Ο Πέτρος Ραμαντάνης γράφει για το Βασίλη Θεοδωρίδη
Ήταν ένα Σάββατο πρωί του 1994, όταν μετά από παρότρυνση του δασκάλου μου στην 6η δημοτικού Απόστολου Βαφέα, πήγα για πρώτη φορά στον σκακιστικό σύλλογο Καβάλας.
Η Στέγη Φίλων Γραμμάτων και Τεχνών που φιλοξενούσε το σύλλογο τότε, αποτελούνταν κυρίως από μια όμορφη, φωτεινή αίθουσα, με τα απολύτως απαραίτητα: τραπέζια, καρέκλες, σκακιέρες και ρολόγια. Στον μικρό όροφο πάνω από το αμφιθέατρο της Στέγης έκανα το πρώτο το μου μάθημα, ενώ μου είπαν να κατέβω μετά πάλι κάτω «για να γραφτώ».
Εκεί γνωρίστηκα και με τον πρόεδρο του συλλόγου, Βασίλη Θεοδωρίδη. Το όνομα που «κυκλοφορούσε» περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στα πηγαδάκια τότε, ήταν αυτό του ζωντανού θρύλου του συλλόγου, της Άννας-Μαρίας Μπότσαρη.
Το πόσο ιλιγγιώδες ήταν αυτό που είχε πετύχει η 19-χρονη τότε Άννα (πρωτάθλημα Ελλάδας στις γυναίκες και δεύτερη θέση στον κόσμο) το ένιωσα καλύτερα τα επόμενα χρόνια,όταν θα βασάνιζα κι εγώ το μυαλό και το σώμα μου πάνω από την σκακιέρα.
Όμως η πρώτη αυτή τεράστια επιτυχία, ήταν κάθε άλλο παρά ένα πυροτέχνημα. Αμέτρητα παιδιά περνούσαν την πόρτα του συλλόγου κάθε Σάββατο, ενώ τα επόμενα χρόνια είδαμε σπουδαίους Έλληνες και ξένους σκακιστές να μετακομίζουν στην Καβάλα για να διδάξουν,ακόμα και σε μικρότερες ηλικίες όπως εμείς τότε.
Πόσα δεκατετράχρονα παιδιά έχουν άραγε το προνόμιο να τους προπονούν όχι ένας αλλά δυο (!!) «γκρανμέτρ», η πρωταθλήτρια της χώρας τους στις γυναίκες και ο παγκόσμιος πρωταθλητής νέων στους άνδρες;
Το 1999, η ομάδα της Καβάλας χάρισε για πρώτη φορά στην πόλη και το πρωτάθλημα Ελλάδας, ενώ ο σύλλογος ήταν σταθερά παρών με ατομικές διακρίσεις σε όλες τις ηλικίες. Κάθε Αύγουστο, η πόλη ζούσε (και συνεχίζει να ζει) στους ρυθμούς του διεθνούς τουρνουά «ΟΠΕΝ», όπου, παίκτες από όλον τον κόσμο έρχονται, όχι μόνο για να παίξουν σκάκι, αλλά και για να δουν την πόλη.
Όταν μετακόμισα το 2006 στο Παρίσι για σπουδές και γράφτηκα στο σκακιστικό σύλλογο της Cité Universitaire, συγκινήθηκα όταν ο πρόεδρος, Pierre-Alexandre, μου είπε με φυσικό τρόπο «mais bien sur je connais Kavala», μα, εννοείται ότι ξέρω την Καβάλα!
Οι χαρές κορυφώθηκαν τα τελευταία χρόνια με δυο ακόμα τεράστια ταλέντα, τον πρωταθλητή Ελλάδας Αντώνη Παυλίδη και την παγκόσμια πρωταθλήτρια Σταυρούλα Τσολακίδου, για να ακολουθήσουν και άλλα πρωταθλήματα Ελλάδας, και άλλες διακρίσεις…
Πώς έγινε όμως η Καβάλα τόσο γνωστή για τις επιδόσεις της στο σκάκι; Και το προκλητικό ερώτημα που σχηματιζόταν ήδη από τότε στα χείλη όλων μας: γιατί όλες αυτές οι ασύλληπτες επιτυχίες ήρθαν στην πόλη από το σκάκι και όχι από κάποιο άλλο άθλημα; Μήπως ήταν όλα τυχαία;
Όσο πήγαινα στον σύλλογο είχα την τύχη να γνωρίσω πολλούς εξαιρετικούς ανθρώπους που ασχολούνταν με τα διοικητικά. Η ψυχή όμως αυτού του συλλόγου ήταν αναμφισβήτητα ο Βασίλης Θεοδωρίδης, ο οποίος, ως πρόεδρος, ήταν ταυτισμένος με όλες τις πτυχές του συλλόγου, μικρές και μεγάλες.
Λίγες ήταν οι φορές που δεν θα τον έβρισκε κανείς να δουλεύει σιωπηλά στο βάθος της αίθουσας, σοβαρός, ευφυής, διακριτικός. Ο Βασίλης ήταν σχεδόν αόρατος στις επιτυχίες ώστε να μην επισκιάσει ούτε στο ελάχιστο την δόξα των παικτών και των προπονητών τους.
Ωστόσο, ήταν πάντα παρών σαν πατέρας, για να κρατήσει ισορροπίες, για να λύσει προβλήματα, ή κρατώντας απόσταση για να πάρει με ψυχραιμία δύσκολες αποφάσεις για το μέλλον του συλλόγου. Από τα χέρια του πέρασαν χιλιάδες παιδιά, έφηβοι αλλά και μεγάλοι που αγάπησαν αυτό το ευγενές άθλημα.
Ο Βασίλης ήταν για όλους εκεί, ένας πυλώνας σταθερότητας και ευγένειας, μια συγκολλητική ουσία για τον σκακιστικό σύλλογο Καβάλας, αλλά και μια αναγνωρίσιμη προσωπικότητα του αθλήματος στην Ελλάδα.
Όμως το χαρακτηριστικό που τον ξεχώριζε πραγματικά ήταν κάτι άλλο που ίσως περνούσε απαρατήρητο: το αίσθημα αυτοθυσίας. Θα παραβίαζε κανείς ανοιχτές θύρες αν έλεγε ότι ο Βασίλης έδωσε κυριολεκτικά τα πάντα γι’ αυτήν την προσπάθεια.
Έδωσε όλη του την ενέργεια, όλον του τον χρόνο, όλη του την αγάπη, προσωπικούς πόρους, την ζωή του την ίδια. Ο σκακιστικός σύλλογος δεν ήταν ένας χώρος όπου πηγαίναμε απλώς για να μάθουμε να κουνάμε καλύτερα τα κομμάτια, «άνοιγμα», «μέσον»και «φινάλε».
Πηγαίναμε εκεί με ένα αίσθημα «ότι ανήκουμε κάπου» για να βρούμε την παρέα μας αλλά για να κάνουμε νέους φίλους. Μαθαίναμε, όχι θεωρητικά αλλά στην πράξη, πως στην ζωή οι επιτυχίες δεν χαρίζονται σε κανέναν, έρχονται μέσα από σκληρούς αγώνες, και ο καθένας παίρνει τελικά αυτό που του αξίζει.
Μάθαμε να γιορτάζουμε τις νίκες, ατομικές ή ομαδικές, αλλά και να υποκλινόμαστε με αξιοπρέπεια στον πιτσιρικά που μας έβαζε τα γυαλιά. Κυρίως όμως (και αυτό το ήξεραν καλά οι γονείς μας), πηγαίναμε σε έναν χώρο στο κέντρο της πόλης ο οποίος χωρίς να είναι «δήθεν» ή ελιτίστικος, αποτελούσε πόλο όχι μόνο έλξης αλλά και σφυρηλάτησης, αυθεντικών ανθρώπων, εξαιρετικά υψηλού επιπέδου.
Δημιουργός, πρωτεργάτης αλλά και αφοσιωμένος στρατιώτης σ’ αυτήν την προσπάθεια-παρακαταθήκη για την πόλη, ήταν αναμφισβήτητα ο Βασίλης Θεοδωρίδης. Βασίλη, έφυγες νωρίς και άφησες πίσω σου ένα τεράστιο έργο, αλλά και ένα δυσαναπλήρωτο κενό.
Με τις επιτυχίες που έφερες μας κληρονόμησες ένα μέτρο ποιότητας για να μπορούμε να μετράμε κι εμείς τις δικές μας επιτυχίες ή αποτυχίες, όχι μόνο στο σκάκι αλλά και στη ζωή γενικότερα. Κυρίως όμως θα μας λείψεις σαν άνθρωπος… Σε ευχαριστούμε και πάλι. Καλό ταξίδι και καλή αντάμωση.
Πέτρος Ραμαντάνης