Μεταξύ 1976 και 1977, η νέα γενιά στρατευμένων από τις διάφορες εδαφικές κολεκτίβες στον αυτόνομο χώρο γινόταν όλο και περισσότερο δυσανεκτικές προς τον «σταδιακό χαρακτήρα», τον «καθεκτισμό» ή τον «διανουμενίστικο χαρακτήρα» που αποδίδονταν στους παλιούς αυτόνομους ηγέτες ή σε κάποιες εργατικές επιτροπές.
Ίσως δεν εμπιστεύονταν πλέον τους ειδικούς του πολιτικού ελιγμού ή τους σεβαστούς θεωρητικούς ή, πιο εύλογα, η κατάσταση που δημιουργήθηκε και δεν επέτρεπε πλέον τίποτα άλλο εκτός από την αναζωπύρωση της σύγκρουσης.
Δεν υπήρχε αμφιβολία, εν πάση περιπτώσει, ότι ένα σοκ τονιζόταν εντός της μιλανέζικης Αυτονομίας μεταξύ της πιο έντονα μαχητικής πτέρυγας, που υποστηρίζονταν από τους νεότερους, και αυτής που συνδέεται με το ένα χέρι στην εργατική ψυχή και με το άλλο σε μια πιο συνετή στρατηγική του κοινωνικού ριζώματος.
Στην πραγματικότητα, όπως εξηγεί ο Chicco Funaro, ένας των πρωταγωνιστών της εμπειρίας του Rosso, η ρήξη αποκαλύφθηκε για πρώτη φορά ακριβώς στις συζητήσεις γύρω από την επίθεση στη Σκάλα το φθινόπωρο των Κύκλων- Circoli.27
Όμως το Rosso δεν είχε μια ιεραρχική δομή στυλ κόμματος, δεν είχε οποιαδήποτε μορφή «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού», σύμφωνα με την οποία οι παλιοί ηγέτες να μπορούν να επιβάλουν, το 1977, οποιαδήποτε απόφαση.
26 , Senza Tregua-Δίχως Ανακωχή της 27 ιουλίου, del 27 de julio de 1976. 27 C. Funaro, «Il comunismo è giovane e nuovo – O κομουνισμός είναι νεαρός και καινούργιος», en Gli Autonomi I, στους Αυτόνομους Ι, cit.
220 Un comunismo más fuerte que la metrópoli
Ωστόσο, σε πολλούς από αυτούς δεν άρεσε να μπορούν να υπολογίζουν σε δεκάδες νεανικών κολεκτίβων που με την ευκαιρία θα μπορούσαν να εξαπολύσουν την κόλαση. Φαίνεται όμως ότι μπροστά στη διεύρυνση της παρανομίας για την οποία είχαν εργαστεί τόσο καιρό, μερικοί από τους παλαιότερους αγωνιστές ήταν μπερδεμένοι και χωρίς πολλά να προσφέρουν σε στρατηγικό επίπεδο.
Από την άλλη, σε αντίθεση με την Αυτονομία της Πάντοβα, για παράδειγμα, όπου τα όπλα στέκονταν άκαμπτα συγκεντρωτικά, στο Μιλάνο, λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του αυτόνομου κινήματος αυτής της πόλης, κάθε κολεκτίβα ήταν ημι-αυτόνομη και σε αυτό το θέμα και κατά συνέπεια η δουλειά τους δεν θα μπορούσε να είναι μια συγκεντρωτική απόφαση σε κάποιο γραφειοκρατικό όργανο. Μάλλον, έπρεπε να περνάει από μια σκληρή συζήτηση κάθε φορά εντός και μεταξύ των διαφορετικών κολεκτίβων.
Αλλά αυτά τα χαρακτηριστικά της οριζοντιότητας, της δομής σε δίκτυο, της συνεχούς κυκλοφορίας τόσο μεταξύ των κολεκτίβων καθώς και μεταξύ της νόμιμης και της παράνομης διάστασης, είναι αυτά που
κάνουν το Rosso μια πρωτότυπη και μακράν την πιο ενδιαφέρουσα εμπειρία, τουλάχιστον σε ό,τι αναφέρεται στην οργανωμένη Αυτονομία, περισσότερο από τις σημαντικότερες μετασοβιετικές ρωμαϊκές εμπειρίες, παρά στην εργατιστική των Comitati Comunisti ή την σιδερένια πειθαρχία των βενετών.
Αλλά για να εξηγηθεί αυτή η κρίση είναι απαραίτητο, όπως έχει ήδη επισημανθεί, να δούμε την ήττα των Κύκλων στη Σκάλα τον δεκέμβριο του 1976, τόσο σοβαρό πλήγμα που δέχτηκε το μιλανέζικο Κίνημα. Μια ήττα που έκανε, σε αντίθεση με άλλες καταστάσεις όπως η Ρώμη και η Μπολόνια, αντί να φτάσουν στο ’77 «όλοι μαζί», να έρθουν με ένα κατακερματισμένο κίνημα και συχνά αντιφατικό.
Πέρα από αυτή τη στρατιωτική καταστροφή, αποδείχθηκε καθοριστικό ότι οι νέοι της εποχής εκείνης σκέφτονταν μόνο να «προετοιμαστούν καλύτερα». Σε κάθε περίπτωση, εντός του Rosso, κατά τη διάρκεια της άνοιξης του 1977, επικράτησε μια γραμμή μάχης με μια ισχυρή εξεγερσιακή φλέβα, και αν ο σχηματισμός των Κομουνιστικών Ταξιαρχιών, Brigate Comuniste είναι μια σαφής μαρτυρία της πρώτης, η ώθηση να μεταμορφωθούν όλες οι ρήσεις που παρουσιάστηκαν με αφορμή την ανοιχτή αντιπαράθεση και τη σύγχρονη επέκταση της ένοπλης συγκρουσιμότητας είναι για την δεύτερη.
Όλες οι δράσεις που πραγματοποιήθηκαν κατά τους μήνες στη διάρκεια του 1977 προσανατολίστηκαν προς αυτή την απόφαση να σπάσουν κάθε διαμεσολάβηση, που να μοιράζεται με άλλες ομάδες της Αυτονομίας. Λαμβάνοντας υπόψη τα πάντα ως σύνολο, λοιπόν – παρά τις διαφωνίες και αυτό που είπαν κάποιοι χρόνια αργότερα, επιδιώκοντας να «απομακρυνθούν, να διαχωρίσουν τη θέση τους» από αυτό που συνέβη — είναι σαφές ότι ακολουθήθηκε μια κοινή γραμμή.
Η αίσθηση είναι πως, με την ανάγνωση των εγγράφων και των αυτόνομων κειμένων εκείνων των μηνών, σκέφτηκαν κάτι του τύπου «τώρα ή ποτέ». Απαραίτητη διευκρίνιση: όταν λέμε «εξέγερση» σχετικά με την Αυτονομία, πρέπει να μην την μπερδεύουμε με τον αναρχικό εξεγερσιασμό της δεκαετίας του ογδόντα και ενενήντα.
Pianoforte sobre las barricadas 221
Η Αυτονομία δεν κατέθεσε καμία ψευδαίσθηση σχετικά με μια υποτιθέμενη αυθόρμητη διαδικασία συσσώρευσης μεμονωμένων χειρονομιών ως εξεγερτική πιθανότητα. αντίθετα επιβεβαίωσε την ιδέα της αμοιβαίας κατανόησης μεταξύ των διάχυτων επιπέδων ανυπακοής και εκείνων της οργάνωσης, που συνδέονταν όλο και περισσότερο με τη δυναμική της ανασύνθεσης των μαζών πάνω στην οποία έπρεπε να οικοδομηθεί η εξεγερτική απόφαση.
Η εξέγερση, ωστόσο, συνέχισε να νοείται ως μια σειρά κορυφαίων στιγμών σύγκρουσης, από μόνες τους μη καθοριστικές για το επαναστατικό ζήτημα. Συχνά μάλιστα από διάφορα μέρη της Αυτονομίας, οι πιο κινηματιστικές ομάδες χαρακτηρίζονταν ως «εξεγερτιστικές», όπως εκείνη της Μπολόνια γύρω από τις εμπειρίες του A/traverso, επισημαίνοντας έτσι την υπερβολική εμπιστοσύνη στον αυθορμητισμό και τον συνελευσιασμό.
Ας επιστρέψουμε τώρα σε εκείνη την 12η μαρτίου. Όλες οι κολεκτίβες των συνοικιών του Μιλάνο βρίσκονταν στο μπλοκ της Αυτονομίας, χωρίς πανό, οι σύντροφοι ντυμένοι με μακριές καμπαρντίνες για να κρύβουν τα όπλα. Τον πρώτο κλοιό κρατούσε η κολεκτίβα Romana-Vittoria, η οποία έκανε τροχιά στον χώρο του Rosso και οι οποίοι μαζί με τους συντρόφους της Senza Tregua ήταν αυτοί που ήρθαν
περισσότερο φορτωμένοι με όπλα εκείνη την ημέρα. Μόλις πέρασε η αστυνομία, έβγαλαν τα πιστόλια για να τους δώσουν να καταλάβουν ότι δεν θα υπήρχε μια «Μπολόνια 2».
Σε αυτό το σημείο ξεκίνησε μια ζωηρή συζήτηση: ορισμένοι πρωταγωνιστές αφηγούνται πως ενώ κάποιοι στοιχημάτιζαν στην επίθεση κατά της Νομαρχίας, άλλοι επισήμαναν πως την φύλαγαν καραμπινιέροι οπλισμένοι με τουφέκια και πολυβόλα, πράγμα που θα μπορούσε να προκαλέσει μια σφαγή.
Σε κάθε περίπτωση, όλοι συμφώνησαν στην ανάγκη να γίνει κάτι: έπρεπε να δώσουν στην αστυνομία να καταλάβει πως δεν μπορούσαν να σκοτώνουν ήρεμα έναν σύντροφο, και ταυτόχρονα συνέφερε να σηκώσουν το κίνημα σε ένα υψηλότερο επίπεδο ανταρσίας.
Τελικά πρυτάνευσε η λύση που θα έσωζε την κατάσταση: θα πήγαιναν στην Assolombarda, τον σύλλογο βιομηχάνων, το «σπίτι των αφεντικών». Φτάνοντας στο κτίριο δεκάδες και δεκάδες πιστόλια και τουφέκια βγήκαν από τα μπουφάν και ενώ οι μολότοφ πετούσαν, όλοι μαζί άρχισαν να πυροβολούν κόντρα στα παράθυρα μέχρι να αδειάσουν τους γεμιστήρες: κάψε, μωρό μου, κάψε… burn, baby, burn…
Ειδωμένη σήμερα μπορεί να νοηθεί ως μια «απελευθερωτική» δράση και με διαφορετικά επίπεδα σημασίας. Όπως και να έχει, οι φωτογραφίες που δημοσιεύτηκαν σε όλες τις εφημερίδες, με τους συντρόφους οπλισμένους με Winchester και πιστόλια ανοίγοντας πυρ στο αρχηγείο του μισητού αφεντικού, έκαναν μεγάλη εντύπωση στο συλλογικό φαντασιακό με μια εκρηκτική δύναμη.
Σίγουρα ήταν ένα παράδειγμα αυτής της περίεργης έννοιας της προλεταριακής βίας που προβάλλεται από τον Benjamin: «άμεση», «καταστροφική», «κεραυνοβόλα» βία που βρίσκεται στο περιθώριο της κλασικής πολιτικής και δεν έχει ανάγκη να χύσει αίμα για να εκφράσει την καταστροφική δυναμική της. Ο κατακερματισμός του αυτόνομου χώρου αποκάλυψε αυτό που διέσχιζε όλη την μιλανέζικη «εργατική και προλεταριακή ταξική σύνθεση».
222 Un comunismo más fuerte que la metrópoli
Η Αυτονομία απέτυχε να παρασύρει την παραδοσιακή εργατική τάξη στα κανάλια της επαναστατικής επιλογής: στα εργοστάσια ήταν μειοψηφία και αντιστεκόταν μόνο μέσα σε εκείνα όπου μπορούσε ακόμα να βασιστεί στις ισχυρές επιτροπές που είχαν δημιουργηθεί κατά τη διάρκεια των χρόνων αγώνα.
Αυτά ήταν τα άλλα δεδομένα της κρίσης, από τα οποία προήλθαν οι μεγάλες αμφιβολίες των «παλιών» και που αντίθετα ώθησαν τους νέους σε μια παροξυσμική κούρσα προς την αντιπαράθεση. αυτοί μάλιστα, ζούσαν αυτή την ταξική αποσύνθεση ως μια ευκαιρία για να ριζοσπαστικοποιήσουν την αντίθεση, όχι πλέον μεταξύ «δύο κοινωνιών» αλλά μεταξύ «δύο κόσμων».
Και ο κόσμος τους και οι επιθυμίες που τον κατοικούσαν είχαν πάψει να μοιάζουν με πολλούς τρόπους σε εκείνους των μεγαλύτερων συντρόφων τους: με μια μορφή όχι και τόσο παράδοξη, έμοιαζε με αυτόν των εξεγερμένων της Κομμούνας.
Κι όμως, η ανατρεπτική κυκλοφορία μεταξύ των διαφόρων προλεταριακών στρωμάτων εξακολουθούσε να επικρατεί, χάρη ακριβώς σε εκείνο το μαχητικό στρώμα νεολαίας που δεν έχανε ευκαιρία να επεκτείνει και να βαθύνει τη σύγκρουση.
συνεχίζεται
Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος αέναη κίνηση