Dark Mode Light Mode

Λιβάδια στις φλόγες, στ’

Αξίζει τον κόπο να σταματήσουμε λίγο για να αναλογιστούμε σχετικά με την κριτική διάσταση της «αξίας χρήσης» των εικόνων των αγώνων, σε πλαίσια που κυριαρχούνται σε μεγάλο βαθμό από τα μέσα ενημέρωσης.

Αυτό δεν μπορεί μόνο να καταστεί ένα όργανο καταγγελίας-προδοσίας αλλά και διαστρέβλωσης: τα ΜΜΕ είναι σίγουρα ένα πεδίο μάχης. Ακόμα και σήμερα πολλοί πρωταγωνιστές της εποχής, είτε είναι αγωνιστές στο προσκήνιο είτε σε δεύτερο επίπεδο, δίνουν στο επεισόδιο της via De Amicis την ευθύνη για το τέλος του κινήματος.

Αυτή η κρίση είναι πέρα ​​από κάθε ιστορική ορθολογικότητα, αλλά αυτό που περισσότερο προκαλεί έκπληξη είναι ότι σε αυτές τις συζητήσεις δεν εμφανίζεται καθόλου το γεγονός πως και νωρίτερα έπεσαν πυροβολισμοί σε διαδηλώσεις, και ότι μόλις ένα μήνα πριν, στη Ρώμη, ένας αστυνομικός είχε πεθάνει σε μια παρόμοια δυναμική. τόσο που στα έγγραφα που παρήγαγε τότε η Αυτονομία, για να «καταλαβαινόμαστε», και τα δύο επεισόδια καταδικάζονταν ως μιλιταριστικές υπερβολές.

Pianoforte sobre las barricadas 231

Στα χρόνια που ακολούθησαν, όμως, δεν έγινε ηθελημένα λόγος για τη ρωμαϊκής περίπτωση, πέρα ​​από το να περιλαμβάνεται στις χρονολογίες· αντιθέτως η περίπτωση της οδού De Amicis απέκτησε μια απόλυτη αξία.

Αυτό οφείλεται, προφανώς, στη θεαματική-αστυνομική χρήση των εικόνων και στην υποτέλεια σε σχέση με την ερμηνεία που έκανε ο Umberto Eco σε ένα διάσημο άρθρο της εβδομαδιαίας L’Espresso. 32 Αναμφίβολα ο Eco είχε δίκιο όταν επεσήμανε τη σημασία της τεχνητής εικόνας κατασκευή της σύγχρονης υποκειμενικότητας αλλά και σε σχέση με την κατασκευή του «συμβολικού»: μέχρις εδώ είναι κοινοτοπίες.

Αλλά είχε αρχίσει να εξαπατάει όταν έβαλε για πρώτη φορά την εκδίωξη του Λάμα ως μια σύγκρουση μεταξύ «θεατρικών δομών», μεταξύ δύο κωδίκων επικοινωνιακών, αφηρημένων ως τέτοιους, και όχι ως μια πολύ υλική διαμάχη ανάμεσα σε δύο μορφές ζωής που διασχίζονταν από μια πολλαπλότητα αντιθέσεων που εμφάνιζαν την λανθάνουσα κατάσταση ενός εμφυλίου πολέμου.

Φτάνει στην διαστρέβλωση όταν καρφώνει το βλέμμα του —και το δάχτυλό του— στη φωτογραφία του αυτόνομου που πυροβολεί στη μέση του δρόμου, βγάζοντας από αυτήν το έμβλημα του «μοναχικού ήρωα», που εν προκειμένω, σε αντίθεση με την επαναστατική κλασική εικονογραφία στην οποία θα εμφανιζόταν πάντα ως θύμα, νεκρός, υβρισμένος (ανέφερε ως παράδειγμα τη φωτογραφία του Τσε που σφαγιάστηκε και εκτέθηκε πάνω στον πάγκο του στρατώνα), ήταν καταραμένα δραστήριος αλλά απομονωμένος του μαζικού κινήματος, απλώς και μόνο επειδή αυτό δεν εμφανίζονταν στο φόντο της φωτογραφίας.

Επομένως, είπε ο Eco, είναι μια εικόνα που δεν είναι μέρος της προλεταριακής παράδοσης (η οποία συμβολίζεται πάντα με μεγάλες και ακαθόριστες μάζες), και η οποία επιπλέον —δεν το είπε αλλά το υπονόησε— ανήκει σε άλλου είδους αφηγήσεις, όπως η τρομοκρατική, αν όχι απευθείας φασιστική.

Αυτό που δεν λέει ο Eco είναι ότι πίσω από αυτές τις μπαλακλάβες υπήρχαν πολύ νεαρά μέλη κολεκτίβων της γειτονιάς και των ινστιτούτων, που βρίσκονται μέσα σε ένα πολύ συγκεκριμένο και πολύ απέραντο προλεταριακό Κίνημα: αυτό που κάνει είναι να «συμβολίζει», να «αφαιρεί», να «συνάγει».

Χρόνια αργότερα, κατά τη διάρκεια των ερευνών, εμφανίστηκαν άλλες φωτογραφίες που έχουν δημοσιοποιηθεί μόνο πρόσφατα. Η γωνία είναι διαφορετική και εμφανίζονται αυτόνομοι οπλισμένοι σε αριθμό όχι μικρότερο από είκοσι στο φόντο της διαδήλωσης από την οποία προέρχονταν.

Στο μεταξύ, ωστόσο, εκείνη η φωτογραφία εμφανίστηκε σε αμέτρητα δημοσιεύματα που ήταν αφιερωμένα στην «ανατροπή», νομιμοποιώντας την εξίσωση Αυτονομία = τρομοκρατία που σιγά σιγά έχει κατασκευαστεί ως «ιστορική αλήθεια» από την πλευρά των νικητών.

32 L’Espresso, 29 de mayo de 1977.

232 Un comunismo más fuerte que la metrópoli

Σε ένα πιο πρόσφατο δοκίμιο, ο Maurizio Lazzarato υποστηρίζει ότι ήταν εκείνη η φωτογραφία που επέβαλε ορισμένες επιλογές, τόσο στους εξεγερμένους καθώς και στους θεσμούς, με την έννοια της ώθησης στο παραλήρημα του ένοπλου αγώνα από τη μια και μια παραληρηματική καταστολή από την άλλη.33

Όσο προσεκτικό και σε μεγάλο βαθμό συμβατό κι αν είναι στις πτυχές του θεωρητικά, το κείμενο αυτό δεν είναι καν πειστικό στην ουσιαστική του θέση, στο βαθμό που παρακολουθώντας προσεκτικά τα γεγονότα γνωρίζουμε ότι τα θεσμικά όργανα είχαν ήδη αρχίσει τη στρατιωτική και δικαστική δίωξή τους και ότι στο Κίνημα, οι επιλογές που υλοποιήθηκαν λίγο μετά προέρχονταν των μονοπατιών που είχαν ήδη καθοριστεί εκ των προτέρων και ανεξάρτητων από τις «συμβολικές» διεργασίες τις οποίες τελικά προκάλεσε εκείνη η καταραμένη φωτογραφία.

Σε κάθε περίπτωση, ο πυροβολισμός στη via De Amicis οδήγησε σε μια επιτάχυνση του συνεχιζόμενου κατακερματισμού του αυτόνομου χώρου του Μιλάνο και έμμεσα από όλο την υπόλοιπο χώρο σε εθνικό επίπεδο: η ιστορία του Rosso ως δίκτυο που μοιράζονταν εκατοντάδες εδαφικές κολεκτίβες μοιάζει να τελειώνει εκείνη την ημέρα, τουλάχιστον σύμφωνα με αυτά που λεν κάποιοι δικοί του αγωνιστές. Η εφημερίδα κυκλοφόρησε δύο ακόμη νούμερα, προσπαθώντας να το κάνει διατηρώντας τη διαδρομή και έγιναν κάποιες προσπάθειες ανασύνθεσης μεταξύ διαφορετικών ψυχών του, αλλά δίχως επιτυχία.

Το τελευταίο τεύχος του Rosso. Εφημερίδα μέσα στο κίνημα- Rosso. Giornale dentro il movimento βγήκε, είναι σημαντικό αυτό, ως ειδικό αφιέρωμα στο Συνέδριο της Μπολόνια του Σεπτεμβρίου, όταν οι διαιρέσεις μεταξύ των διάφορων αυτόνομων ευαισθησιών, και πιο συγκεκριμένα εντός του Κινήματος, έδειξαν τον εαυτό τους με όλη τους τη σκληρότητα.

Μετά από αυτό, η μιλανέζικη ομάδα που ήταν συνδεδεμένη με την εφημερίδα έπρεπε να δεχτεί, για να επιβιώσει για ένα διάστημα, τη συμμαχία με την ανερχόμενη Αυτονομία της Πάντοβα και αλλάζει οπισθοδρομικά το όνομά του σε Rosso. Per il potere operaio-Για την εργατική εξουσία: δεν θα μπορούσε ήδη να είναι μέσα σε ένα κίνημα που στο Μιλάνο είχε εκραγεί σε μια διασπορά χιλίων σχηματισμών και που σε όλη την Ιταλία έδειχνε ολοένα και περισσότερο διχασμένο.

Το έντυπο του 1978 και τα νούμερα που βγήκαν μέχρι το Μάιο του 1979 δείχνουν, σε αρμονία με όσα συνέβαιναν σε γενικό επίπεδο, μια προοδευτική φτωχοποίηση αυτής της εμπειρίας: η εφημερίδα αλλάζει ριζικά και ακόμη και το γράφημα αντανακλά μια παρακμή που γίνεται φανερή από το γεγονός ότι ολοένα και λιγότερα άρθρα προέρχονται από τις διάφορες καταστάσεις του Κινήματος. όχι άλλες σελίδες για τις φεμινίστριες, ακόμη λιγότερο των ομοφυλόφιλων, ούτε καν των πολλών διάφορων κολεκτίβων που συνδέονται με τις καταστάσεις αγώνα στα εργοστάσια και στην επικράτεια.

33 M. Lazzarato, Storia di una foto, en Gli autonomi III, cit.

Pianoforte sobre las barricadas 233

Εκτός από μερικά καλά άρθρα, οι περισσότερες σελίδες διακατέχονται από φοιτητικά χρονικά και μακροσκελή πολιτικά ντοκουμέντα συχνά βαρετά και στα οποία υπάρχει μια επαναλαμβανόμενη και αξιολύπητη έκκληση να σχηματιστεί το Μεγάλο Κόμμα της Οργανωμένης Εργατικής Αυτονομίας.

Η έκκληση για «κατακερματισμό του PCI» επανεμφανίζεται ακόμη και για να ξεχωρίσουν «οι αληθινοί κομμουνιστές» (sic!). ένας άστατος και αδαής λενινισμός είχε σηκωθεί στο πίσω μέρος μιας εξαιρετικής ιστορίας, εκείνης που μπορούσε να βασίζεται στο γεγονός ότι κέρδιζαν οι αυτόνομοι επειδή δεν ήταν μόνο οι πιο δυνατοί αλλά και οι πιο έξυπνοι.

Επιστρέφοντας στο μετά του Μάϊου του ’77, το πρόβλημα που παρουσιάζεται στην Αυτονομία, ειδικά στο Μιλάνο αλλά όχι μόνο, είναι αρκετά ξεκάθαρο σε γενικές γραμμές. Η ανάλυση που μοιράζεται η πλειοψηφία των συλλογικοτήτων και των οργανωτικών δομών ήταν πως, μπροστά στην κατασταλτική πολιορκία που επιβλήθηκε από το Κράτος, ήταν αδύνατη η συνέχιση του νόμιμου πολιτικού έργου, όπως γινόταν μέχρι εκείνη τη στιγμή, και ότι, ως εκ τούτου, είναι απαραίτητο να επεκταθεί το παράνομο, να ενισχυθεί το ένοπλο επίπεδο και να εκτοξευθεί το σύνθημα του εμφυλίου πολέμου.

Εκτός των άλλων, η παρανομία είχε γίνει τρόπος κοινής ζωής για τους νέους που ανατράφηκαν στους αγώνες της τελευταίας παρτίδας του Κινήματος και, ως εκ τούτου, ήταν προφανές ότι η πρακτική όλων των κολεκτίβων γειτονιάς έγειρε προς μια αποφασιστικά μαχητική γραμμή.

Το τεύχος Ιουνίου του Rosso το ξεκαθαρίζει: Είναι αναγκαίο να θυσιαστεί μέρος των διαδικασιών συσπείρωσης του Κινήματος, γιατί κάθε άλμα προς τα εμπρός που γινόταν με αυτή την έννοια συναντιόταν αμελλητί με μια μεγαλύτερη επέκταση της καταστολής. Έπρεπε τότε να δοθεί προνόμιο στις στιγμές εσωτερικής, μαχητικής οργάνωσης, ώστε να διαρραγεί αυτή την «κακή διαλεκτική»: «Χρειαζόμαστε το κόμμα ως οργάνωση του εμφυλίου πολέμου και ηγεσία του προλεταριακού στρατού».

Στην πράξη, συμβαίνει όποιος ευνοεί μια «μαζική γραμμή» προσανατολισμένη στα μονοπάτια του κινήματος, θέτει τις δυνάμεις του στις περιπολίες, στον αγώνα κατά της ηρωίνης, στο ρίζωμα στις προλεταριακές γειτονιές, στην προσπάθεια διατήρησης μιας συνεχούς παρουσίας στον δρόμο.

Από την άλλη, πολλαπλασιάζονται οι μπάντες που πραγματοποιούν έναν εντυπωσιακό αριθμό επιθέσεων σε στρατώνες και γραφεία διοίκησης, παράλληλα πραγματοποιούνται πολλαπλές απαλλοτριώσεις για την αυτοχρηματοδότηση. Για κάποιους μήνες αυτή η διπλή δυναμική λειτουργεί —για παράδειγμα στο Μιλάνο, όπου ο μαζικός αγώνας για τις μεταφορές συνοδεύεται από την έκρηξη δύο βομβών που εμποδίζουν την έξοδο των ελεγκτών.

234 Un comunismo más fuerte que la metrópoli

Και ο αγώνας ενάντια στα εργάσιμα Σάββατα στην Alfa Romeo ενώθηκε κάποια στιγμή, με μια ένοπλη ενέργεια που ανατίναξε τον κεντρικό μηχανισμό που τροφοδοτούσε ηλεκτρισμό το εργοστάσιο — και είναι ικανή να συντονιστεί «με αόρατο τρόπο» μέχρι να φτάσει στη μέγιστη έκφραση της φωτιάς στην οποία έφτασε το ιταλικό κόμμα της αυτονομίας — ξέχωρα από τη διαδήλωση της 12 Μαρτίου— ως διάχυτη οργάνωση της παρανομίας, και μεταξύ άλλων πραγμάτων όπως διεθνές ραντεβού αγώνα.

Αυτό έγινε τον Οκτώβριο ως θυμωμένη απάντηση στη σφαγή μαχητών της RAF στη φυλακή του Stammheim: για μια ολόκληρη εβδομάδα, από 20 έως 27 Οκτωβρίου, πραγματοποιούνται επιδρομές σε προξενεία, βομβαρδισμοί με TNT και εμπρηστικές επιθέσεις κατά γερμανικών στόχων (από αντιπροσωπείες αυτοκινήτων έως διαφορετικές εταιρείες, από πολιτιστικά κέντρα μέχρι απλά αυτοκίνητα και λεωφορεία γερμανικής μάρκας).

Στη Ρώμη, όπου ποσοστιαία λαμβάνει χώρα ο μεγαλύτερος αριθμός δράσεων, πραγματοποιούνται σε μία μόνο νύχτα επτά επιθέσεις, ακολουθούμενες από μια διαδήλωση με σκληρές συγκρούσεις. Αλλά είναι σε όλη την Ιταλία, ακόμα και στις πιο μικρές πόλεις της επαρχίας, όπου η Αυτονομία απελευθερώνει δύναμη πυρός που ποτέ δεν είχε ειδωθεί με αυτήν την εδαφική και χρονική έκταση.

Και κυρίως, και αυτό που υπογραμμίστηκε, είναι ότι δεν υπήρξε το αποτέλεσμα μιας συγκεντρωτικής απόφασης κάποιου τύπου δομής, αλλά κάτι που ξεκίνησε από το συναίσθημα που συμμερίζονταν για τη δολοφονία συντρόφων που θεωρούνται πολιτικά «αδέρφια», ο καθένας ενεργούσε για τον εαυτό του, πολλαπλασιαζόμενοι αυτόνομα.

Το Stammheim θεωρήθηκε μια ήττα για το Κίνημα, αλλά εξίσου ξεκάθαρα, η αντίδραση θεωρήθηκε ως η «δυνατότητα» μια ευρωπαϊκής Αυτονομίας, που ίσως ήταν αυτό που έλειπε για έναν αξιόπιστο ορισμό της επαναστατικής διαδικασίας, και όχι γιατί η αναγκαιότητα της δεν θα είχε γίνει κατανοητή. μάλιστα στις σημαντικότερες παρεμβάσεις κατά τη διάρκεια και μετά τη διεθνή Συνάντηση του Σεπτεμβρίου ενάντια στην καταστολή, βρισκόμαστε, στη Μπολόνια, με μια ισχυρή στρατηγική εκτίμηση της εμβάθυνσης εκείνων των αγώνων που περισσότερο συνταιριάζουν στην ηπειρωτική οργάνωση, όπως αυτοί ενάντια στα πυρηνικά και την καταστολή.

Αυτό που έλειπε ήταν ο χρόνος, η κατάλληλη διάρκεια για την οικοδόμηση πολιτικών και προσωπικών σχέσεων περισσότερο ισχυρών και έντονων ανάμεσα στις διάφορες αυτόνομες δυνάμεις που εδραιώνονταν στο τέλος της δεκαετίας σε χώρες όπως η Γερμανία, η Ισπανία και η Γαλλία:

«Η αυτονομία χρειάζεται πολλούς συντρόφους που γυρίζουν την Ευρώπη, όπως πολλούς Αμερικανούς συντρόφους από την I.W.W. στην ήπειρό σας, αποδεχόμενοι τη δυσκολία αυτού του περάσματος αλλά εξυψώνοντας τη θεμελιώδη επαναστατική του συνέχεια’’34 34 «Dopo Bologna: l’Autonomia», »Μετά την Μπολόνια: η Αυτονομία»Rossonúm. 21-22, noviembre de 1977.

Pianoforte sobre las barricadas 235

συνεχίζεται

#free_Michailidis

Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος   αέναη κίνηση

Προηγούμενο άρθρο

Μακάριος Λαζαρίδης: «Ανεξάρτητη Αρχή να ελέγχει τα “πόθεν έσχες” όλων των υποψηφίων βουλευτών»

Επόμενο άρθρο

ΑΟΚ: Επέστρεψε... «στο λιμάνι του» ο Γιάννης Καζαντζίδης