Γράφει ο Χρήστος Τσελεπής
Ο Μανόλης Παλαιγεωργίου, καλός συνάδελφος, ο πρώτος διευθυντής του Ενιαίου Πολυκλαδικού Λυκείου Καβάλας και σημαντικός συγγραφέας, αφιερώνει το καινούργιο του βιβλίο στους ερασιτέχνες αλιείς της «Αλκυόνας», της Καβάλας, της Ελλάδας, όπως και σε όσες και όσους θαυμάζουν και αγαπούν την πόλη μας και την περιοχή μας. Εξάλλου είναι κι ο ίδιος ένας «ερωτικός μετανάστης», αφού δεν έμεινε στη Σάμο, όπου γεννήθηκε, ούτε στο λεκανοπέδιο της Αττικής, αλλά ρίζωσε για τα καλά στην Καβάλα από έρωτα όχι μόνο προς τη Γεωργία, αλλά και προς τη «Γαλάζια Πολιτεία» με τον πιο όμορφο θαλάσσιο διαμελισμό.
Το χωριό του στη Σάμο ήταν ορεινό, μα και η αγάπη του για τη θάλασσα δεδομένη. Άλλωστε στην Καλαμίτσα μένει. Και το σκαφίδι του είναι στην αγκαλιά της «Αλκυόνας». Τις 200 σελίδες του βιβλίου τις διαβάζει κανείς μονομιάς, μονορούφι σαν ένα δροσιστικό και συνάμα γευστικό ποτό. Ανάλαφρη γραφή, με χιούμορ και μαστοριά αποδομένη. Όλα, ακόμη και κάποια στοιχεία ιστορικά, φιλοσοφημένα, επιστημονικά ή εξειδικευμένες αναφορές, τα γεύεται, τα καρπώνεται και τα απολαμβάνει κάθε αναγνώστης, μεγάλος ή μικρός, θαλασσινός ή στεριανός, «εγγράμματος» ή «αγράμματος».
Εξάλλου οι ερασιτέχνες ψαράδες της Καλαμίτσας απλοί άνθρωποι ήταν από παλιά, με μόρφωση κοινωνική όλοι τους και μ’ ένα κοινό πάθος που τους ένωσε σε όμιλο. Ο Νίκος, ο Αρχοντής, ο Γιώργος, ο Καμπούρης, ο Ταταλιάς, ο Κυριάκος, ο Λάκης ο σκουπάς (ψυχή της προσπάθειας για την ίδρυση του ομίλου), ένας εφοριακός, ένα εκπαιδευτικός και όλοι οι άλλοι που υπέγραψαν για ν’ αναγνωριστεί η «Αλκυόνα», που σήμερα έγινε ετών σαρανταβάλε!
Η Καλαμίτσα από παλιά, ιδιαίτερα βέβαια την άνοιξη και το καλοκαίρι, ήταν ένας τόπος συγκέντρωσης, διασκέδασης και απόλαυσης όχι μόνο για τους Καβαλιώτες, αλλά και για τους Δραμινούς, που παλιά συνέρρεαν στο νοτιοδυτικό μέρος της ακτής, τα «Δραμινά», όπως τα έλεγαν υποτιμητικά οι δικοί μας, γιατί τα νερά εκεί ήταν και είναι πολύ ρηχά. Οι Καβαλιώτες, συχνά, ιδιαίτερα τις καλοκαιριάτικες Κυριακές, έπαιρναν το μοτοράκι μπροστά απ’ τα παλιά ψαράδικα και πήγαιναν «εκδρομή στην Καλαμίτσα», όσο κι αν αυτό σήμερα ακούγεται αστείο.
Ο Μανόλης Παλαιγεωργίου αναφέρεται σε τέτοιες οικογενειακές στιγμές, στιγμές ρέμβης και απόλαυσης της φυσικής ομορφιάς, περιγράφει ολοκληρωμένα και διαχρονικά το χώρο, αναφέρεται στους παλιούς μπαξέδες και σε όλους τους μπαξεβαναίους, όπως και στα κέντρα και τις ταβέρνες που από παλιά υπήρχαν εκεί, φτάνοντας μέχρι τις μέρες μας. Περιγράφει ακόμη τη «φωλιά της Αλκυόνας», το λιμανάκι της Καλαμίτσας και τον περιβάλλοντα χώρο, όπως ακόμη την ευρύτερη περιοχή ανάμεσα Καβάλα – Θάσο και όπου ταξιδεύει η ματιά: Κούμπουρνου, Κεραμωτή, Θασοπούλα, σ’ όλη την απλωσιά της Θάσου, στον Άθωνα, στο Βρασίδα, στην Πέραμο, στην Ηρακλείτσα, Φιδονήσι, Τόσκα, Μπάτη, Καλαμίτσα, Ραψάνη. Γίνεται κατόπιν μια θαυμάσια περιγραφή της Καβάλας και ο κύκλος συμπληρώνεται με τις ανατολικές ακτές της πόλης μέχρι την Καρβάλη.
Στη συνέχεια ο συγγραφέας αναφέρεται στην άνοιξη, στο ξανάνιωμα της φύσης, στα ανοιξιάτικα ψαρέματα και τα καλαφατίσματα. Διαβάζουμε στη σελίδα 80:
«Η Ελλάδα μια “πολιτισμική Άνοιξη”, χωρίς
τις υπερβολές της Ανατολής αλλά και της
Δύσης, ανέδειξε τις αρχές του μέτρου, της
ανθρωπιάς και της Δημοκρατίας. Αυτή η
ελληνική πολιτισμική αύρα μαζί με το
χριστιανισμό ενέπνευσαν τις βασικές
αρχές του ευρωπαϊκού πολιτισμού».
Στη συνέχεια αναφέρεται στο «Μύλο» και το τέλος του, στα καλοκαιρινά ψαρέματα, στις θερινές θαλασσινές εξορμήσεις, στην ψαράδικη ζωή και τα απρόοπτα της, το ψάρεμα με το γρι – γρι και τη νυχτερινή επιστροφή στη φωτισμένη πόλη. Κατόπιν στα ψαρέματα του φθινοπώρου, στην ανεμότρατα, στους χειμωνιάτικους νοτιάδες και τις σοροκάδες, στη ζωγραφική των καλαμαριών που είναι πάντα μαύρη, στην καθετή, στο μαΐστρο και το γρέγο, στους ψαρότοπους του κόλπου της Καβάλας, στις ψαροκουβέντες, σε συνταγές «μελίπαστες» ή χταποδίσιες, στο μοίρασμα της ψαριάς, στις γάτες του μικρού λιμανιού και το μερίδιό τους. Στη σελίδα 185 διαβάζουμε:
Σε μια τέτοια αποκαλυπτική συζήτηση
ο μπαρμπα – Γιώργης τελείωσε με τη συνηθισμένη του ατάκα:
“Εγώ πια γέρασα…
Όσο μπορώ θα βγαίνω με τη βάρκα, αλλά
γέρασα, σου λέω! Ξέρεις τι θα πει γέρασα;
Γέρασα θα πει πως δεν μπορώ να κάνω
αυτό που θέλω!”, μου απαντά απλοϊκά
και αποστομωτικά.
Μια επιμελημένη και καλαίσθητη έκδοση από τις ντόπιες «Εκδόσεις ΞΥΡΑΦΙ» (Ελληνικής Δημοκρατίας 5), από όπου μπορεί κανείς να προμηθευτεί το βιβλίο. Κλείνουμε με μια εύστοχη περιγραφή της Καβάλας από το Μανόλη Παλαιγεωργίου (σ. 199):
Μια παραθαλάσσια πόλη με αδρά και πανοραμικά
χαρακτηριστικά. Εντυπωσιακή, είτε προσεγγίζεται
από την ξηρά είτε από τη θάλασσα. Μια κοινωνία
όπου δε χάνεται το «πρόσωπο» του ανθρώπου,
γιατί διατηρεί μια δυναμική «αναγνώρισης»,
εξαιτίας της οποίας η προσωπική συνείδηση
συνυπάρχει με τη συλλογική, χωρίς τις χαώδεις
αποστασιοποιήσεις και αποξενωτικές διακρίσεις
των σύγχρονων μεγαλουπόλεων.