Dark Mode Light Mode

Λόγια της στιγμής, κείμενο του Χρήστου Κεραμίδη

Στις δεκαετίες του ’60 και ’70, μπορεί να ήσουν φτωχός, ζούσες όμως σε μια κοινωνία από ανθρώπους προικισμένους με αισθήματα.

Με δυο δραχμές στη τσέπη έπινες, εκεί… στην Καλαμίτσα, ένα ούζο και ο μεζές ήταν πλοκάμι αστακού. Η φύση πλούσια. Μπαίναμε στις αυλές των σπιτιών και κόβαμε σύκα, μούρα, δαμάσκηνα, αχλάδια, καρύδια.

Βγάζαμε με τις πετονιές μας σαργούς και μουρμούρες. Τα βράχια ήταν γεμάτα μύδια και χταπόδια. Πήγαινες στους κινηματογράφους, γεμίζοντας την ψυχή σου συναισθήματα.

Έτρεχες στο γήπεδο για να δεις το ματς, ενώ δίπλα σου καθόταν ο φίλαθλος της αντίπαλης ομάδας. Μοιραζόσουν το χαρτζιλίκι στα δύο με τον καρδιακό σου φίλο.

Οι καθηγητές, στο Γυμνάσιο, γνώριζαν ποιοι μαθητές τους δούλευαν τα απογεύματα για να μπορούν να επιζήσουν. Νοιαζόντουσαν γι’ αυτούς. Και για τον πολύ σοβαρό αυτόν λόγο παρέμεναν αλησμόνητοι.

Τα κορίτσια χαίρονταν, όταν πηγαίναμε με τα πόδια στις προσφυγικές συνοικίες για να τα δούμε έστω και από μακριά. Ο εύσωμος μάγειρας της Λαχαναγοράς, στη Θεσσαλονίκη, ο Πόντιος, σου έβαζε διπλή σχεδόν μερίδα, γιατί έβλεπε πως ήσουν φοιτητής και πεινούσες.

Αυτά που έγραψα δεν έχουν κάποιο λογοτεχνικό ενδιαφέρον. Είναι λόγια της στιγμής για τον άχαρο κόσμο που ζούμε σήμερα. Και θέλησα να τα μοιραστώ μαζί σας για να τα πω όσο μπορούσα καλύτερα!

Προηγούμενο άρθρο

Αλλαγή μέρας στη λαϊκή της Χρυσούπολης

Επόμενο άρθρο

«Στα Νοσοκομεία της ΑΜΘ τα Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών κινδυνεύουν να γίνουν επικίνδυνα»