Dark Mode Light Mode

Μανίνα Ζουμπουλάκη: «Το Μεγάλο Καλοκαίρι» στη Disco Salina

Μια αγιογράφος, μια Βουλγάρα μπαργούμαν, δύο άντρες που κάνουν δουλειές της νύχτας… Τέσσερις losers που είναι ταυτόχρονα νικητές.

Κανένας τους δεν ψάχνει “διέξοδο” και “σωτηρία” (θα το θεωρούσαν χαμένη υπόθεση) και όλοι ψάχνουν τον μεγάλο έρωτα. Αλλά ακόμα κι όταν τον βρίσκουν, δεν είναι σίγουροι… και περνάνε πολλά χρόνια μέχρι να καταλάβουν τι έχει σημασία τελικά στη ζωή και τι όχι. Ένα ερωτικό μυθιστόρημα που ξεκινάει από κάποιο Μεγάλο Καλοκαίρι στη δεκαετία του ’80. Και τελειώνει, ή μάλλον ξαναρχίζει, σ’ ένα άλλο Μεγάλο Καλοκαίρι, σε ένα ελληνικό νησί -στην άκρη του κόσμου.

Το 2007 από τον εκδοτικό οίκο της ΙΜΑΚΟ, την IntroBooks, κυκλοφόρησε το βιβλίο της Μανίνας Ζουμπουλάκη «Το Μεγάλο Καλοκαίρι». Στο συγκεκριμένο βιβλίο η Καβάλα και η Θάσος έχουν την τιμητική τους. Εξέχουσα θέση όμως κρατάει και η περίφημη DiscoSalina που έγραψε χρυσές σελίδες στην τοπική ντισκο-διασκέδαση των ‘80ς. Μάλιστα εκείνα τα όμορφα χρόνια η Μανίνα και η παρέα της ήταν φανατικοί θαμώνες της ντίσκο, ενώ με το Νίκο Νικολαΐδη, γνωστότερο και ως MrSalina, ήταν καρδιακά φιλαράκια.

Μπλέκοντας λοιπόν τις αναμνήσεις της με το μύθο του βιβλίου, αλλάζοντας ονόματα και τοποθεσίες, η Μανίνα έγραφε:

[…]Τον λένε Τάσο και παλιά ήταν ιδιοκτήτης μιας ντίσκο στην Πέραμο. Εκεί γνώρισε (ο Τάσος) τον Βασίλη, που δούλευε «πόρτα» στη ντίσκο για τρεις σεζόν. Έγιναν φίλοι σιγά – σιγά: στην αρχή ο Τάσος ήταν το αφεντικό του Βασίλη, έπειτα έγινε φίλος του […]

[…] Ο Βασίλης εμφανίστηκε ένα καλοκαίρι, Ιούνιο του ’83, επειδή ερωτεύτηκε μια κοπέλα: γνώρισε μια μικρή όταν αυτός ήταν γύρω στα είκοσι έξι κι η μικρή δεκαοκτώ. Μετά από χρόνια, όταν βγήκε το τραγούδι των Κατσιμιχαίων, «Ρίτα Ριτάκι» («Ρίτα, εσύ είσαι στην αρχή / κι εγώ στο παραπέντε»), ο Βασίλης θυμήθηκε την πρώτη φορά που την πήρε με τη μηχανή του από τη Σαλίνα, την ντίσκο στην Πέραμο, για να τη γυρίσει στην Καβάλα […]

[…] «Είναι αλήθεια», τον ρώτησε παιχνιδιάρικα, «ότι κάποτε έδειρες κάποιον; Στη Σαλίνα; Ή αλλού – δε θυμάμαι…» […]

[…] Ο Βασίλης έβγαλε το μπλουζάκι του και φόρεσε το καθαρό, ένα μαύρο που έγραφε επάνω με κόκκινα γράμματα «Salina» […]

[…] Ο Βασίλης, πολύ άσπρος, πολύ αδύναμος, με ορό στο ένα χέρι και μία φθορίζουσα λυχνία να παίζει μέσα στο οπτικό του πεδίο, κλείνει τα μάτια και μεταφέρεται αυτόματα στη θερινή ντίσκο: ζεστός αχνός αναδύεται μέσα απ’ το γρασίδι, η πίστα γυαλίζει, φωτορυθμικά μασκάρουνε το φεγγάρι, είναι καλοκαίρι πριν εκατό χρόνια κι ο αέρας μυρίζει θάλασσα […]

[…] Είδε στον ύπνο του τη ντίσκο Σαλίνα άδεια, με τα φωτορυθμικά αναμμένα να στροβιλίζονται μόνα τους στην πίστα χωρίς ήχο, τα τραπεζάκια έρημα και την μπάρα φορτωμένη μπουκάλια […]

TO SOUNDTRACK ΕΝΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ

Όλα σχεδόν τα βιβλία έχουν μουσική υπόκρουση μέσα τους, το soundtrackτων ηρώων είναι στην πραγματικότητα αυτό που «παίζει» στο μυαλό του συγγραφέα… και παίρνει μαζί του τους ήρωες, ή ακόμα και τον αναγνώστη… Η Μανίνα Ζουμπουλάκη αναλύει μουσικά «Το Μεγάλο Καλοκαίρι»:

Ξεκίνησα «Το Μεγάλο Καλοκαίρι» με μία αφηρημένη νοσταλγία για τα Seventies καιEighties – βασικά, ακούγοντας το “DoyathinkI’msexy” του RodStewart σ΄ ένα ραδιόφωνο αυτοκινήτου, χειμώνα στην παραλιακή: το τραγούδι με πήγε στις ντίσκο της εφηβείας και στα καλοκαίρια στην Καβάλα και Θάσο, όπου μεγάλωσα. Το μυαλό είναι πονηρό εργαλείο – αν είχα επιλογή, θα προτιμούσα να ερχόταν το ερέθισμα με το “StairwaytoHeaven” των LedZeppelin. Ήμετο“Don’tletmebemisunderstood”τωνAnimals. Αλλά δεν συνέβη τίποτα τέτοιο. Άκουσα τον Ρόντ κι εντελώς ξαφνικά σκέφτηκα μια πιτσιρίκα στην Καβάλα να ερωτεύεται έναν τύπο που δουλεύει «πόρτα» σε θερινή ντίσκο.

Ήξερα τέτοιους άντρες όταν ήμουν μικρή αλλά πάντα φαντάζανε μακρινοί: σέξυ, γεροδεμένοι, δημοφιλείς με τις μεγαλύτερες και συνήθως γύρω στα 27-30 όταν εμείς ήμασταν 18-20, άρα ακατάλληλοι. Κι ενώ το “DoyathinkI’msexy” έπαιζε μέσα στο μυαλό μου, άρχισα να αναρωτιέμαι τι θα συνέβαινε αν η ηρωίδα τα έφτιαχνε όντως με έναν τέτοιον τύπο. Θα έμενε μαζί του; Δεν θα ‘φευγε κάποτε από την πόλη της να σπουδάσει, και δεν θα χώριζε με τον τύπο, που θα της φαινόταν ρεμάλι; Ακόμα κι αν ο «πόρτας» ήταν ο μεγάλος της έρωτας, δεν θα την κούραζε αργά ή γρήγορα; Κι ο «πόρτας» δεν θα φλερτάριζε ασύστολα με άλλες γυναίκες;

Τέλος πάντων, άρχισα να φαντάζομαι τον ήρωα, τον Βασίλη, όπως ήταν οι σούπερ γκόμενοι της εφηβείας μου: σίγουρα θα έπαιζε γουώτερ πόλο, και σίγουρα θα έπιανε το χέρι του. Τον σκέφτηκα να ξεπερνάει τις κρίσεις στη ζωή του με απλό τρόπο, και το τραγούδι «του» ήρθε αυτόματα με το «Η δουλειά κάνει τους άντρες» (στίχοι Λευτέρη Παπαδόπουλου, μουσική Μάνος Λοίζος, φωνή Ελένη Ροδά). Η ηρωίδα, η Μαρία… έμενε λίγο θολή από μουσική, κι αφού την είχα προχωρήσει πολύ, στη μέση σχεδόν του βιβλίου, μου ήρθε το «δικό της» τραγούδι: “Perfectday”του LouReed, από το 1972. Όταν συνειδητοποιεί πώς οι τέλειες μέρες ήταν αυτές που πέρασε με το Βασίλη, δηλαδή, κι όχι πιο πριν ή πιο μετά.

Η τρίτη ηρωίδα, η βουλγάρα Αλμπένα, έδεσε αμέσως με το “Losingmyreligion” των REM–την εποχή που η Αλμπένα φτάνει στη Θάσο, το τραγούδι είναι μεγάλο σουξέ στην περιοχή. Και την εκπροσωπεί, γιατί δεν έχει τίποτα να χάσει εκτός από την πίστη της. Ο φίλος του Βασίλη, ο Τάσος, με καριέρα στα νυχτομάγαζα και μεγάλο έρωτα με την Αλμπένα, έχει μόνον ένα τραγούδι: «ένας φίλος ήρθε απόψε απ’ τα παλιά». Ο Τάσος, όπως οι περισσότεροι μαγαζάτορες της νύχτας, δεν ακούει μουσική. Θυμάται ένα τραγούδι που άκουγαν οι γονείς του όταν βλέπει τον Βασίλη, τον κολλητό του, μετά από πολλά χρόνια. Αυτό είναι όλο.

Όσο ο Βασίλης ζει στα ξένα και ξεχνάει τον έρωτά του, ενώ στηρίζεται από τη «δουλειά που κάνει τον άντρα», τσακίζεται με το “Lovewilltearusapart” τωνJoyDivision. Γιατί; Δεν ξέρω. Ίσως επειδή μου άρεσαν εμένα οι JoyDivisionκι ο τραγουδιστής τους ο IanCurtis, που αυτοκτόνησε πολύ νέος στις αρχές της δεκαετίας του ‘80. Μου άρεζαν κι άλλοι βέβαια. Αλλά αυτό το τραγούδι ξεφοντάρισε μέσα στο κεφάλι μου ενώ έγραφα ένα από τα κεφάλαια του Βασίλη.

Ενώ γράφεις βιβλίο πέφτεις σ’ ένα είδος trance – έστω κι αν γράφεις σπαστά, όπως εγώ: στην διάρκεια 2 ή 3 χρόνων, κι όποτε έχεις καιρό. Όποτε ο ένας από τους ήρωες σε κρατάει ξύπνια πολλές νύχτες στη σειρά επειδή θέλει την ιστορία του, και δεν του τη δίνεις. Ο Βασίλης μου φαινότανε λειψός – σέξυ μ’ έναν βαρύ τρόπο, αλλά λίγο αδιάφορος. Θυμήθηκα συμμαθητές μου από το σχολείο, φίλους από την εφηβεία μου… συγκροτήματα μουσικής! Είχανε συγκροτήματα, έπαιζαν μουσική, μάθαιναν ξένα τραγούδια με μανία. Έβαλα τον Βασίλη να παίζει ντραμς σε ερασιτεχνικό συγκρότημα στην Καβάλα, σ’ ένα υπόγειο. Αμέσως μου φάνηκε πολύ πιο γοητευτικός. Δεν ήταν απλός «πόρτας». Ήταν μανιακός με την μουσική. Είχε βάθος. Είχε νταλκά.

Εκεί κόλλησα πάλι. Ποιο τραγούδι έμαθε πρώτο; Ποιο τραγούδι θα έπαιζε ένας πιτσιρικάς στην Καβάλα στην δεκαετία του ’70; Και ποιο τραγούδι θα είχε σημασία γι’ αυτόν είκοσι χρόνια μετά, ενώ στον καιρό του δεν θα σήμαινε τίποτα; Στις 4 τα χαράματα έστειλα ένα μέηλ στον Γιάννη Νένε, μουσικοκριτικό και φίλο, θέτοντας τα ερωτήματά μου. «Stairwaytoheaven»? «Angie»? «Undermythumb»?«Like a sex machine»? «Fever»?ΚάτιαπόWham, BarryManilov, ακόμακαιPinkFloyd?

Την άλλη μέρα βρήκα την απάντηση του Νένε: «Το τραγούδι που ψάχνεις είναι το “Epitaph” των KingCrimson φίλη μου, δεν χωράει καμιά αμφιβολία και δεν μπορεί να είναι κανένα άλλο». Ξαφνικά ο Βασίλης φωτίστηκε μέσα στο μυαλό μου, πήρε φόρα, έμαθε τα λόγια του τραγουδιού και γράφτηκε σχεδόν μόνος του από κει κι ύστερα…Υπήρχαν πολλά τραγούδια ακόμα, εννοείται. Αλλά δεν βρήκαν το δρόμο τους στην ιστορία, ή η ιστορία δεν τα σήκωσε. Οι ήρωες από την άλλη, τα βρήκαν όλα… μέχρι και τον Έρωτα με κεφαλαίο «Ε». Όπως τους αξίζει. (Συνέντευξη της Μανίνας Ζουμπουλάκη στο περιοδικό ΓΥΝΑΙΚΑ)

ΒΟΥΛΑ ΘΑΣΙΤΟΥ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ

Προηγούμενο άρθρο

Θόδωρος Μουριάδης: «Τιμούμε τη μνήμη των ανθρώπων που αγωνίστηκαν για την απελευθέρωση της πατρίδας μας»

Επόμενο άρθρο

Το Ι.Κ.Κ.Ι.Κ. επανέρχεται για τον εξοπλισμό της Καπναποθήκης (πρώην Ε.Ο.Κ.)