Γράφει ο Παναγιώτης Φώτου
Από αβλεψία μου προχθές χτύπησα στο μέτωπο σε ένα δοκάρι που προεξείχε και ψάχνοντας στο σημείο που δέχτηκα το χτύπημα για κανένα καρούμπαλο, ανακάλυψα ένα παλιότερο σημάδι από ένα πιο βαθύ τραύμα που μου δημιουργήθηκε στα παιδικά μου χρόνια από ένα ατύχημα σε ένα παρόμοιο παιχνίδι τις «Μακριές Γαϊδούρες».
Την εποχή εκείνη που η αλάνα ήταν το κέντρο της ζωής μας και εκεί περνούσαμε τον περισσότερο χρόνο της ημέρας, παίζοντας πλήθος παιχνίδια που μάθαμε από τους μεγαλύτερους μας αλλά και από τους γονείς μας συντρόφευαν τις ατέλειωτες εκείνες ώρες.
Τι να πρωτοθυμηθώ από τον πλούτο των παιχνιδιών αυτών που χάθηκαν πια και μόνο στην μνήμη των παλαιότερων μπορούν να υπάρχουν. Τα παιχνίδια αυτά συνήθως ήταν διαφορετικά για τα αγόρια και τα κορίτσια υπήρχαν όμως και κοινά που τα παίζαμε όλοι μαζί.
Σε μερικά παιχνίδια μας στις Γιορτές και στις σχόλες συμμετείχαν και οι μεγάλοι όπως το τσίλική, το σχοινάκι και άλλα και έτσι η γειτονία μας όλη γίνονταν μια παρέα και τα παιχνίδια μας ήταν ένα πανηγύρι συντροφικότητας που γεννούσε την αλληλεγγύη και την αλληλοβοήθεια.
Να περιγράψω πρώτα πώς παίζονταν το παιχνίδι αυτό και πώς προκλήθηκε ο τραυματισμός μου. Οι Μακριές Γαϊδούρες – παίζονται με δύο ομάδες με ίσο αριθμό παιδιών. Η μάνα είναι ο διαιτητής. Στην αρχή γυρνάνε οι αρχηγοί την πλάτη στην μάνα που λέει την φράση «Τσαταλίνα μανταλίνα πόσα είναι αυτά» δείχνοντας έναν αριθμό δαχτύλων της.
Η ομάδα που θα βρει τον αριθμό των δαχτύλων θα είναι αυτή που θα ανεβεί στις πλάτες των άλλων που θα σκύψουν όπως φαίνεται στην εικόνα και οι άλλοι θα προσπαθήσουν να ανέβουν στις πλάτες τους όλοι και για τον λόγο αυτό θα πρέπει να πηδήξουν όσο το δυνατόν και στον πρώτο που είναι σκυμμένος γιατί αλλιώς δε θα υπάρχει χώρος για κάποιον από τους δικούς τους και θα πατήσουν στο χώμα πράγμα που θα χάσουν το προτέρημα που έχουν και θα καθίσουν αυτοί από κάτω.
Σε μια τέτοια περίπτωση η δική μας ομάδα είχε το προνόμιο να ιππεύσει την γαϊδούρα. Ήμασταν πέντε παιδιά και εγώ πήδηξα τρίτος. Στην προσπάθεια μου να αφήσω χώρο και στους άλλους δύο που θα ακολουθούσα πήγα και ανέβηκαν στην πλάτη του δεύτερου δικού μας αλλά δεν κάθισα σωστά και κρεμόμουν στο πλάι.
Αφού ανεβήκαμε όλοι και η μάνα άρχισε το «Ματαλίνα τσαταλινα..» το παιδί που σήκωνε στην πλάτη του εμάς τους δυο απροσδόκητα φεύγει από την σειρά του και σηκώνεται με αποτέλεσμα να σηκωθούν και οι άλλοι και εγώ να καρφωθώ με το κεφάλι στο έδαφος.
Ο αρχηγός της ομάδας τότε βλέποντας με, απευθύνθηκε στο παιδί που ήταν υπαίτιο για την ανατροπή και του λέει, — Δες τι έκανες ρε μ@@ το σκότωσε το παιδί. Εμένα μου είχαν πάρει τα αίματα που δεν σταματούσαν και τρόμαξα τόσο εγώ αλλά και όλη η συντροφιά.
Ο φταίχτης ήταν ο Τάκης ο γιός του Γαλατά του Αριστείδη, ο οποίος ήταν και αυτός σοκαρισμένος από την εμφάνισή μου και απάντησε στον αρχηγό του και ήταν έτοιμος να του πάρουν τα κλάματα, —- Τι να κάνω ρε Κυριάκο αυτός εδώ έκλασε μέσα στην μούρη μου και θα έσκαγα, δεν μπόρεσα να αντέξω άλλο, συγνώμη ρε.
Ο άλλος υπαίτιος της ζημιάς απολογήθηκε με σκυμμένο το κεφάλι λέγοντας, —- Δεν μπορούσα άλλο ρε παιδιά σφίχτηκα όσο μπορούσα αλλά με ξέφυγε. Τρεις ημέρες στο σπίτι φασόλια τρώμε δεν άντεξα, δεν μπόρεσα να κρατηθώ. Συγνώμη τι να κάνω. Εμένα όμως η «πορδή» του Κωστάκη μου στοίχισε τέσσερα ράμματα στο κεφάλι που τα κουβαλώ για μια ζωή.