(μια κατοχική ιστορία της οδού Σουρή)
της Τασούλας Γεωργιάδου *
Την είχαν αφήσει πίσω. Δεν ήταν δυνατό να μετακινηθούν όλοι μαζί. Είχαν πάει σ’ ένα χωριό της Χαλκιδικής που ζούσαν συγγενείς και συμπατριώτες τους από τη Τρίγλια της Μικρασίας. Όσοι μπορούσαν, και είχαν κάπου να πάνε, έφευγαν μόλις οι Γερμανοί παραδώσανε τη διοίκηση στους βούλγαρους συμμάχουςτους. Όλοι ήξεραν τι τράβηξε ο πληθυσμός στα ‘16 με ‘18 από αυτούς. Ακμαίοι άντρες, παραγωγικής ηλικίας, όμηροι σε καταναγκαστικά έργα στη Βουλγαρία. Όσοι έμειναν πίσω υπέστησαν καθημερινές αγγαρείες, προπηλακισμούς, ταπεινώσεις καιαρκετές χιλιάδες άτομα εξοντώθηκαν από ασιτία, μόνο στην περιοχή της Καβάλας. Γνωστή η τακτική του εκβουλγαρισμού, έτσι μόνο γινόταν συνήθως στις μεταπολεμικές συνθήκες, κατοχυρώνονται τα εδάφη σε όποιους κατείχαν το μεγαλύτερο ποσοστό ως προς την εθνικότητα των κατοίκων. Τι κι αν οι Μικρασιάτες πρόσφυγες δεν ήταν εδώ τότε. Οι ντόπιοι διηγιόντουσαν τις άθλιες συνθήκες της Κατοχής στον Μεγάλο Πόλεμο. Όπου φύγει φύγει, λοιπόν. Τουλάχιστον στα χωριά και τα νησιά κάτι θα υπήρχε για φαγητό να μην πεθάνουν της πείνας. Ως τα τώρα οι Γερμανοί δεν είχαν δείξει τάσεις μόνιμης εγκατάστασης, δεν είχαν φέρει οικογένειες μαζί τους. Καλύτερα σε γερμανοκρατούμενα μέρη, σκεφτόντουσαν. Η Μαρούλα θα έμενε πίσω να προσφέρει τις υπηρεσίες της στους νέους ενοίκους του σπιτιού. Στον αξιωματικό, δηλαδή, της βουλγαρικής αστυνομίας που εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο επιταγμένο δίπατο, δυο σπίτια παραδίπλα από τα γραφεία της τρομερής Οχράνας[1].
«Να προσέχεις το σπίτι μέχρι να γυρίσουμε» της παράγγειλε το μικρός κύριος και κείνη το πήρε ως αποστολή και υπόσχεση επανόδου.
Με το καινούριο αφεντικό είχε πρόσβαση και στο οίκημα της Οχράνας με τη μεγάλη κινητικότητα. Ως υπηρετικό προσωπικό του αξιωματικού ήταν ευπρόσδεκτη από τους βούλγαρους υπαλλήλους και χωροφύλακες. Μπαινόβγαινε ανενόχλητη. Την στραβοκοίταζαν οι γειτόνισσες που την έβλεπαν τροφαντή και αεράτη, ενώ εκείνοι βασανιζόταν να καλύψουν την πείνα τους με το κομματάκι της μπομπότας και των λιγοστών τροφίμων που εξασφάλιζαν με ό,τι προέβλεπε το δελτίο τους. Βέβαια αν βουλγαρογραφόντουσαν θα είχαν τα προς το ζην, αλλά ελάχιστοι πρόδωσαν την ελληνική τους ταυτότητα. Εξάλλου αιώνες την τίμησαν με όλη τους την αξιοπρέπεια στην Οθωμανική επικράτεια και δεν αλλαξοπίστησαν, τώρα θα την πρόδιδαν;
Πλησίαζε η δόλια η Μαρούλα τις πόρτες των γύρω σπιτιών, αλλά την απόδιωχναν οι γειτόνισσες. Πολύ την στεναχωρούσε αυτό, δεν ήθελε να ξεκόψει μαζί τους. Ένοιωθε τις ανάγκες τους και τη βαριά τους στεναχώρια. Έκανε σουλάτσο στον εκατό μέτρων χωματόδρομο μεταξύ του σπιτιού και της Οχράνας. Έβλεπε όσους τραβολογούσαν στα υπόγεια πατριώτες που τους βασάνιζαν οι κατακτητές, έβλεπε τους ένστολους που χαχανίζαν ευτυχισμένοι τώρα που η Βουλγαρία τους εκτινόταν «οτ Τσέρνο Μορέ ντο Μπιάλο Μορέ»[2] .
Κόντευαν Χριστούγεννα του ‘42 και η πείνα τους είχε κάνει όλους «καλλίγραμμους», τι λέμε τώρα, ισχνούς και ταλαίπωρους. Στο παράθυρο της κουζίνας του κάτω πατώματος φάνηκε μια όρνιθα πλουμιστή. Ήταν από το κοτέτσι που είχαν στην Οχράνα και την έβλεπε συχνά να κάνει τις βόλτες της στον χωματόδρομο, μαζί με την υπόλοιπη παρέα σκαλίζοντας για σκουλήκια και γεμίζοντας τον τόπο κουτσουλιές. Πώς βρέθηκε στην κάτω αυλή δίπλα στο πλυσταριό; Δεν κατέβαιναν τα πουλερικά μέχρις εδώ. Σαν κάποιος να την παρέσυρε, να την πίεσε να πεταρίσει κάτω από τη σκάλα. Κανείς δεν είχε ορατότητα προς τα εκεί από τον πάνω χωματόδρομο.
«Για πουλ, πουλ, πουλ» άνοιξε το παράθυρο η κυρία Τασία. «Για έλα προς τα δω, έχω μια κατσαρόλα ό,τι πρέπει για χάρη σου» την προσκάλεσε μέσα και κείνη πέρασε από το περβάζι στο τραπέζι της κουζίνας, σαν προσκεκλημένη που ήταν. Έκλεισε το παράθυρο η Τασία και βγήκε από την πόρτα να κόψει κίνηση. Κανείς ύποπτος στα πέριξ. Ή όχι; Σαν να πήρε το μάτι της τα οπίσθια της Μαρούλας. «Λες;» σκέφθηκε «να μου την έφερε πεσκέσι». Μέχρι το βράδυ δεν φάνηκε να αναζητά κάποιος το πουλερικό. Το έκρυψε στο πλυσταριό κάνα δυο μέρες μη γίνει καμιά στραβή και την βγάλουνε κλεφτοκοτού.
Στην Οχράνα είχε πολλή νταβατούρι. Είχαν φέρει τρόφιμα και ετοίμαζαν πακέτα για όσους απασχολούνταν εκεί και άλλους ομοεθνείς τους για να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα. Τα είχαν τυλιγμένα σε χασαπόχαρτο και περίμεναν τη διανομή. Μες το χαμό, που κάποιον έφεραν και έτρεξαν για την ανάκριση, βουτά ένα πακέτο η Μαρούλα και το πάει ίσια στην πόρτα του απέναντι σπιτιού. Ακούει η κυρα –Λένη τον θόρυβο στην πόρτα της ανοίγει και βλέπει τη Μαρούλα με το πακέτο στο στρατσόχαρτο.
«Βρε καλώς την!» την μπάζει μέσα, ανοίγει το χαρτί και βρίσκει ίσαμε δυο οκάδες κρέας. «Χριστέ μου, μας λυπήθηκες. Θα κάνουμε Χριστούγεννα». Τρίφτηκε η Μαρούλα στα πόδια της και τη χάιδεψε με την ουρά της. Δεν ήταν αχάριστη η Μαρούλα κι ας την απέφευγαν τελευταία οι καλές γειτόνισσες. Δεν ξεχνούσε τις καλές μέρες που της πήγαιναν γενναιόδωρες μερίδες ψαροκόκαλα. Τι νόμισαν, πως τους πρόδωσε; Πρόδωσε τ’ αφεντικά της και τα χέρια που την έτρεφαν; Έσυρε τροφή και στις δυο γειτόνισσες και έδωσε χαρά κι ελπίδα.
«Πατριώτισσα η Μαρούλα, κοίτα που μας φρόντισε το ζωντανό» είπε η κυρά-Τασία όταν έπιναν το ρεβυθοκαφέ το απόγευμα.
«Σωστά έλεγε τ’ αφεντικό της, καλύτερα από άνθρωπος, όλα τα καταλαβαίνει»θυμήθηκε η κυρά-Λένη.
«Καλά λες, τότε τον Σεπτέμβρη του ‘32[3] δεν ήταν που δίχρονο γατί έτρεξε ξαφνικά στα παράθυρα και τα γρατζουνούσε να βγει έξω νυχτιάτικα και μετά από λίγο έγινε ο σεισμός που ισοπέδωσε τηνΙερισσό; Μας ειδοποίησε και προλάβαμε να βγούμε έξω στο δρόμο όταν άρχισε να τρέμει η γης.»
«Τα κορίτσια τη βάφτισαν Κατάσκοπο Μαρούλα, να τη βάλουν λένε στο ΕΑΜ, να κλέβει τα μυστικά της Οχράνας.»
Η Μαρούλα έκτοτε μπαινόβγαινε καμαρωτή στα γύρω σπίτια και ξάπλαρε στα μαλακά μαξιλάρια απολαμβάνοντας χάδια. Συνέχισε τον ποντικοκυνηγητό με ζήλοκαι συνέπεια.Απολάμβανε να βολτάρει στις γύρω κεραμοσκεπές, να λιάζεται και να γυαλίζει την τιγρέ γούνα της με τη ροζ γλωσσίτσα της.
Έζησε να δει με την πράσινη ματιά της την αναστάτωση από τον περίεργο θάνατο του βασιλιά Μπορίς του Γ’[4] και μετά έναν χρόνο την ανατροπή της μοναρχίας στη Βουλγαρία, όταν επικράτησε του Πατριωτικό Λαϊκό Μέτωπο μετά την εισβολή των Σοβιετικών.Έσμιξε με τους γειτόνους στους πανηγυρισμούς γιατην απελευθέρωση της πόλης από τους αντάρτες του 26ου Συντάγματος του ΕΛΑΣτον Σεπτέμβρη του ΄44.
Με την αποχώρηση των βουλγάρωνέμεινε ως τελευταίος κάτοικοςκαι συνάμα φρουρός του σπιτιού, να περιμένει την επιστροφή των δικών της από τη Νέα Τρίγλια. Ευτύχησε να παραδώσει το δίπατο στους ιδιοκτήτες του και να πεθάνει, πλήρης ημερών, στη γωνιά της μες τις περιποιήσεις του μικρού κυρίου που της παρείχε γιατροσόφια για να της παρατείνει τη ζωή. Έφυγε ήσυχα, αναγνωρισμένη και τιμημένη από όλους για τις πολύτιμες …αντιστασιακέςτης υπηρεσίες, αφήνοντας πίσω της μια στρατιά απογόνων.
*Η Τασούλα Γεωργιάδου είναι επίτιμη Σχολική Σύμβουλος Φυσικών Επιστημών. Αφού παίδεψε επί τριανταπέντε χρόνια μαθητές και καθηγητές με τη Χημεία και τη Διδακτική της, με τις ΤΠΕ και την Προστασία Μνημείων, προσπαθεί να καταπιαστεί και με τον πεζό λόγο. Έχει δημοσιεύσει διηγήματα/αφηγήσεις/ χρονογραφήματα σε λογοτεχνικά έντυπα και ιστοτόπους ποικίλης ύλης..
Φωτογραφία: Λεπτομέρεια από το έργο “Η τελευταία κάτοικος” του Μελέτη Λούκου, 2018 (τεχνική με σκόνες αγιογραφίας)
[1] Οχράνα ονομάζονταν οι κατοχικές δυνάμεις πολιτοφυλακής της Βουλγαρίας κατά την διάρκεια όμως της Τριπλής Κατοχής της Ελλάδας από τις Δυνάμεις του Άξονα.
[2] από τη Μαύρη Θάλασσα, ως την Άσπρη Θάλασσα
[3] Στις 26 Σεπτεμβρίου του 1932 στις19:20 ισχυρή σεισμική δόνηση μεγέθους 7 βαθμών της κλίμακας Richter, έπληξε την Χαλκιδική και κυρίως την Ιερισσό και το Στρατώνι.
[4] Ο Μπορίς Γ΄, Τσάρος της Βουλγαρίας, πέθανε κατά τα φαινόμενα από καρδιακή προσβολή στις 28 Αυγούστου 1943. Οι δύο Γερμανοί γιατροί που παρακολουθούσαν πίστευαν ότι είχε πεθάνει από ένα αργό δηλητήριο που απαιτεί εβδομάδες για να δράσει και προκαλεί την εμφάνιση κηλίδων στο δέρμα του θύματος πριν από το θάνατο. Το ίδιο δηλητήριο είχε βρεθεί στη νεκροψία του Ιωάννη Μεταξά.