Γεννήθηκα στις 21 Σεπτεμβρίου του 1932 στη Δράμα αλλά έζησα κυρίως στην Καβάλα. Έχω τέσσερα αδέρφια τον Γιάννη, τον Ανδρέα, την Σοφία και τον Πέτρο. Η μητέρα μου, Ελισσάβετ, ήταν από την Δράμα και το οικογενειακό της επάγγελμα ήταν οι γεωργικές και κτηνοτροφικές δραστηριότητες. Ο πατέρας μου, Νικηφόρος, από τον Πύργο της Τήνου ήταν μαρμαράς με παράδοση αιώνων στο επάγγελμα.
Η Τήνος φημίζεται για το επάγγελμα αυτό, καθώς η πλειονότητα των κατοίκων ασχολείται με τα μάρμαρα και έχει ένα μοναδικό είδος μαρμάρου, το πράσινο μάρμαρο. Επειδή το νησί δεν είχε ποτέ Τούρκους κατακτητές αλλά Ενετούς, οι τεχνίτες της Τήνου ταξίδευαν για δουλειά σε όλα τα Βαλκάνια, κάτι που γινόταν κάθε χρόνο για αιώνες. Ο παππούς μου, Γεώργιος Σκαρής, κατασκεύασε τα κεφαλοκόλωνα του Αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη και ο θείος μου, επίσης Γεώργιος Σκαρής, κατασκεύασε το τέμπλο του ναού, όπου αναγράφεται και το όνομα του.
Σε ηλικία ενός και μισού έτους μετακομίσαμε προσωρινά στη Θάσο οικογενειακώς για εργασία του πατέρα μου στην κατασκευή της παραλίας του λιμένα του νησιού.
Περίπου το 1935 επιστρέψαμε στην Καβάλα για να εργαστεί σε συνεργασία με τον ντόπιο μαρμαρά Δούγια στην κατασκευή μνημείου της μητέρας του Μεχμέτ Αλή, βαλή της Αιγύπτου, στην πλατεία της Καβάλας και ενός μνημείου απέναντι από την σημερινή Λέσχη Αξιωματικών. Τα εν λόγω μνημεία δεν υπάρχουν πλέον καθότι καταστράφηκαν επί Δικτατορίας. Στην Παναγία Καβάλας εργάστηκε στην διαμόρφωση του χώρου που βρίσκεται το άγαλμα του Μεχμέτ Αλή με 10 τεχνίτες από την Τήνο.
Όταν ήμουν οκτώ ετών, με την έναρξη του πολέμου, το 1940 μετακομίσαμε στην Θεσσαλονίκη στην περιοχή Αγίου Δημητρίου, στην οδό Καπετάν Άγρα. Στην περίοδο της κατοχής, ενώ φοιτούσα στο 4ο Δημοτικό Σχολείο Θεσσαλονίκης, παράλληλα πουλούσα κουλούρια στους δρόμους της πόλης. Ένα περιστατικό που θυμάμαι έντονα από εκείνη την περίοδο είναι όταν σε περιοχή της οδού Αγίου Δημητρίου προς Βαρδάρη (που αργότερα έμαθα ότι λεγόταν μαύρη αγορά) κάποιοι μου πήραν όλα τα κουλούρια, τα ρούχα και τις γαλότσες με αποτέλεσμα να επιστρέψω σπίτι μου μετά από 5 ώρες λόγω των πολύ άσχημων καιρικών συνθηκών, μια απόσταση που συνήθως διένυα σε 10 λεπτά. Την επόμενη μέρα πουλώντας κουλούρια σε γνώριμα σημεία κάποιος κύριος μου είπε να πάω σε μία συγκεκριμένη πόρτα για να πουλήσω την πραμάτια μου. Αφού εκείνη τη μέρα δεν ενδιαφέρθηκε κανείς, ξαναπήγα και την επόμενη. Θυμάμαι ότι τα χρήματα που μου έδωσε μια κοπέλα για όλα τα 5 κουλούρια που είχα, δεν ήξερα να τα μετρήσω (η δραχμή τότε ήταν τόσο υποτιμημένη, που ένα ψωμί μπορεί να κόστιζε 1.000.000 δραχμές) με αποτέλεσμα την επόμενη μέρα να τα δώσω όλα στον φούρνο και να ξαναπάρω εμπόρευμα διπλάσιο από το συνηθισμένο. Συνέχισα για περίπου τρεισήμισι χρόνια να πουλάω εκεί κουλούρια σταθερά και κάποια στιγμή κατάλαβα ότι ο χώρος ήταν οίκος ανοχής. Έτσι γνώρισα το πρώτο στρώμα της τότε κοινωνίας μέσω αυτών των συναλλαγών.
Η δραστηριότητα αυτή είχε αποτέλεσμα να κάνω απουσίες στο σχολείο, όπου ήμουν γραμμένος αλλά τελικά πήρα το απολυτήριο χάρη στην κατανόηση και την θέληση των δασκάλων μου. Ωστόσο, στην πορεία της ζωής μου δεν ανέφερα ποτέ ότι πήγα σχολείο και ότι είχα το απολυτήριο αυτό (είναι η πρώτη φορά που αναφέρω ότι κατέχω απολυτήριο). Δεν το χρησιμοποίησα για να συνεχίσω στο Γυμνάσιο, γιατί προτίμησα να ασχοληθώ με τη δουλειά πιστεύοντας ότι θα ήταν καλύτερα.
Επιστρέψαμε οικογενειακώς στη Δράμα και η επαγγελματική δραστηριότητα του πατέρα μου και των αδερφών μου σχετιζόταν με την κατασκευή μνημείων – ηρώων στα χωριά του νομού και μνημεία νεκροταφείων. Παράλληλα αγόρασε ιταλικά μηχανήματα επεξεργασίας μαρμάρων, κάτι πρωτοποριακό για την εποχή στα οποία εργαζόμουν πλέον και εγώ, έως ότου στατευθώ.
Όταν τελείωσε η θητεία μου άρχισα να λειτουργώ το μαρμαράδικο που είχε ετοιμάσει εν τω μεταξύ ο πατέρας μου στην Καβάλα. Παρά τις αρχικές δυσκολίες, η δουλειά εξελίχθηκε πολύ καλά γιατί ήταν η μοναδική βιοτεχνία μαρμάρου από τη Θεσσαλονίκη ως τον Έβρο. Μετά από τρία χρόνια ο Ιωάννης Σμπούρδος, τεχνίτης μαρμάρων και συγγενής από την Τήνο, άρχισε να εργάζεται μαζί μου ως δεξί μου χέρι. Πρόσθεσα μηχανήματα επεξεργασίας και προσέλαβα εργάτες που έφταναν ως και τους 35, κάτι πρωτόγνωρο για την περίοδο εκείνη. Από το 1960 παράλληλα λειτουργούσε παράρτημα της βιοτεχνίας στην Θεσσαλονίκη, το οποίο διεύθυνε ο αδερφός μου Γιάννης και αναλάμβανε τις τοποθετήσεις ο αδερφός μου Ανδρέας.
Την περίοδο αυτή έγινε ανέγερση του πατρικού μου σπιτιού, το οποίο υπάρχει μέχρι και σήμερα.
Ο πατέρας μου πέθανε το 1964. Η ΕΠΕ πέρασε στα 3 αδέρφια, έγινε κληρονομητήριο και τροποποίηση καταστατικού και είχα την διεύθυνση της. Αμέσως μετά το θάνατο του πατέρα μου πήρα την πρωτοβουλία να υποβάλω αίτηση για διαβατήριο και αγόρασα από τη Θεσσαλονίκη (γιατί στην Καβάλα δεν υπήρχε αντιπροσωπεία) τέσσερα αυτοκίνητα για επαγγελματική χρήση με γραμμάτια 500 δραχμών το μήνα. Στην υπηρεσία έκδοσης διαβατηρίων με έγραψαν ως βιομήχανο και όχι ως βιοτέχνη όπως ήθελα, γιατί την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν πολλοί βιομήχανοι με διαβατήρια στην Ελλάδα. Το πρώτο μου ταξίδι ήταν στην Ιταλία προκειμένου να γνωρίσω τον τρόπο λειτουργίας των μεγάλων βιομηχανιών μαρμάρου στην Έκθεση Μαρμάρων της Βερόνας. Κατόπιν, ταξίδεψα στην Γερμανία για ενημέρωση στον τομέα των μηχανημάτων.
Τότε είναι που αποφάσισα να αναπτύξω και να εξελίξω την επιχείρηση σε βιομηχανία γιατί ήθελα να εξασφαλίσω το μέλλον των δύο γιων που είχα αποκτήσει, του μικρού μου αδερφού και των ανιψιών μου. Βέβαια, σε επαφές που είχα με Ιταλούς επιχειρηματίες, με συμβούλευαν να μην ξεκινήσω το εργοστάσιο καθότι οι δυσκολίες του συγκεκριμένου τύπου επιχείρησης στην Ελλάδα θα ήταν πολύ μεγάλες. Την εποχή εκείνη ο τόκος δανεισμού σε βιομηχανίες στην Ελλάδα ήταν 20%, ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη ήταν 5% (η ολοκλήρωση του εργοστασίου έγινε με τόκο 15% και 18%). Παρ’ όλα αυτά, αναζητούσα χώρο 70 στρεμμάτων στην Καβάλα αλλά δεν κατάφερα να βρω. Γύρω στο 1969, επί δικτατορίας, ο κύριος Μπράβος περιφερειάρχης της περιοχής, θέλοντας να γίνει το εργοστάσιο εκεί, με κάλεσε και μου πρότεινε να μου παραχωρήσει οικόπεδο 40 στρεμμάτων που ανήκε στην Εκκλησία δίπλα στο υδραγωγείο προς Ελευθερούπολη, καθώς και του υποσχέθηκε εξασφάλιση χρηματοδότησης με χαμηλό επιτόκιο για την επένδυση. Παρότι ήταν μια πολύ δελεαστική πρόταση που δύσκολα κάποιος θα απέρριπτε, αρνήθηκα και έχοντας ένα κεφάλαιο βρήκα χώρο 70 στρεμμάτων αλλά στην Δράμα. Επίσης, δανειοδοτήθηκα από την ΕΤΕΒΑ ποσό 40.000. Ξεκίνησε η ανέγερση των εγκαταστάσεων του εργοστασίου και ολοκληρώθηκε σε ένα μόλις χρόνο, παρότι το κατασκευαστικό πλάνο ήταν 3 χρόνων. Αυτό επιτεύχθηκε χάρη στην πολύτιμη βοήθεια του Ιωάννη Σμπούρδου και την άμεση χρημαδότηση. Προμηθεύτηκα μηχανήματα από την Ιταλία και την Γερμανία, μετέτρεψα την εταιρεία σε Ανώνυμη Εταιρεία και έδωσα ίσο ποσοστό μετοχών στα δύο αδέρφια μου (που ήδη δραστηριοπούνταν στην Θεσσαλονίκη) και οι υπόλοιποι κληρονόμοι κράτησαν το ποσοστό που είχαν ήδη. Ξεκίνησε, λοιπόν, το εργοστάσιο το 1973. Η Α.Ε. έφτασε να έχει 12 λατομεία προς εκμετάλλευση (σε Δράμα, Καβάλα, Θάσο, Σέρρες, Θεσσαλονίκη, Έδεσσα, Φλώρινα, Βέροια, Κοζάνη και στο Λιγουριό κοντά στην Επίδαυρο), με μηχανήματα από το εξωτερικό και προσωπικό που έφτασε ως και τους 700 εργάτες.
Το συνολικό ύψος της επένδυσης ήταν 520.000.000 σε ευρώ. Από το δάνειο των 40.000 δραχμών, που προανέφερα, αποπληρώθηκε ποσό 800.000 λόγω των ανατοκισμών. Μάλιστα, για το συγκεκριμένο θέμα έγινε επερώτηση στην Βουλή, στα μέσα της δεκαετίας του ’80, από τον βουλευτή και πρώην Υπουργό της τότε αντιπολίτευσης Γεώργιο Παναγιωτόπουλο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αποφασιστεί η επιστροφή 200.000. Μετά από κάποιο διάστημα κάποιος άλλος βουλευτής της κυβέρνησης Παπανδρέου έκανε παρόμοια επερώτηση για άλλον επιχειρηματία και με αφορμή αυτό προστέθηκαν άλλες 200.000 στο ποσό που έπρεπε να επιστραφεί. Για να γίνει, όμως, η επιστροφή των 400.000 συνολικά έπρεπε η απόφαση να περάσει από δικαστήριο, μια διαδικασία που κράτησε πολύ καιρό. Η ολοκλήρωση της διαδικασίας αυτής έγινε το 2010, άλλα τα χρήματα δεν μπορούσαν να επιστραφούν στην εταιρεία μου, καθώς ήταν ήδη σε καθεστώς πτώχευσης (μπορούσε όμως να τα πάρει κάποιος άλλος). Το μοναδικό που δεν αποπληρώθηκε ήταν ένα μηχάνημα το οποίο και επιστράφηκε πίσω. Η επιχείρηση με τις διάφορες μορφές που πήρε λειτούργησε συνολικά περίπου 45 χρόνια. Για τις ανάγκες της εταιρείας έκανα επανειλημμένα μονοήμερα και διήμερα ταξίδια σε Ιταλία, Γερμανία, Αμερική, Αυστρία, Ουγγαρία, Βουλγαρία, Λίβανο και Σαουδική Αραβία.
Μετά από έρευνα του Υπουργείο Εμπορίου η επιχείρηση επιλέχθηκε ανάμεσα σε 10 ακόμα και βραβεύθηκε ως πρώτη στον κλάδο της το 1982. Το βραβείο μου απονεμήθηκε από τον ίδιο τον τότε πρωθυπουργό, Ανδρέα Παπανδρέου, κάτι που δείχνει τη βαρύτητά του. Αυτή είναι μια πολύ σημαντική διάκριση, αφού ποτέ δεν χρησιμοποίησα διαφημιστικές καμπάνιες ή κρατικές επιδοτήσεις, ενώ είχα τη δυνατότητα.
Η επιχείρηση διευθυνόταν αποκλειστικά και μόνο από εμένα και έπαιρνα όλες τις πρωτοβουλίες και τις αποφάσεις, χωρίς να υπάρχουν στην εταιρεία οικονομικοί σύμβουλοι. Ο μόνος τεχνικός σύμβουλος και συνεργάτης ήταν ο Ιωάννης Σμπούρδος. Ο αδερφός μου Ανδρέας, που εργαζόταν στην Θεσσαλονίκη, ήταν για αρκετά χρόνια επικεφαλής στο λατομείο Στενωπού Καβάλας. Ο αδερφός μου Πέτρος μετά την ολοκλήρωση του εργοστασίου ασχολήθηκε αρχικά με τις εξαγωγές αλλά αργότερα μετά από πίεση των άλλων αδερφών ασχολήθηκε ταυτόχρονα και με την παραγωγή του εργοστασίου. Ο ανιψιός μου Νικηφόρος (Νικήτας), αφού σπούδασε σε κολλέγιο της Αμερικής, δούλεψε αρχικά στην αποθήκη και έπειτα ασχολήθηκε επίσης με τις εξαγωγές. Ωστόσο, κανένας από τους δύο τελευταίους δεν πρόσφερε στον τομέα του τα αναμενόμενα κι αυτό δημιούργησε πολλά προβλήματα στην εταιρεία.
Η Α.Ε. λειτουργούσε με εξαγωγές πηγαίνοντας φορτωτικά και στις εσωτερικές δουλειές χρησιμοποιώντας τραπεζικές επιταγές. Το 2001 άλλαξε το καθεστώς δανεισμού στις τράπεζες, εκτός της Αlpha Βank που ο διευθυντής της είχε στη διάθεση του ένα ικανοποιητικό ποσό. Για να μπορέσει να με διευκολύνει έπρεπε να ιδρυθεί μια καινούρια εταιρεία. Αφού τους το πρότεινα και συμφώνησαν με ευχαρίστηση, η νέα εταιρεία με μορφή Ο.Ε. ιδρύθηκε με μετόχους τον γιο μου, Αλέξανδρο, και τον ανιψιό μου, Νικηφόρος, με ποσοστό από 50 %. Έτσι, ξεκίνησα να συνεργάζομαι με την Alpha Bank.
Στην Α.Ε. στάλθηκε επιστολή από τις Βρυξέλλες προσωπικά σε εμένα δίνοντας τη δυνατότητα σε κάποιον εκπρόσωπο της επιχείρησης να συμμετέχει σε εξετάσεις προκειμένου να πάει μετά στο Τόκυο για επαγγελματική κατάρτιση ενός χρόνου στα πλαίσια κάποιου Ευρωπαϊκού προγράμματος. Η πρόσκληση αυτή έγινε σε δέκα εταιρείες από κάθε χώρα της Ευρωζώνης και θα επιλεγόταν μία από κάθε χώρα. Ο Αλέξανδρος Σκαρής εκπροσώπησε την εταιρεία και ήταν ο πρώτος στον διαγωνισμό οπότε και πήγε στο Τόκυο, όπου βρίσκεται ως σήμερα.
Εν τω μεταξύ ο ανιψιός μου, Νικηφόρος, παρότι πληρωνόταν και δούλευε στην Α.Ε. (και φυσικά θα κληρονομούσε το ποσοστό που δόθηκε στον πατέρα του, Γιάννη) όταν ήρθε μια εξαγωγή με ένα ποσοστό αρκετών χρημάτων και πολλές ακόμα δόσεις, αποχώρησε από την Α.Ε. και κράτησε την Ο.Ε. ώστε να ωφεληθεί από το υπόλοιπο ποσό. Μετά την αποχώρηση του δούλευε πλέον μόνος του χωρίς να ενημερώνει τον Αλέξανδρο Σκαρή που κατείχε το 50%. Από τότε ξεκίνησαν διενέξεις οι οποίες συνεχίζονται μέχρι και σήμερα. Αυτό οφείλεται κατά τη γνώμη μου, αποκλειστικά στις λανθασμένες ενέργειες του ανιψιού μου Νικηφόρου. Υπάρχουν πολλά να ειπωθούν σ’ αυτό το θέμα, αλλά δεν επιτρέπεται να δημοσιοποιηθούν για λόγους δικαστικής δεοντολογίας.
Παρά τις προσδοκίες μου ότι οι κληρονόμοι μου θα εμπλέκονταν και θα συμμετείχαν ενεργά στην εταιρεία, που φυσικά είχε την ανάγκη περισσότερων του ενός ατόμων για την ομαλή λειτουργία της, αυτό δεν έγινε. Οπότε, η λειτουργία της συνεχιζόταν μεν, αλλά με πολλές δυσκολίες και απώλεια κερδών.
Το 2009 λόγω αδυναμίας πληρωμών κι ενώ η εταιρεία ανέμενε χρήματα για να εξοφλήσει τις υποχρεώσεις της, οι εργάτες έκαναν στάση εργασίας για μικρό χρονικό διάστημα. Κάλεσαν τον επόπτη εργασίας κι εκείνος αποφάνθηκε ότι οφείλουν να πληρωθούν και για τις ημέρες τις στάσεις εργασίας, παρότι δεν εργάζονταν, γιατί αυτό υπαγορεύει ο νόμος. Τότε, υπό το βάρος της ευθύνης των τόσων χρόνων λειτουργίας της επιχείρησης, καθώς έπαιρνα και εκτελούσα όλες τις αποφάσεις χωρίς κανέναν σύμβουλο, και με αφορμή την πίεση των εργατών και της επιθεώρησης εργασίας, πήρα στιγμιαία την απόφαση να κάνω στάση πληρωμών, χωρίς να το έχω προσχεδιάσει. Έτσι, κηρύχθηκε πτώχευση και η εταιρεία έκλεισε.
Αυτό είναι το πρώτο μέρος της επιχειρηματικής δραστηριότας και ιστορίας μου. Το δεύτερο μέρος είναι πολύ πιο επώδυνο και θα το δημοσιοποιήσω όταν είναι η κατάλληλη στιγμή. Η σκέψη μου είναι πως θα μπορούσε να μεταφερθεί ακόμα και σε ταινία σαν αυτές τις δεκαετίας του ’60.