Γράφει ο Χρήστος Τσελεπής
Το χέρι του κατέβηκε αργά απ΄ το καρύδι του λαιμού στ΄ ωχρό του το πουκάμισο κι ύστερα στο καφέ γιλέκο. Ήταν μία κίνηση αμηχανίας, αλλά την απολάμβανε σχεδόν ηδονικά, καθώς τα απτικά αισθήματα του μεταφέρονταν απ΄ το ζεστό στο κρύο κι από το λείο στο τραχύ.
Τι να ΄ταν πάλι αυτό που εξόργισε το αφεντικό του; Τι να ΄ταν πάλι αυτό που του άλλαξε το χρώμα του προσώπου και του αλλοίωσε τη γνώριμη μουντή και σκυθρωπή του βλοσυρότητα; Ποτέ τ΄ αφεντικό του δεν έφτανε στα άκρα, ποτέ του δεν τον άκουσε να βρίζει ή να χυδαιολογεί. Πάντοτε του φερόταν με ευγένεια, που κάποτε, θαρρείς, έφτανε στη στοργή.
Μόνο μία μέρα, την περασμένη εβδομάδα, η στάση του απέναντι του άλλαξε. Ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε κάτι τέτοιο και ανησύχησε. Αναζητούσε την αιτία της αλλαγής και δεν την έβρισκε. Ώρα πολλή συλλογιζόταν και δεν έβρισκε κάτι μεμπτό ή κάτι λαθεμένο στη δική του συμπεριφορά.
Εκτός κι αν ήτανε μεμπτό που ξεμονάχιασε για λίγα δευτερόλεπτα την ερεθιστική ομορφιά της υπηρέτριας και τρύγησε τ΄ άβαφα ρόδινα πλατιά της χείλη. Και τώρα που το σκέφτεται… Λες να ΄ταν ζήλια το λοιπόν που τον οδήγησε στο να χτυπήσει δυνατά το χέρι στο γραφείο; Ναι λοιπόν, αυτό θα ήταν! Το αφεντικό του ζήλευε αυτόν, τον υπηρέτη του…
Μα τώρα πάλι τι του έκανε και του κρατάει αυτά τα μούτρα… Λες να τον απολύσει; Λες να τους είδε το πρωί, την υπηρέτρια κι αυτόν, που άργησαν να σηκωθούν απ΄ το ερωτικό άσπρο σεντόνι που κάλυπτε την ολονύχτια γύμνια τους;
Αλλά το πρωινό του το ΄χε πάει στην ώρα του ακριβώς κατέβασε τον ουρανό νάναι στην ώρα του. Κλειδιά, κατσαβιδάκια, μηχανόλαδο, βερνίκι, όλα στην εντέλεια. Τα φέρνει πάλι όλα στο νου του, δεν είχε τίποτα ξεχάσει. Όχι, καμιά παράλειψη, κανένα σφάλμα, όλα στην εντέλεια.
Ήτανε τώρα πεπεισμένος. Στα σίγουρα το άλλο θα ΄ταν. Θα τον ζήλευε. Όμως κι αυτή δεν ήταν συμπεριφορά από το μέρος του. Δεν άντεχε μία τέτοια εξευτελιστική συμπεριφορά, έστω κι αν προερχόταν απ΄ τ΄ αφεντικό του.
Το πήρε πια απόφαση. Θ΄ αντιδρούσε. Δεν ήταν δυνατό να υπομένει άλλο. Κάτι έπρεπε να κάνει, κάτι που να βάζει τα πράγματα στη θέση τους. Κάτι οριστικό και τελεσίδικο. Το είχε πάρει πια απόφαση. Θα δρούσε τη νύχτα.
***
Το πρωί η γυναίκα του, η πρώην υπηρέτρια, πετάχτηκε ξαφνικά, σχεδόν έντρομη στο εκτυφλωτικό φως που πλημμύριζε το δωμάτιο και το ερωτικό άσπρο σεντόνι. Είχαν αργήσει πάλι κι ο άλλος δε θα μιλιόταν.
Την κράτησε αρκετά σφιχτά, της έκλεισε μετά μ΄ ένα φιλί τη διαμαρτυρόμενη έκπληξη, την καθησύχασε κατόπιν και σ΄ ένα ανεπανάληπτα μακρύ και ξέγνοιαστο χουζούρι της εξήγησε τι αίσθηση πλατιάς ελευθερίας ένιωθε, αυτός ο πρώην υπηρέτης, καθώς, κρυμμένος πίσω από τη βελουδένια πολυθρόνα, όρμησε ξαφνικά, ώρα μηδέν κι ένα κι αποσύνδεσε πρώτα το κεντρικό καλώδιο της σπονδυλικής στήλης του μόνιμα ξάγρυπνου αφεντικού τους, ύστερα του ξεβίδωσε μια – μια τις βίδες του στέρνου και του τράχηλου κι ύστερα τους μεταλλικούς αρμούς όλων των μελών του.
Τέλος της περιέγραψε λεπτομερειακά την ώριμη ανακούφισή του, την ώρα που ξαπόστειλε ανεπιστρεπτί την κούτα της «Εμ Ίστον εντ Κόμπανι», γεμάτη παλιοσίδερα, ελάσματα και βίδες, χαράματα, στο διπλανό χυτήριο, με τη γραπτή παραγγελία να φτιαχτεί καζάνι όποιων διαστάσεων.