Dark Mode Light Mode

Μαθαίνοντας να ξαναζώ χωρίς τη Ρίκα

Ανοίγω τα μάτια μέσα στο σκοτάδι. Κοιτάζω το ψηφιακό ξυπνητήρι. Ώρα 3:00. Ανασηκώνομαι και ψάχνω τη Ρίκα να κοιμάται ξαπλωμένη μεταξύ του κρεβατιού και της ντουλάπας, προσέχοντας τον μπαμπούλη, αλλά… δεν είναι εκεί.Σηκώνομαι και πηγαίνω στην κουζίνα ν’ ανάψω τον βραστήρα. Ψάχνω να τη βρω στον καναπέ της, αλλά… δεν είναι εκεί.Τακτοποιώ το γατο-συσσίτιο και πηγαίνω στην κρεβατοκάμαρα με τα κονσερβάκια στα χέρια για να τα γλύψει, αφού σίγουρα θα έχει ξαπλώσει στο μέρος μου, αλλά… δεν είναι εκεί.

Τελειώνω τον καφέ μου, παίρνω το πιατάκι της Κίσσης και ξεκλειδώνω την εξώπορτα. Φωνάζω: «Ρίκα, πάμε για τσισάκια, η Κίσση περιμένει να την ταΐσουμε», αλλά εκείνη… δεν έρχεται.Γυρίζω απ’ τη δουλειά, μπαίνω στο σπίτι, αφήνω την τσάντα μου και φωνάζω: «Που είναι το κορίτσι μου; Πείνασε; Ήρθε η μαμά για να γεμίσουμε την κοιλίτσα», αλλά εκείνη… δεν απαντά. Επιστρέφω με τα σαββατιανά ψώνια και σηκώνω τα μάτια στο μπαλκόνι, για να τη δω να με περιμένει στα κάγκελα και να μου γαβγίζει σιγανά, «Μαμά πήρες τίποτε και για μένα;» αλλά εκείνη… δεν είναι εκεί. Κοιτάω το ρολόι… Ώρα 9:00 το πρωί… ώρα 4:00 το μεσημέρι… ώρα 6:30 το απόγευμα… ώρα 9:00 το βράδυ… δε χρειάζεται πλέον να φορέσω παπούτσια και να πάρω στα χέρια μου το λουρί, γιατί εκείνη δε θα έρθει μαζί μου.

Το τάπερ φαγητού της δεν είναι στο ντουλάπι, το λεκανάκι του νερού δεν είναι στομέρος του, το σαμάρι τηςδεν κρέμεται στη σκάλα, απ’ τις γωνίες λείπουν οι τούφες με τις ριρικοτριχούλες.Οι κονσέρβες της, το σκυλο-σαλαμάκι της, το τσουβάλι με τις κροκέτες, τα ειδικά κόκκαλα για το καθάρισμα της οδοντοστοιχίας, τα πολύχρωμα στικάκια επιβράβευσης, περιμένουν μάταια να χρησιμοποιηθούν. Η καθημερινότητα έχει καταρρεύσει κι εγώ θα πρέπει να τη δημιουργήσω απ’ την αρχή, με τη Ρίκα να είναι η μεγάλη απούσα.

Το κορίτσι μου ήταν ένα πληθωρικό, κυρίαρχο, φωνακλάδικο, πεισματάρικο, λιχούδικο σκυλί, με δυναμική – δεσπόζουσα προσωπικότητα. Ήταν ο κεντρικός άξονας της ζωής μου επί μία δεκαετία. Μόνο που από τις 3/2/2022 αυτός ο άξονας δεν υπάρχει, η ζωή που ζούσα δεν υπάρχει και ο προγραμματισμός μου πλέον παραπαίει. Σίγουρα δεν είμαι η μόνη που νιώθω απόλυτα άδεια χωρίς την ύπαρξη του τετράποδου με το οποίο συμβίωσα επί σειρά ετών. Σίγουρα δεν πονάω εγώ περισσότερο από τους άλλους σκυλο-γονείς, οι οποίοι αποχαιρέτησαν αναγκαστικά τα τετράποδά τους. Σίγουρα η Ρίκα δεν ήταν το μόνο μεγαλόσωμο ημίαιμο τσομπανόσκυλο που νικήθηκε από τον καρκίνο. Η Ρίκα όμως ήταν διαχρονικά το μεγάλο μωρό μου και σήμερα εγώ παραμένω εδώ, εκείνη ωστόσο βρίσκεται μακριά μου. Το κοινό μας σύμπαν έγινε θρύψαλα άρα εγώ πρέπει να μάθω να ξαναζώ χωρίς εκείνη. Κάτι που δεν ξέρω αν το μπορώ…

ΗΤΑΝ ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΡΙΡΙΚΙ…

Η Ρίκα μπήκε στη ζωή μας ένα μεσημέρι Τετάρτης, στις 22 Φεβρουαρίου του 2012. Η αποκοτιά ενός ανίδεου από τετράποδα ανθρώπου, που την απογαλάκτισε πρόωρα και δεν κατάφερε να πείσει τη σύζυγό του για την υιοθεσία της, έφερε το 6 εβδομάδων κουτάβι κάτω από τα παράθυρά μας. Μόνη, τρομαγμένη, πεινασμένη, διψασμένη, παγωμένη, έκλαιγε γοερά. Την εντόπισα εύκολακαι την ανέβασα στο σπίτι μας. Τις τρεις πρώτες νύχτες κοιμόμασταν αγκαλιά κάτω από το πάπλωμα για να μένει ήρεμη. Ήταν τόσο μικρή ώστε δεν έφτανε να ανέβει μόνη τις σκάλες. Μόλις λοιπόν ξυπνούσε την παίρναμε αγκαλιά και την βγάζαμε έξω, προκειμένου να κάνει τις ανάγκες της και να εκπαιδευτεί για την τουαλέτα της. Τα κρεβατάκια που της αγοράζαμε παρέμεναν αχρησιμοποίητα, αφού η τσαπερδόνα προτιμούσε αρχικά να κοιμάται στο δικό μας κρεβάτικαι στη συνέχεια στο δικό της διθέσιο καναπέ.

Η τετράποδη μανούλα της, μια υπέροχη αξιοπρεπέστατη αδεσποτούλα, κατάφερε να εντοπίσει γρήγορα που ακριβώς βρισκόταν η κόρη της. Επί 3 μήνες περνούσε δύο φορές ημερησίως κάτω από το σπίτι μας, προκειμένου να σιγουρευθεί ότι το παιδί της παραμένει ασφαλές υπό την επίβλεψη καλών ανθρώπων. Πολλές φορές τύχαινε οι δυο τους να συναντηθούν στη βόλτα της Ρίκας. Τότε η τρελοκουταβίνα έπαιρνε φόρα κι έτρεχε πάνω στη μαμά της, την ξάπλωνε ανάσκελα, χοροπηδούσε πάνω στην κοιλιά της, δάγκωνε τα πόδια της, έγλειφε τ’ αυτιά της. Κι όταν το παιχνίδι τελείωνε η μαμά απομακρύνονταν και η Ρίκα απέμενε να την κοιτάζει μ’ απορία.

Μια μέρα άρχισε να τρέχει πίσω της, μέχρι που τέντωσε εντελώς το λουρί της. Τότε η μαμά επέστρεψε, σήκωσε το πόδι της, το ακούμπησε στο στήθος της μικρής κι άρχισε μαλακά να τη σπρώχνει προς τα πίσω, μέχρι που την έφτασε δίπλα στα πόδια του άντρα μου. Σαν να της έλεγε: «Εσύ πρέπει να μείνεις μ’ αυτούς κι εγώ πρέπει να φύγω». Και η Ρίκα το κατάλαβε κι έμεινε μαζί μας μια δεκαετία, απόλυτα δεμένη, ίσως κι εξαρτημένη από την παρουσία μας.

ΑΝΕΛΙΠΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑ

Στη διάρκεια της κοινής μας ζωής ποτέ δε λείψαμε από το πλευρό της. Ξεχάσαμε τις διακοπές, τις πολύωρες απουσίες, απορρίπταμε προσκλήσεις για εκδρομές, αφού οι δικές της ανάγκες είχαν τη μέγιστη προτεραιότητα. Κι εκείνη μας περίμενε πάντα υπομονετικά και χαιρόταν σαν τρελή όποτε γυρνούσαμε, είτε από τη δουλειά, είτε ακόμη κι από το διπλανό σούπερ μάρκετ.

Η Ρίκα έμαθε να συμβιώνει με γάτες. Θεωρούσε τις γάτες της οικογένειας σαν αδέλφια της. Ανεχόταν με στωικότητα τον Χρήστο, τον γάτο με τον οποίον έζησε παρέα όλη της τη ζωή. Του επέτρεπε αγόγγυστα να την ταλαιπωρεί με την αγάπη του, να τρίβεται πάνω της, να της γλύφει τη μουσούδα, να της πλένει τ’ αυτιά. Είχε αρκετά φιλαράκια, χωρίς να είναι και το πλέον εύκολο ζώο για σκυλο-παρέες.

Οι καλύτερες στιγμές της ήταν οι τσάρκες με το αμάξι. Από το πίσω κάθισμα παρατηρούσε τα πάντα γύρω σαν περισκόπιο και συχνά γάβγιζε από το μισάνοιχτο παράθυρο, «κομπάζοντας» για το «επίτευγμα» της οδικής βόλτας. Η μεγάλη βεράντα του σαλονιού ήταν το βασίλειό της. Χειμώνα -καλοκαίρι ξάπλωνε στο παρατηρητήριο κι έκοβε κίνηση, γαβγίζοντας σ’ ό,τι ή σε όποιον της την έδινε. Ήταν οι στιγμές που τη βροντόφωνη Ρίκα την άκουγαν καθαρά όλες οι γύρω γειτονιές.

2 ΣΤΑ 2 ΕΙΝΑΙ ΑΡΚΕΤΑ

Η Ρίκα ήταν ένα εύρωστο, γεροδεμένο, παντοδύναμο σκυλί 50 κιλών που έδινε την εντύπωση ότι τίποτε δεν μπορούσε να την πτοήσει. Βάσει της ράτσας και του μεγέθους της ωστόσο θωρούνταν τυπικά ως υπέργηρη. Τον τελευταίο χρόνο εμφάνισε αρθρίτιδα στα άκρα της, γεγονός που την καθιστούσε δυσκίνητη τις βραδινές κυρίως ώρες.

Η πρόσφατη συμπλήρωση όμως της δεκαετίας της, λες και στάθηκε η αφορμή μιας ταχύτατης κατάρρευσής της. Με συνοπτικές διαδικασίες αποδυναμώθηκε. Οι εξετάσεις έδειξαν συσσωρευμένη μεγάλη ποσότητα υγρού στους πνεύμονες και καρκινώματα, τα μεγαλύτερα σε συκώτι και σπλήνα. Το μεσημέρι της Πέμπτης 3/2/2022 η Βασίλισσα του σπιτιού, της ζωής και της καρδιάς μας έφυγε. Ήταν το δεύτερο σκυλί που η οικογένειά μας έχασε από καρκίνο, μετά τον Τίτο, τον γερμανικό ποιμενικό που είχαμε υιοθετήσει τη δεκαετία του ’90. Η δική του απώλεια αποτέλεσε τόσο βαθιά πληγή, ώστε χρειάστηκε να μεσολαβήσουν δέκα χρόνια πριν ξανασκεφτούμε το ενδεχόμενο να αποκτήσουμε και πάλι κάποιο τετράποδο.

Η ψυχολογία αναφέρει ότι: «Θρηνείς το κατοικίδιό σου με τον ίδιο τρόπο που θρηνείς για οποιονδήποτε αγαπημένο σου. Κλαις, γελάς, θυμάσαι τη συμβίωση, πώς ήρθατε κοντά, τις καλές και τρυφερές στιγμές που μοιραστήκατε. Προσπαθείς να βγάλεις νόημα από το κενό που δημιουργείται στη ζωή σου και κυρίως, στην καρδιά σου. Σου ζητείται να αποδεχθείς αυτό που αυστηρά δε θες να αποδεχθείς, αλλά ξέρεις πως είναι αλήθεια. Η θλίψη είναι μια αναγνώριση και αποτελεί τιμή μιας σημαντικής σχέσης. Και κάποια μέρα, ο πόνος θα λιγοστέψει και οι ευτυχισμένες, χαζοχαρούμενες αναμνήσεις θα σου φέρουν μεγάλη ανακούφιση και χαμόγελο».

Κάπου εκεί βρίσκομαι κι εγώ σήμερα. Μετέωρη στο επώδυνο κενό της Ρίκας, ενεργώντας εντελώς μηχανικά, παλεύοντας με τη θλίψη και προσπαθώντας να αποδεχθώ την απουσία της. Κάποια στιγμή το ξέρω ότι θα τα καταφέρω… αλλά όχι ακόμη…

ΒΟΥΛΑ ΘΑΣΙΤΟΥ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ

Λένε ότι το πολυτιμότερο μάθημα που σου διδάσκουν τα σκυλιά είναι να ζεις το σήμερα, κάτι που εμείς οι άνθρωποι δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε. Κι εγώ πίστευα πως θα είχα άφθονο χρόνο με τη Ρίκα, αναβάλλοντας διαρκώς απολαυστικά πράγματα που θα μπορούσα να είχα μοιραστεί μαζί της. Μέχρι που εκείνη έφυγε και μου απέδειξε πως είναι πια αργά για αναβλητικότητες. Να τ’ αγαπάτε τα ζωντανά σας πολύ και ΣΗΜΕΡΑ… αφού το αύριο είναι αβέβαιο για όλους μας!

«Όταν κλαίμε για ένα σκυλί που χάσαμε, κλαίμε για μας. Που ορφανέψαμε, καθώς στερηθήκαμε την πιο τέλεια μορφή αγάπης, την πιο αθόρυβη και λιγότερο απαιτητική που γίνεται» (Λιλή Ζωγράφου – «Στρίγκλα και καλλονή»)

 

 

Προηγούμενο άρθρο

Άλλαξε ο πρόεδρος της Αναπτυξιακή Καβάλας

Επόμενο άρθρο

ΕΟΔΥ: 271 νέα κρούσματα στο Ν. Καβάλας