Dark Mode Light Mode

Λουίζ Μισέλ, η μαχόμενη – Louise Michel

17/12/2024

Σάββατο 16 Δεκεμβρίου 1871

Όταν το πλήθος σήμερα αλλάζει

Κομματιασμένο σαν τον ωκεανό

Και είναι έτοιμο να πεθάνει

Η Κομμούνα θα ξανασηκωθεί

Θα ενωθούμε στο αμέτρητο πλήθος

Θα έρθουμε από όλους τους δρόμους

Φαντάσματα εκδικητές που αναδύονται από τις σκιές

Θα έρθουμε σφίγγοντας ο ένας τα χέρια του άλλου

Ο θάνατος θα κουβαλά το λάβαρο

Η μαύρη σημαία καλυμμένη στο αίμα

Και η βιόλα θα ανθίσει κάτω από τον φλεγόμενο ουρανό

Louise Michel. Τραγούδι των φυλακών, Μάιος του 1871

Την εβδομάδα της 20ης μαΐου 1871, ο στρατός των Βερσαλλιών (η γαλλική μπουρζουαζία συμμάχησε με τους πρώσους) προχώρησε εναντίον της Παρισινής Κομμούνας. Την ίδια μέρα, στο νεκροταφείο της Μονμάρτρης, στην καρδιά της εργατικής Κομμούνας, μια γυναίκα με μπότες στρατιώτη πυροβόλησε με το τουφέκι.

Η απλή σκέψη θα μπορούσε να συγκριθεί με έναν ωκεανό που εξαπολύει όλη του τη μανία από τον ουρανό, με τις οβίδες που κάνουν τη γη να τρέμει και τα λουλούδια των τάφων να πετούν στον αέρα.

Στη συνέχεια, η Louise Michel γλίστρησε μέσα από μια τρύπα σε έναν τοίχο για να φτάσει στις ενισχύσεις που μάχονταν. Από τους 50 άντρες που τη συνόδευαν, σύντομα οι μισοί. λίγο μετά δεκαπέντε, Τελικά, μόνο τρεις συνέχισαν να υπερασπίζονται το οδόφραγμα στον δρόμο Clignancourt.

Το βράδυ της 24ης Μαΐου το Παρίσι κάηκε. Ακόμη και από μακριά μπορούσαν να παρατηρηθούν οι φωτιές: το Palais-Royal, η Via Rivoli, το παλάτι Tuileries, το δημαρχείο, η όπερα, η αριστερή όχθη του Σηκουάνα επηρεάστηκαν από το κόκκινο κροτάλισμα κάτω από τον μαύρο ουρανό. «Ακόμα κι αν η Κομμούνα δεν έχει καμία πιθανότητα να επιβιώσει, δεν θα παραδοθεί στον στρατό των Βερσαλλιών χωρίς μάχη».

Εκείνες τις μέρες η Louise Michel ένιωθε ότι ο χρόνος ήταν ελαστικός. «Όλα συνέβησαν μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, σαν να είχαν περάσει χίλια χρόνια εκείνες τις μέρες».

Αυτή η μικρή 40χρονη γυναίκα αντιπροσώπευε το ιδρυτικό πνεύμα μιας εξέγερσης στην οποία οι γυναίκες όχι μόνο κέρδισαν το δικαίωμα στην εκπαίδευση, στο διαζύγιο και την εργασία, αλλά και τη δυνατότητα να πολεμούν δίπλα-δίπλα με τους άνδρες.

Οι γυναίκες της Κομμούνας

Μετά την πτώση της Δεύτερης Αυτοκρατορίας του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, με την ήττα στον γαλλοπρωσικό πόλεμο τον σεπτέμβριο του 1870, το Παρίσι ανακήρυξε τη Δημοκρατία.

Με την πόλη να πολιορκείται από τον στρατό του Βίσμαρκ, ο γαλλικός στρατός του Adolphe Thiers υπέγραψε την παράδοση, αποδεχόμενος την κατάληψη της πρωτεύουσας από τους πρώσους.

Ωστόσο, η παρισινή Εθνοφρουρά, αποτελούμενη κυρίως από εργάτες και τεχνίτες, αρνήθηκε να παραδοθεί στον εχθρό. Μετά από αυτό ο Thiers αποτραβήχτηκε στις Βερσαλλίες και οι κάτοικοι του Παρισιού ανέλαβαν τον έλεγχο της πόλης.

Στις 18 Μαρτίου, ο στρατός των Βερσαλλιών επιχείρησε να συντρίψει την εξέγερση και να αποσπάσει τα κανόνια από τα χέρια των παριζιάνων. Εκείνη την ημέρα, οι γυναίκες ήταν οι πρώτες που βγήκαν στους δρόμους, σε μια εξέγερση που αργότερα έδωσε αρχή στη διάσημη Παρισινή Κομμούνα.

Έτσι μίλησε η Louise Michel: «Όλες οι γυναίκες ήταν εκεί. Μπαίνοντας στη μέση ανάμεσα σε εμάς και τον στρατό, οι γυναίκες ρίχτηκαν στα κανόνια και τα πολυβόλα, και οι στρατιώτες παρέμειναν ακίνητοι.

Η Επανάσταση ήταν πλέον μια τελειωμένη υπόθεση». Λίγο αργότερα διεξήχθησαν εκλογές για την επιλογή αντιπροσώπων της Παρισινής Κομμούνας, της πρώτης εργατικής κυβέρνησης στην ιστορία.

Όπως συνέβη ήδη κατά τη γαλλική Επανάσταση του 1789, οι γυναίκες συμμετείχαν ενεργά στη ζωή της Κομμούνας, σχηματίζοντας ενώσεις όπως η Επιτροπή Επαγρύπνησης των Γυναικών Πολιτών και η Ένωση Γυναικών για την Άμυνα του Παρισιού. Σύμφωνα με τη Louise Michel, περισσότερες από 10.000 γυναίκες, «διάσπαρτες ή μαζί, πολέμησαν για την ελευθερία τον μήνα του Μαΐου”.

“Οι γυναίκες παρέλασαν με την κόκκινη σημαία. σήκωσαν οδοφράγματα στην πλατεία Μπλανς-Blanche. Ήταν η Ελίζαμπεθ Ντμίτριεφ, η μαντάμ Λεμέλ, η Μαλβίνα Πουλέν, η Μπλανς Λεφέβρ, η Εξκοφόν, Elisabeth Dmitrieff, la signora Lemel, Malvina Poulain, Blanche Lefebvre, Excoffons.

Η André Leo αντιθέτως παρέμεινε στη γειτονιά Batignolles». Στην πλατεία Blanche διατηρήθηκε ένα αμυντικό οδόφραγμα από ένα τάγμα 120 γυναικών. Στη λεωφόρο Σεβαστούπολης πολλές γυναίκες εργάστηκαν για να μεταφέρουν σακούλες με χώμα και ψάθινα καλάθια.

Οι περίφημες πετρελαιολάτρες, οι εμπρήστριες. Έτσι αποκαλούσαν οι εχθροί τους τις γυναίκες της Κομμούνας. Κάθε γυναίκα που διέσχιζε στους δρόμους της πόλης ντυμένη με κουρέλια και με ένα βάζο στα χέρια θεωρούνταν ύποπτη.

Εκείνα τα χρόνια βασίλευε ακόμα στη Γαλλία ο ναπολεόντειος κώδικας, ο οποίος επέβαλε μια υποδεέστερη κατάσταση στις γυναίκες, υποταγμένες στον πατέρα ή τον σύζυγό τους, χωρίς δικαιώματα και καμία ανεξάρτητη δραστηριότητα, δίχως δικαίωμα ψήφου ή ακόμη και διαζυγίου.

Οι εργάτριες γυναίκες υποβάλλονταν έτσι σε διπλή εκμετάλλευση και καταπίεση. Αυτός είναι ο λόγος που η Παρισινή Κομμούνα έφερε την ελπίδα ενός νέου κόσμου για τις γυναίκες του λαού.

Η Louise Michel, αλτρουίστρια δασκάλα, ελευθεριακή, συγγραφέας και ποιήτρια, κατέλαβε θέση μαχήτριας στα οδοφράγματα, αναλαμβάνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο την υπεράσπιση του εργατικού Παρισιού το οποίο μετά τις 18 Μαρτίου είχε πάρει τη μοίρα του στα χέρια.

Η Κομμούνα λοιπόν δημιούργησε μια νέα μορφή διακυβέρνησης, με αντιπροσώπους εκλεγμένους και ανακλητούς ανά πάσα στιγμή, οι οποίοι λάμβαναν μισθό εργάτη. Η Κομμούνα καθιέρωσε επίσης την ισότητα των γυναικών ενώπιον του νόμου, διαχωρίζοντας την Εκκλησία από το Κράτος και απαλλοτριώνοντας τα περιουσιακά στοιχεία του κλήρου.

Ένας συνδυασμός μέτρων που δεν υιοθετήθηκαν ποτέ από καμία φιλελεύθερη δημοκρατία. Η Κομμούνα υπερασπίστηκε το Παρίσι, το οποίο παραδόθηκε από τον Θιέρσο στους πρώσους.

Η ηρωική Κομμούνα, με την επίμονη αντίστασή της, είχε πρακτικά αμφισβητήσει την Ευρώπη της τάξης και του κεφαλαίου, εξαλείφοντας «τον μόνιμο στρατό, την αστυνομία, τη γραφειοκρατία, τον κλήρο και το δικαστικό σώμα», όπως είπε εκ των πραγμάτων ο Μαρξ στο Μανιφέστο του Γενικού Συμβουλίου της Διεθνούς Ένωσης των Εργαζομένων, που γράφτηκε μεταξύ απριλίου και μαΐου 1871.

Η καταστολή και η εξορία

Σύμφωνα με ιστορικές πηγές, περισσότεροι από 30.000 άνθρωποι δολοφονήθηκαν την αιματηρή εβδομάδα του μαΐου, όταν η καταστολή έφτασε και μέσα στους δρόμους του Παρισιού.

Στον τοίχο του νεκροταφείου Pere-Lachaise, που σήμερα είναι γνωστό ως το τείχος των comuneros, των κομουνάρδων, τουφεκίστηκαν εκεί εκατό μαχόμενοι. Πάνω από χίλιοι, εκτοπισμένοι και εξορισμένοι.

Η Louise Michel κατάφερε να δραπετεύσει, αλλά η μητέρα της συνελήφθη από την αστυνομία στη θέση της και η Louise παραδόθηκε αργότερα για να σώσει τη ζωή της. Ριγμένη στη φυλακή μαζί με πολλούς άλλους ανθρώπους, μπόρεσε να ακούσει τις εκτελέσεις άλλων κομούναρδων από το παράθυρο του κελιού.

Η δίκη, τον δεκέμβριο του 1871, μετατράπηκε σε μια εξέδρα για να επιβεβαιώσει τη δέσμευσή της στην Κομμούνα και στον αγώνα. «Δεν θέλω να υπερασπιστώ τον εαυτό μου, πόσο μάλλον να με υπερασπιστούν», αναφώνησε η Λουίζ Μισέλ, «ανήκω στην κοινωνική επανάσταση και δηλώνω ότι αποδέχομαι την ευθύνη για όλες τις πράξεις μου. την αποδέχομαι χωρίς περιορισμούς», αναφέρει ο Lissagaray στην ιστορία του για την Κομμούνα.

Η ηρωίδα της Μονμάρτρης εκτοπίστηκε στο νησί της Νέας Καληδονίας, μια γαλλική αποικία στον Ειρηνικό. Σε αυτό το μακρινό νησί του Ειρηνικού, η Λουίζ Μισέλ έζησε με τους Κανάκι, αυτόχθονες φυλές που διασώθηκαν από τη γαλλική καταπίεση.

Κάνοντας πράξη τις δεξιότητές της ως δασκάλα, δίδαξε στα παιδιά kanaki και έβαλε στην καρδιά της την υπεράσπιση της υπόθεσης τους, του σκοπού, του αγώνα. “Σε μια θυελλώδη νύχτα κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του Κανάκ άκουσα ένα χτύπημα στην πόρτα του δωματίου μου στην καλύβα.

Ποιος είναι; ρώτησα. Φίλοι, απάντησαν. Αναγνώρισα τη φωνή των Κανάκι μας που μας έφεραν φαγητό. Και πράγματι ήταν αυτοί: ήρθαν για να με αποχαιρετήσουν πριν κολυμπήσουν μέσα στην καταιγίδα για να ενωθούν με τους υπόλοιπους και να πολεμήσουν τους «κακούς λευκούς», είπαν.

Τότε η Λουίζ έβγαλε το κόκκινο μαντήλι της Κομμούνας, που είχε διατηρήσει μέσα από χίλιες δυσκολίες, και τους το έδωσε ως αναμνηστικό. Μετά από αρκετά χρόνια στην Καληδονία, η Λουίζ Μισέλ μπόρεσε να επιστρέψει στη Γαλλία μόλις το 1880.

Συνέχισε αμέσως την πολιτική της δραστηριότητα -για την οποία σύντομα φυλακίστηκε ξανά-, συμμετέχοντας σε κινητοποιήσεις κατά της ανεργίας, συλλαλητήρια και συνέδρια. Πέθανε το 1905, σε ηλικία 74 ετών, αλλά το αδάμαστο πνεύμα της παρέμεινε, και παραμένει μέχρι σήμερα, η ζωντανή εικόνα της Κομμούνας.

Μιχάλης ‘Μίκε’ Μαυρόπουλος      infoaut.org

Προηγούμενο άρθρο

Τροχαίο ατύχημα υλικών ζημιών στο κέντρο της πόλης (φωτογραφίες)

Επόμενο άρθρο

Πρόσκληση του Προγράμματος «Ψηφιακά Εργαλεία ΜμΕ»