίνει ο Sergio Bianchi, η σχέση που δημιουργήθηκε μεταξύ των νέων γενεών της επαρχίας και τα αυτόνομα πολιτικά στελέχη δεν λειτούργησε πολύ καλά, σίγουρα όχι όπως θα ήθελαν οι οργανώσεις.
Αν και δεν κατάφεραν ποτέ να ενσωματώσουν πλήρως στα οργανωτικά τους μοντέλα τις «πρακτικές των αναγκών», όπως η απελευθέρωση του σώματος, ο πειραματισμός με τα ναρκωτικά, την κοινοτική ζωή, τις διαφορές φύλου, τα οποία αποτελούν θεμελιώδες μέρος της ζωής αυτών των νέων:
«Τελικά, η πολιτική της οργάνωσης αποδείχθηκε ομπρέλα πολύ στενή για να καλύψει όλο τον πλούτο των κινημάτων».30 Σε σχέση με την υπόλοιπη επικράτεια και σε ποσοστιαία βάση, κατά τη διάρκεια του ’77 στις επαρχίες σημειώθηκε μια αύξηση του αριθμού των ένοπλων ενεργειών ή δολιοφθοράς, και ίσως ακριβώς λόγω της έλλειψης ενός πιο σύνθετου υλικού και με μεγαλύτερες ευκαιρίες σε σύγκριση με τις μεγάλες πόλεις, ένας μεγάλος αριθμός νεαρών αγωνιστών βρέθηκε αμέσως περιορισμένος, καθώς έπρεπε να επιλέξει μεταξύ ηρωίνης και συμμετοχής στις περισσότερο ή λιγότερο μεγάλες ένοπλες οργανώσεις, των οποίων οι ενέργειες επικεντρώνονταν κυρίως κατά τα έτη 1978 και 1979.
29 Ibídem. το ίδιο 30 Ibídem.
Pianoforte sobre las barricadas 227
συνεχίζεται
Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος αέναη κίνηση