Dark Mode Light Mode

Μαρτυρία του Μπάμπη Ματσκαλίδη… όπως έζησε τα γεγονότα στις 16 – 17 Νοέμβρη 1973

Κάθε Νοέμβρη δεν γίνεται να μην θυμηθώ αυτά που έζησα 16 και 17 αυτού του μήνα το 1973. Μαθητής Νυκτερινού Γυμνασίου μαζί με άλλους 2 συμμαθητές μου 17-18 χρονών, αφού τις πρωινές και μεσημεριανές ώρες ήμασταν όλη την ημέρα στην Πατησίων και την Στουρνάρα, το βράδυ έπρεπε να πάμε να δούμε αν θα λειτουργούσε το γυμνάσιο μας.

Έτσι αφού είδαμε πως υπολειτούργησε φεύγουμε για το κέντρο, μόλις προλάβαμε την δεύτερη πορεία προς το Σύνταγμα που η κεφαλή της ήδη ήταν στο ύψος των Χαυτείων και δεχόμαστε σφοδρή επίθεση από τις δυνάμεις Χωροφυλακής της Χούντας. Τόσο εμείς οι μαθητές όσο και το φοιτηταριό υποχωρούμε και μπαίνουν μπροστά οι οικοδόμοι, όπου οι χωροφύλακες είπαν τον Δεσπότη Παναγιώτη.

Στην Ομόνοια όπως ήμασταν και ενώ οι οικοδόμοι έχουν πάρει στο κυνήγι την χωροφυλακή, δεχόμαστε επίθεση από την αστυνομία από την Αγίου Κωνσταντίνου, τρέχουμε όσοι ήμασταν εκεί μέσα στην 3η Σεπτεμβρίου και οι τρεις είμαστε δίπλα δίπλα τρέχοντας και ξαφνικά ακούω το έναν από τους συμμαθητές μου να λέει «καίει καίει καίει». Σταματάμε και τον ρωτάμε τι καίει ρε μαλάκα, βάζει το χέρι του στον γλουτό του κώλου του, μας δείχνει και ήταν γεμάτο αίματα. Είχε φάει εκεί την σφαίρα.

Κοιταζόμαστε μεταξύ μας και είμαστε ακριβώς έξω από τον Ερυθρό Σταυρό (3η Σεπτεμβρίου και Καποδιστρίου) λέω στον άλλον πιάσε τον να τον πάμε μέσα. Τον πάμε μέσα και εκεί τα είδα όλα, ένας πανικός, γιατροί μέσα στα αίματα να τρέχουν πάνω κάτω, τραυματίες οι περισσότεροι από σφαίρες, αίματα στο πάτωμα, βλέπω ένα άδειο φορείο το βουτάω τον ρίχνουμε επάνω μπρούμητα και προσπαθούμε να βρούμε γιατρό, μάλλον να σταματήσουμε κάποιον που έτρεχε πάνω κάτω.

Βλέπω έναν που κράταγε κάτι ακτινογραφίες με τα χέρια του γεμάτα αίματα, τον βουτάω από το μανίκι, με ρωτάει τι είναι και του δείχνω τον συμμαθητή μου λέγοντας του, να αυτό είναι, δίνει εντολή τότε και τον πάνε στα χειρουργεία. Εκεί λοιπόν ήταν που είπα πως εντέλει τα μπαμ μπουμ που ακούγαμε δεν ήταν πέτρες και ξύλα που σπάνε αλλά πυροβολισμοί, καταλάβαμε πως αυτοί οι μπάτσοι ήθελαν να μας καθαρίσουν και από τύχη δεν είχαμε φάει και εμείς σφαίρα.

Αφού λοιπόν τον έβαλαν τον συμμαθητή μου στο χειρουργείο βγαίνει ένας γιατρός και τον ρωτάμε τι έγινε, μας είπε του την βγάλαμε την σφαίρα, να τον πάρουμε να φύγουμε, μας λέει όχι πρέπει να μείνει, όσοι έχουν τραύματα από σφαίρες θα μείνουν τουλάχιστον για απόψε. Τι να κάνουμε, κατεβαίνουμε στο υπόγειο που από την μεριά της Καποδιστρίου ήταν τότε και η είσοδος για τα ασθενοφόρα και βλέπουμε πάλι χωροφύλακες να φυλάνε την είσοδο και να μην αφήνουν τα ασθενοφόρα να μπουν. Κρυβόμαστε πίσω από δύο παροπλισμένα ασθενοφόρα και του λέω του συμμαθητή μου, πρέπει να πάμε να ειδοποιήσουμε τους γιατρούς επάνω, δεν αφήνουν οι πούστηδες τα ασθενοφόρα να μπουν.

Πάω επάνω, πιάνω έναν γιατρό που ήταν μέσα στα αίματα και του το λέω. Αυτός μαζεύει κάμποσους ακόμη και κατεβαίνουν κάτω, βγαίνει έξω ένας γιατρός ασπρομάλλης και λέει στον αξιωματικό….. «Καλά δεν ντρέπεστε για αυτό που κάνετε; Αυτόν τον σταυρό» και του δείχνει την πινακίδα, «τον σεβάστηκαν άλλοι και εσείς κλείνετε την είσοδο σε τραυματίες;». Αυτός τα είπε αυτός τα άκουσε, ο αξιωματικός τον έγραψε κανονικά.

Τώρα το πρόβλημα μας ήταν να βγούμε από εκεί μέσα, αφού προηγουμένως είδαμε και τον τραυματία μας. Έξω από την μεριά της 3ης Σεπτεμβρίου γινόντουσαν σφοδρές οδομαχίες οικοδόμων με την αστυνομία της Χούντας, φαινόταν ξεκάθαρα πως οι δυνάμεις καταστολής έχαναν την μάχη με τους οικοδόμους. Μου λέει ο συμμαθητής μου, περίμενε εδώ πάω έξω, τον βλέπω πάει σε ένα οδόφραγμα κάτι λέει σε έναν οικοδόμο και του δείχνει την Καποδιστρίου και έρχεται πίσω τρέχοντας.

Πάμε σε παράθυρο μου λέει που βλέπει στην Καποδιστρίου και εκεί που κοιτάγαμε, ακούμε κάτι αλαλαγμούς από την 3η Σεπτεμβρίου και βλέπουμε καμιά 200αριά οικοδόμοι κρατώντας στειλιάρια και ξύλα και παίρνουν στο κυνήγι τους χωροφύλακες που κρατούσαν κλειστή την είσοδο του Ερυθρού Σταυρού, τους πήγαν καροτσάκι μέχρι την πλατεία Βάθης και γύρισαν πίσω, αφού ξάπλωσαν από το ξύλο και μερικούς στην άσφαλτο. Είχε πάει 9.30 το βράδυ, το πεδίο ήταν πια ελεύθερο και έπρεπε να φύγουμε από τον Ερυθρό.

Βγαίνουμε στην 3η Σεπτεμβρίου και φτάνουμε Χαλκοκονδύλη και Πατησίων, η Πατησίων ήταν πεδίο φλεγόμενο, φωτιές παντού, όλες οι τράπεζες κατεστραμμένες, όλα τα φανάρια σπασμένα, ότι οχήματα υπήρχαν είχαν γίνει οδοφράγματα, πεζοδρόμια να έχουν γίνει πέτρες για πολεμοφόδια, σχεδόν όλο το ιστορικό κέντρο της Αθήνας είχε αυτήν την όψη, Σταδίου, Πανεπιστημίου, Αιόλου, Ομόνοια, Πειραιώς, Αγίου Κωνσταντίνου, Μάρνης, Λεωφ. Αλεξάνδρας, βρίσκονται κάτω από τον έλεγχο των διαδηλωτών μετά από μάχες με την αστυνομία της Χούντας. Φτάνουμε Κάνιγγος που ελεγχόταν από τους διαδηλωτές.

Ανεβαίνουμε την Ακαδημίας και λίγο μετά την Εμ. Μπενάκη αστυνομικές δυνάμεις κατεβαίνουν προς τα κάτω με αύρες, οι διαδηλωτές από την Κάνιγγος μόλις τις βλέπουν επιτίθενται με σφοδρότητα και γίνετε η σύγκρουση στο ύψος της Εμ. Μπενάκη, εγώ με τον συμμαθητή μου στρίβουμε και μπαίνουμε μέσα στην Μπενάκη και βλέπουνε τις δυνάμεις καταστολής στην Ακαδημίας να υποχωρούν.

Η ώρα έχει πάει 10.00 μ.μ. στην Φειδίου μπαίνουμε μέσα σε μια πολυκατοικία και ανεβαίνουμε στο κυλικείο, όπου μέσα είχε μαζευτεί πολύ κόσμος και ακούνε όλοι στο ραδιόφωνο το σταθμό του Πολυτεχνείου. Κατά τις 10.30 μ.μ. κάνω μια προσπάθεια να φύγω από το Κέντρο σκεπτόμενος τη μάνα μου που θα είχε τρελαθεί από την αγωνία για το που βρίσκομαι και τι κάνω. Φτάνοντας Πανεπιστημίου και Πατησίων κατεβαίνει μια αστυνομική αύρα και ρίχνει δίπλα μου ένα δακρυγόνο, αλλά κάνει το λάθος να στρίψει μέσα στην Πατησίων και δέχεται μια μολότοφ και έναν καταιγισμό από πέτρες, μέχρι και τσιμεντόλιθο της έριξαν. Κάνει όπισθεν και φεύγει προς Σταδίου. Εγώ φτάνω στην Ομόνοια και κατεβαίνω να δω αν λειτουργούσε ο Ηλεκτρικός, ήταν κλειστός.

Βγαίνω Σταδίου και βλέπω εκείνην την αστυνομική αύρα εγκαταλειμμένη και πάνω της διαδηλωτές. Ξαναγυρνάω στο κυλικείο της Φειδίου, έπεσαν όλοι πάνω μου να με ρωτήσουν τι γίνετε έξω, τους είπα «πόλεμος». Κατά τις 12.30 μετά τα μεσάνυχτα αποφασίζω να πάω μέσα από τα στενά στο Σύνταγμα. Φτάνοντας εκεί στο ύψος της Σταδίου, βλέπω αμέτρητους αστυνομικούς και χωροφύλακες όλοι στην μεριά που ήταν το ζαχαροπλαστείο τότε του Παπασπύρου.

Βλέπω όμως και στη Φιλελλήνων το πράσινο. Ήταν το λεωφορείο που έκανε τη διαδρομή Αθήνα – Πειραιάς τότε. Ανήκε στο ΗΣΑΠ και είχε χρώμα πράσινο. Βάζει μπρος και ετοιμάζεται να ξεκινήσει. Τώρα λέω τι κάνω, με την μαλούρα μέχρι τους ώμους, οι μπάτσοι θα με δουν και θα με μαγκώσουν, παίρνω απόφαση και αρχίζω να τρέχω, ακούω όμως από πίσω μου πιάστε τον και ποδοβολητά. «Ωχ», σκέφτηκα, «με πήρανε στο κυνήγι».

Έχω φτάσει στα μισά και κοντεύω, το πράσινο είχε ήδη ξεκινήσει, με βλέπει ο οδηγός και κόβει λίγο, ανοίγει τις πίσω πόρτες και καταφέρνω και βουτάω το σίδερο την ώρα που το λεωφορείο ήταν εν κινήσει. Έλα όμως που ένας μπάτσος καταφέρνει και με βουτάει από το πόδι την ώρα που ανεβαίνω στην σκάλα του λεωφορείου την ίδια στιγμή που ο οδηγός έκλεινε την πόρτα. Έτσι έχει μείνει σφηνωμένο το πόδι μου και να το κρατάει από το μπατζάκι ο μπάτσος.

Ο οδηγός μου κάνει νόημα με το χέρι του να μείνω εκεί όπως είμαι, και αναπτύσσει ταχύτητα και έτσι το μπατσόσκυλο δεν μπόρεσε να το κρατήσει και μόλις με άφησε, ο οδηγός ανοιγόκλεισε την πόρτα και ελευθερώθηκε το πόδι μου. Να ήμασταν όλοι και όλοι 8 άτομα μέσα στο λεωφορείο, πάω κάθομαι στη μέση και βλέπω από τον καθρέφτη τον οδηγό να μου κλείνει το μάτι. Φτάνω σπίτι στην Καλλιθέα, μπαίνω μέσα και βλέπω τη μάνα μου να της ξανάρχεται το χρώμα στο πρόσωπο της, ο πατέρας μου σκασμένος και οι αδερφές μου μέσα στην τρελή χαρά να με ρωτάνε τι γίνεται.

Εξαντλημένος όπως ήμουν παίρνω το τρανζίστορ το κολλάω στο αυτί μου και ξαπλώνω στο κρεβάτι και έτσι με παίρνει ο ύπνος, χωρίς να ακούσω το τι έγινε στην συνέχεια στο Πολυτεχνείο. Τότε ζούσαμε σε ένα ημιυπόγειο δυάρι όπου ο πατέρας μου είχε το θυρωρείο. Κατά τις 2.00 π.μ. χτυπάει το κουδούνι, ανοίγω τα μάτια μου και λέω «ωχ». Πάω προς το παράθυρο πατάω πάνω στο κρεβάτι της αδερφής μου, ανοίγω λίγο το παράθυρο και βλέπω έξω 3 περιπολικά και καμία 15αριά μπάτσους.

Μου λέει ο πατέρας μου, «κάτσε εσύ εδώ, πάω να δω εγώ». Σιγά μην καθόμουν, ακριβώς έξω από το ημιυπόγειο διαμέρισμα ήταν το μηχανοστάσιο του ασανσέρ. Ανοίγω μπαίνω μέσα και εκεί είχε ένα πορτάκι σιδερένιο που ήταν η κατάληξη ενός φωταγωγού, μπαίνω μέσα και από τους σωλήνες αρχίζω και σκαρφαλώνω. Τσούκου τσούκου, σιγά σιγά έχω ανέβει περίπου 4 με 5 μέτρα, έλα όμως που έχω υψοφοβία και εκεί κόλλησα. Είμαι 15 λεπτά εκεί να κρέμομαι από τις σωλήνες. Κάποια στιγμή ακούω τη μάνα μου να λέει, «που είναι το παιδί» (ο παιδάς είναι στα ποντιακά). Δεν ξέρω, λέει ο πατέρας μου. «Δεν είναι μέσα;», ρωτάει τη μάνα μου. «Εδώ είμαι»… αρχίζω και το λέω χωρίς να φωνάζω.

Στα στα ακούω τον (ποντιακά). «Εδώ είμαι»….. Κάποια στιγμή ανοίγει το πορτάκι και βλέπω το κεφάλι του πατέρα μου. Μου λέει τι κάνεις εκεί πάνω, Τι θες να κάνω ρε μπαμπά τον ορειβάτη». «Καλά» μου λέει, «κατέβα δεν ψάχνουν εσένα». Κατεβαίνω και τον ρωτάω, τι θέλανε. «Ήρθαν να συλλάβουν τον Ψαλτάκο (αυτός ήταν συνδικαλιστής του ΟΣΕ πριν την δικτατορία) και με ρώτησαν αν είναι σπίτι». «Τι τους είπες». Ότι δεν ξέρω… εν τέλει ανέβηκαν και τον συνέλαβαν (μετά από 48 ώρες τον άφησαν), άντε πέσε για ύπνο, αύριο δεν πας στη δουλειά».

Ήταν η εποχή που δουλεύαμε και τα Σάββατα. Ξυπνάω όμως κατά τις 6.00 π.μ., ντύνομαι και φεύγω κρυφά χωρίς να με πάρουν χαμπάρι. Παίρνω τον Ηλεκτρικό και κατεβαίνω Ομόνοια. Ανεβαίνω από τη μεριά που είναι το καφενείο το Νέον και διαπιστώνω πως στην 3η Σεπτεμβρίου ακόμη γίνονται κάποιες αψιμαχίες και πολύ κυνηγητό από την αστυνομία. Φτάνω στην Ακαδημίας στη δουλειά και βλέπω πολύ ησυχία στους δρόμους. Δούλευα τότε σε γραφείο συντήρησης ανελκυστήρων και παίρνουμε μια βλάβη στον Πειραιά.

Τελειώνουμε και επιστρέφουμε στην Ομόνοια. Πάμε στην Πατησίων στα Χαυτεία και βλέπουμε κόσμο μαζεμένο να κοιτάζει προς το Πολυτεχνείο. Κοιτάζαμε και εμείς, κάποια στιγμή βλέπω κάτι σκούρα πράγματα πολύ πιο πίσω από το Πολυτεχνείο. Ρωτάω το συνάδελφο μου. «τι είναι αυτά που έρχονται κατά εδώ ρε;». Φωνάζει ένας, «τανκς είναι». Τρέχουμε και μπαίνουμε σε μια στοά που ήταν όμως αδιέξοδο. Φτάνουν τα τανκς και οι πολυβολητές πυροβολούν ασταμάτητα. Στρίβουν στα Χαυτεία προς την Ομόνοια χωρίς να σταματάνε να πυροβολούν, με αποτέλεσμα να ρίχνουν ψηλά πάνω στις τζαμαρίες των κτηρίων οι οποίες να πέφτουν πάνω στα πεζοδρόμια με τρομακτικό θόρυβο. Δεν μπορούσαμε να περάσουμε την Πατησίων απέναντι γιατί ακούγαμε κάτι να σφυρίζουν, αυτά ήταν σφαίρες.

Ένα νέο παιδί που προσπάθησε να περάσει έφαγε μια στο πόδι και σύρθηκε και μπήκε μέσα στον κινηματογράφο που ήταν ακριβώς απέναντι μας (τσοντάδικο ήταν). Όταν στο τέλος ήρθε ένα ασθενοφόρο να τον πάρει, τότε καταφέραμε να περάσουμε και φτάσαμε στην Ακαδημίας. Φτάνουμε εν τέλει στο γραφείο στην Ακαδημίας. Παραδίδω τα εργαλεία και φεύγω για σπίτι. Στο ύψος της Εμ. Μπενάκη είναι μαζεμένοι καμιά 300αριά οικοδόμοι και κοιτάνε προς την Κάνιγγος όπου πλέον είναι γεμάτη με τεθωρακισμένα. Μπροστά από αυτά επί της Ακαδημίας είναι αραγμένο ένα περιπολικό. Ξαφνικά μέσα από την Θεμιστοκλέους πετάγεται ένας κρατώντας ένα καλάθι σκουπιδιών σιδερένιο από αυτά που είναι κρεμασμένα σε κολόνες και το πετάει πάνω στο παρμπρίζ του περιπολικού. Αρχίζει τρέχοντας να ανηφορίζει την Ακαδημίας. Σπινιάρει το περιπολικό και τον παίρνει στο κυνήγι. Ακούγεται μια φωνή μέσα από το πλήθος των οικοδόμων…. «Μην κουνηθεί κανείς»….

Έτσι φτάνει μπροστά στους οικοδόμους το περιπολικό και φρενάρει. Πέφτουν πάνω του οι οικοδόμοι βγάζουν έξω τους μπάτσους, το γυρίζουν ανάποδα λες και ήταν χαρτόκουτο και του βάζουν φωτιά. Τότε ακούγονται κάτι μπαμ μπουμ, δύο οικοδόμοι τραυματίζονται. Τους βουτάνε οι συνάδελφοι τους και τους πάνε σηκωτούς προς τα Εξάρχεια. Οι υπόλοιποι τρέχουν προς τα πάνω την Ακαδημίας. Εγώ πάω μέσα στην Εμ. Μπενάκη προς την Πανεπιστημίου. Κάθομαι όμως πίσω από μία κολόνα πολυκατοικίας και κοιτάζω. Βλέπω τους αστυνομικούς που έφτασαν στο ύψος της Μπενάκη να γονατίζουν και να πυροβολούν προς τη μεριά που έφυγαν οι οικοδόμοι. Οι εντολές πλέον ήταν σαφέστατες, πυροβολήστε να σκοτώσετε ντάλα μεσημέρι.

Οι οικοδόμοι παρότι το Πολυτεχνείο είχε πέσει στα χέρια της Χούντας δεν το έβαζαν κάτω. Με μόνο όπλο την αποφασιστικότητα τους, τα ξύλα, και τις πέτρες συνέχισαν μέχρι το απόγευμα του Σαββάτου 17/11 να δίνουν μάχες, αλλά μπροστά στα τεθωρακισμένα της Χούντας δεν μπόρεσαν να συνεχίσουν. Επιβλήθηκε την ίδια μέρα στρατιωτικός νόμος καθ’ άπασα την επικράτεια και απαγόρευση της κυκλοφορίας από τις 6 το απόγευμα μέχρι τις 6 το πρωί. 15 ημέρες το νυκτερινό γυμνάσιο που πήγαινα έμεινε κλειστό, λόγω της απαγόρευσης. Όταν άνοιξε και προσερχόμασταν σε αυτό διαπιστώσαμε πως ήταν ζωσμένο από ασφαλίτες σε όλες της γωνίες.

Τελικά η γενιά μου με το Πολυτεχνείο πολιτικοποιήθηκε. Ζήσαμε και είδαμε πως το κράτος, ακόμη και αυτό που στηριζόταν στο στρατό και στα όπλα δεν ήταν παντοδύναμο. Πιστέψαμε στη δύναμη του λαού και ζήσαμε καταστάσεις που οι επόμενες γενιές ίσως ποτέ να μην τις ζήσουν.

Ήταν η εποχή που αρχίσαμε το ψάξιμο και το πολύ διάβασμα. Βρήκαμε μέσα στην παρανομία απαγορευμένα βιβλία και συγκροτηθήκαμε ιδεολογικά. Όταν η Χούντα μετά το πραξικόπημα και την τούρκικη επέμβαση στην Κύπρο κατέρρεε, η γενιά μου αποφάσισε πως ήρθε η ώρα της και έδωσε αγώνες πλάι στις μεγάλες εργατικές κινητοποιήσεις της μεταπολίτευσης. Σήμερα η νέα γενιά, η μόνη ελπίδα για αυτή την χώρα, θα βρει το δικό της «Πολυτεχνείο». Θα έρθει και αυτηνής η ώρα για να αφήσει το δικό της ιστορικό αποτύπωμα.

Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος

Προηγούμενο άρθρο

Θασιακή Ένωση Καβάλας: Επετειακό Λεύκωμα αφιερωμένο στους Θάσιους και Καβαλιώτες Αγωνιστές του ’21

Επόμενο άρθρο

Ακόμη ένας απινιδωτής στο Υπεραστικό ΚΤΕΛ Ν. Καβάλας