Dark Mode Light Mode

Λύκε, Λύκε, είσαι εδώ;

**2:30 τα ξημερώματα της Δευτέρας, 25/7/2011, στο πάρκινγκ του θεάτρου των Φιλίππων. Δύο αυτοκίνητα έχουν ξεμείνει όλα κι όλα κι είναι τα δικά μας. Καληνυχτίζουμε τον Χρήστο και τη Ματούλα.

-Κοντή απειλή, κανόνισε να ξεπετάξεις νωρίς αύριο το μεροκάματο, γιατί μόλις τελειώσουμε από τη σύσκεψη στο γραφείο του Κωστή, με τον Δημοσθένη και τον άντρα σου θα πάμε για καφέ, μου λέει.

-Εντάξει! Κι ευχαριστώ που με τον μαγικό σου τρόπο μου έδιωξες τον πονοκέφαλο, του απαντώ και του εύχομαι καλό ύπνο.

Εκείνη τη στιγμή αγνοούσα ότι ο ύπνος θα ήταν παντοτινός…

 

**9:00 το πρωί της Δευτέρας, 25/7/2011 στην εφημερίδα. Μόλις έχω γράψει τον τίτλο κι ετοιμάζομαι ν’ αρχίσω το κείμενο για την κυριακάτικη παράσταση που είχα παρακολουθήσει με την παρέα. Πίσω μου καθόταν ο Λύκος και μου τραβούσε διαρκώς τα μαλλιά, ψιθυρίζοντας κακεντρεχή σχόλια για τους παραδίπλα.

Γράφω: «Ο κατά Κιμούλη Οθέλος» όταν χτυπά το κινητό.

-Τι έγινε ρε Πάνο;

-Κλείσε τον υπολογιστή, μάζεψέ τα κι έλα στο δημαρχείο, μου λέει.

-Είσαι με τα καλά σου; Μόνο τον τίτλο για την παράσταση του Κιμούλη έχω γράψει, διαμαρτύρομαι.

-Σε παρακαλώ, μάζεψέ τα κι έλα γρήγορα στο δημαρχείο, επαναλαμβάνει.

Κάτι στον τόνο της φωνής με ανησυχεί…

-Αν δεν μου πεις τι συμβαίνει δεν πάω πουθενά, του λέω.

-Τα ξημερώματα πέθανε ο Χρήστος…

-Αν είναι δίπλα σου το παλιόπαιδο, πες του ότι είναι η χειρότερη πλάκα που μου έχει κάνει ποτέ, φωνάζω ψιλοτσατισμένη.

-Δεν είναι πλάκα. Έλα. Ο Χρήστος πέθανε…

Τα γόνατα κόβονται, η γη φεύγει κάτω απ’ τα πόδια και τα μάτια μαυρίζουν. Νιώθω τη λιποθυμία να έρχεται. Ο Παύλος από το διπλανό γραφείο ορμάει και με συγκρατεί. Βάζει τις φωνές. Τρέχουν και οι υπόλοιποι μ’ ένα ποτήρι νερό. Ζητούν να μάθουν τι συμβαίνει. Τους δείχνω σα χαζή το κινητό, λες κι έφταιγε εκείνο και ανακοινώνω την είδηση. Παγώνουν.

Μαζεύω μηχανικά τα πράγματά μου μονολογώντας: «Πρέπει να πάω στο Παληό. Πρέπει να πάω στη Ματούλα». Οδεύω προς το δημαρχείο. Σε κάθε βήμα σταματάω για να πάρω αναπνοή. Κάτι μ’ εμποδίζει. Ανεβαίνω τα πίσω σκαλοπάτια και μπαίνω στο κτήριο. Επικρατεί μια ασυνήθιστη σιωπή. Στρίβω δεξιά. Ο κυρ Νίκος κάθεται στο γραφείο  κι απέναντι του ο Δημοσθένης. Με κοιτάζουν με αδειανό βλέμμα.

-Είμαστε σίγουροι; Το διασταυρώσαμε από πολλές κατευθύνσεις; Μήπως….

Κουνούν το κεφάλι σιωπηλοί. Πέταξε και η τελευταία αμυδρή ελπίδα. Είναι γεγονός.

Πίσω μου μπαίνει στο γραφείο και η κυρία Ρούλα.

-Τι κακό είναι αυτό που μας βρήκε; Πότε; Πως;

Πριν προλάβει να πάρει απαντήσεις στα ερωτήματά της μ’ αρπάζει από το χέρι και με σέρνει στη σκοτεινή αίθουσα του δημοτικού συμβουλίου. Σοφά έπραξε γιατί μόλις κλείνει πίσω μας η πόρτα, καταρρέω. Πέφτω σαν άδειο σακί στην καρέκλα κι επιτέλους επιτρέπω στον εαυτό μου να ξεσπάσει και να κλάψει με δυνατά αναφιλητά.

-Αλήθεια είναι, της λέω με παράπονο. Έφυγε.

-Κλάψε εδώ, ξέσπασε τώρα, γιατί πρέπει να πάτε ψύχραιμοι στη Ματούλα, με συμβουλεύει.

Φτάνουμε με το αυτοκίνητο μπροστά στον αυλόγυρο. Το κηδειόχαρτο είναι ήδη κολλημένο. Ανοίγω την πόρτα και πηδάω έξω. Το διαβάζω. Είναι οριστικό λοιπόν. Αυτό ήταν. Τελειώσαμε. Μπαίνω ακροπατώντας στο σπίτι. Απέναντί μου η Ματούλα. Κοιταζόμαστε. Αγκαλιαζόμαστε σφιχτά.

-Τι έκανε ρε Ματούλα ο αλήτης, ρωτάω σιγανά στο αυτί της.

-Πήγε και πέθανε μωρέ Βούλα και μας παράτησε σύξυλους, λέει απλά.

 

**Πρωί Τρίτης, 26/7/2011, καθισμένη στην κουζίνα του σπιτιού του. Ο χώρος γεμάτος βουβά πρόσωπα κι εκείνος ξαπλωμένος στη μέση. Δεν το πιστεύω. Δε θέλω να το πιστέψω. Μου ‘ρχεται να ορμήσω, να τον αρπάξω απ’ τα πέτα και να τον χαστουκίσω…

Το κινητό χτυπά. Οι φίλοι με καλούν για να μου ευχηθούν χρόνια πολλά, ανήμερα της γιορτής μου. Το κλείνω και το εξαφανίζω βαθιά μέσα στην τσάντα μου. Κοίτα που κατάφερε να κλέψει πάλι την παράσταση! Κοίτα που κατάφερε να στιγματίσει για πάντα αυτή τη μέρα. Πως θα ξαναγιορτάσω εγώ βρε παλιοτόμαρο χωρίς να σε θυμηθώ;

Τον συνοδεύουμε στον Άγιο Παύλο. Το εσωτερικό της εκκλησίας ξεχειλίζει. Στον αυλόγυρο δεν υπάρχει ούτε εκατοστό για να σταθείς. Με το ζόρι περνούμε ανάμεσα από τα σκυθρωπά πρόσωπα. Μέσα στον τόσο πόνο, το πλήθος με παρηγορεί γιατί μου αποδεικνύει ότι πάρα πολλοί τον αγαπούσαν όπως εγώ. Του δίνω το τελευταίο φιλί με σπαραγμό.

 

**Οι πρώτες ταραγμένες εβδομάδες ήταν δύσκολες. Άκουγα διαρκώς στ’ αυτιά μου το βροντερό του γέλιο. Τον άκουγα να μου φωνάζει: «Κοντή απειλή, καφέεεεεε τώρα!» Χτυπούσε το κινητό κι όποτε η αναγνώριση έβγαζε «Λύκος» ένιωθα σουβλιές στο στομάχι, γιατί συνειδητοποιούσα πως δεν θα ήταν ο φίλος μου.

Επτά χρόνια, όποτε βόλευε ο δρόμος προς την ανατολική πλευρά της πόλης, σταματούσαμε και του κάναμε «επίσκεψη». Καθόμουν απέναντί του στο παγκάκι, έβλεπα τη φωτογραφία του πάνω στο σκάφος και του υπογράμμιζα σε απόλυτα αυστηρό τόνο: «Είσαι μεγάλος μ….ς! Κι όταν ξανασυναντηθούμε θα σε συγυρίσω εγώ όπως ακριβώς σου αξίζει!!!»

 

**Ιούλιος 2018, μέσα στο λεωφορείο της γραμμής, επιστρέφουμε παρέα με τη Ματούλα.

-Αύριο θα πάω για να «βγάλω» το Χρήστο, μου λέει.

Κάτι μέσα μου κάνει κρακ!

-Και μετά; Δε θα υπάρχει πλέον κανένα σημείο αναφοράς; Που θα πηγαίνω εγώ ν’ ανάβω κερί και να τον βρίζω ασύστολα, τη ρωτάω.

-Μπορείς να τον βρίζεις όπου κι αν είσαι, όποτε θέλεις. Να είσαι σίγουρη ότι σ’ ακούει, μου απαντά.

Λύκε, Λύκε, είσαι εδώ; Μ’ ακούς; Γιατί ρε φίλε; Πες μου γιατί; Αυτό το ΓΙΑΤΙ με κατατρέχει επτά χρόνια τώρα…

 

ΒΟΥΛΑ ΘΑΣΙΤΟΥ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ

Προηγούμενο άρθρο

Μεγάλη κινητοποίηση υπέρ των πυρόπληκτων

Επόμενο άρθρο

Κανονικά θα γίνουν οι εκδηλώσεις στη Χωράφα