Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
Ποιός είπε ότι τα «κρυφά πάθη» των ανθρώπων θεραπεύονται.
Σιγά και μη θεραπεύονται!
Κάποιος λέει Έλληνας, αξιωματικός, γιατρός και αστρονόμος το είπε, που στα τέλη του ενδέκατου αιώνα έζησε.
Συμεών Σηθ το όνομά του. Σήθης ήταν ολόκληρο το όνομά του, μα το έκοψε. Σαν τους σύγχρονους δικούς μας. Τους μετανάστες της Αμερικής.
Αυτός, αυτό για τα κρυφά τα πάθη, έλεγε.
Τα «κρυφά πάθη» είπε, αυτό το βοτάνι τα «θεραπεύει». Και μάλιστα των «γυναικών τα πάθη».
Έτσι είπε ο Συμεών κι ο Ιπποκράτης, «παύει τας ωδίνας» έλεγε.
Αλλά να αποφεύγουμε το φυτό αυτό ο Πυθαγόρας συνιστούσε γιατί πάθη γεννά και καθόλου ως φαίνεται με τον Συμεών δεν συμφωνούσε.
Ο πρώτος αγγελιοφόρος της «συμπάθειας» των Ουρανών προς την όμορφη την Γαία ήταν το βοτάνι αυτό, γιατί τα όμορφα τα ροζογάλανα μωβίζοντα άνθη του, πάντα στον ουρανό στραμμένα είναι.
Και ήταν ζόρικο ζευγάρι ο Ουρανός και η Γαία. Και στην ερωτική τους πράξη και στα αποτελέσματά της.
Γίγαντες, Τιτάνες και Ωκεανούς, κι όλη την πλάση που τον κόσμο περιβάλλει το ερωτικό τους πάθος γέννησε. Και ούτε ο Ουρανός που μεγάλος φόβος τον έπιασε απ’το πολύ γεννοβολιό της παθιασμένης ερωμένης του, μα κι ούτε κανένας άλλος να ανακόψει τη συνεχή «δημιουργία» τής Γαίας, δεν μπορούσε.
Γιατί είχε πάθος πολύ ο ουρανός και δίχως πάθος την ζωή, δεν την μπορούσε.
Τα λογικά του έχανε κοιτώντας όμορφα της γης τα άνθη.
Έρωτας μεγάλος και καυτός, και το κάλεσμα το ερωτικό, το ταπεινό αυτό φυτό στα άνθη του κρυμμένο τό ‘χε.
Κι έφταιγε γι αυτό, μόνο εκείνο το φυτό.
Κι άλλα πολλά για το βοτάνι αυτό είπαν. Γιατρικά πολλά, κατάπλασμα κι αφέψημα για φλεγμονές, πληγές κι αρρώστιες άλλες.
Και τροφή, με κρεμμύδια στο τηγάνι νόστιμη και θρεπτική μαζί με άλλα της γης γεννήματα, το είχαν.
Κι έφτασαν και στις μέρες μας όλα αυτά, μα δεν ξέρω αν στον κόσμο αυτόν της ταχύτητας και της υπερβολής πάνε και στα παρακάτω χρόνια.
Μολόχα: Μαλάσσω – μαλακός.
Μια τσουκνίδα, απ’ αυτές τις γερασμένες που το τσούκνισμα τους πόνο προκαλεί μεγάλο και που στα γυμνά μου πόδια μπλέχτηκε, στον νου μου την άγρια μολόχα έφερε.
Κι έψαξα παραδίπλα και την βρήκα.
«Βγες τσουκνίδα, μπες μολόχα», έλεγε η μάνα μου κι έτριβε το τσουκνιδισμένο μέρος – συνήθως των ποδιών μου – σαν ήμουνα μικρός.
Και πάντα, γύρω από το πατρικό μου, και στα χωράφια στις λαγκαδιές και στα βουνά, άγριες μολόχες είχε.
Αντίδοτο.
Κι έκατσα και γω τώρα στο πεζούλι τού μπαξέ κι έτριβα τα πόδια μου δυνατά. Με πάθος τα έτριβα, αλλ’ όμως πάθος όχι ερωτικό. Και καθώς τα χείλη μου ψιθύριζαν σαν τότε της μάνας μου τα χείλη, «Βγες τσουκνίδα, μπες μολόχα» και σαν κιόλας να την άκουγα, το μυαλό μου έτρεχε.
Το καλό και το κακό, η ομορφιά και η ασχήμια της ζωής μας, ο πόνος κι η χαρά που είναι το γιατρικό τού πόνου, μαζί πορεύονται.
Μαζί, για την ισορροπία της φύσης.
Μαζί με την τσουκνίδα και η άγρια μολόχα.
«Βγες πόνε, μπες χαρά».
Αυτό όμως που είμαι σίγουρος πολύ και δεν συμφωνώ καθόλου με τον Συμεών, αλλά που τα έχουν πει με την σοφία τους, κι άλλοι πολλοί φιλοσόφοι κι ερευνητές της παθιασμένης μας ζωής, είναι ότι: «Θεραπεύει τα κρυφά πάθη των γυναικών».
Αλλά επειδή διακρίνω στον «κυρ – Σηθ» και μια μισογύναικη στάση, λέω εγώ….ότι για τα κρυφά πάθη ολονών μας, βοτάνι σ’ολόκληρο το Σύμπαν δεν υπάρχει..
Δεν έχει εδώ:
«Μπες μολόχα, βγες κρυφό μου πάθος»….
Δεν πολεμιούνται τα κρυφά πάθη των ανθρώπων μα ούτε και όλων των ζωντανών ακόμα.
«Δεν πολεμούμε τα σκοτεινά μας πάθη με νηφάλια, αναιμικιά, ουδέτερη, πάνω από τα πάθη αρετή.
Παρά με άλλα σφοδρότερα πάθη.»
Ο Καζαντζάκης το είπε αυτό και συμφωνώ μαζί του….
κι ούτε κανείς νομίζω σώφρων και παθιασμένος με την όμορφη ζωή μας διαφωνεί….