Η Ευρώπη η οποία απορρίπτει-σπρώχνει πίσω τους μετανάστες και που γνωρίζει ξανά τον πόλεμο παραμένει πρώτα απ’ όλα μια ήπειρος που βιώνει οικονομικά προνόμια. Αυτό που συμβαίνει σε αυτήν την τρομακτική περίοδο θυμίζει –όπως στο μυθιστόρημα Μαύροι σκύλοι του Ian McEwan– κάτι που συνεχίζει να απωθεί απ’ το μυαλό: αυτό το προνόμιο πηγάζει από τη χθεσινή αποικιοκρατία και τον σημερινό οικονομικό ιμπεριαλισμό.
Στα σύνορα της Ευρώπης υπάρχει ένας μακρύς μεταλλικός φράχτης με συρματοπλέγματα και αιχμηρές λεπίδες. Στα σύνορα της Ευρώπης υπάρχουν κρησφύγετα και μικρά μονοπάτια.
Στα σύνορα της Ευρώπης υπάρχει η θάλασσα που αναποδογυρίζει φουσκωτά και καταπίνει τα γυναικόπαιδα που ήλπιζαν να τα καταφέρουν. Στα σύνορα της Ευρώπης υπάρχουν δάση που πυρπολούνται από λευκά χέρια όπου καίγονται τα πτώματα των μεταναστών. Χιλιάδες πτώματα κατά μήκος των συνόρων της Ευρώπης.
Στα σύνορα της Ευρώπης υπάρχουν ένοπλοι φρουροί που περιμένουν, μπαστούνια στα χέρια, και στο λουρί μαύρα σκυλιά. Μαύρα σκυλιά προστατεύουν την ειρήνη σας, πολίτες της Ευρώπης.
June και Bernard
αφηγείται μια πολύ λεπτή, εύθραυστη ιστορία: ένα ζευγάρι κάπως διανοουμένων αστών λονδρέζων γερνούν. Μακρινή είναι πλέον η αφελώς ευφορική τους νιότη, η στράτευση τους στα αριστερά κόμματα στο τέλος του β’ παγκοσμίου πολέμου.
Η απογοήτευση στην ώριμη ηλικία, μετά πνευματικά και μυστικιστικά γηρατειά για την June, πραγματιστικά και δίχως ψευδαισθήσεις για τον Μπερνάρ, σκεπτικιστή. Στη μέση, σαν μια γραμμή σκιάς, σαν ένα σημείο καμπής της ζωής, ένα φαινομενικά δευτερεύον γεγονός: η συνάντηση με δύο μαύρα σκυλιά, κατά τη διάρκεια μιας βόλτας στη γαλλική ύπαιθρο.
Η June έμεινε μόνη, ο Bernard σταμάτησε εκεί πίσω με τον μεγεθυντικό φακό του για να δει ένα έντομο που τον ενδιαφέρει. Η Τζουν σταματά τρομοκρατημένη στη θέα των δύο σκυλιών να την πλησιάζουν, απειλητικά.
Ο Μπερνάρ δεν αντιλήφθηκε τίποτα. Η June κάνει πίσω, πετάει μια πέτρα, χτυπάει ένα από τα δύο σκυλιά, μετά η σωτηρία… τα δύο σκυλιά οπισθοχωρούν, φύγουν. Αλλά γι’ αυτήν ετούτη η οπτασία σηματοδοτεί το τέλος της σίγουρης νιότης, του αισιόδοξου και υποστηρικτικού οράματος των στρατευμένων χρόνων, που ήταν και τα χρόνια της μεγάλης αγάπης ανάμεσα σε αυτήν και τον Μπερνάρ.
Μετά από αυτό το επεισόδιο οι μοίρες τους χωρίζονται. Για την June ανοίγεται μια εποχή πνευματικής αναζήτησης, μοναξιάς και μετά αρρώστιας, κατάθλιψης, σωματικής εξάντλησης. Τέλος ο θάνατος σε μια κλινική. Είναι σε εκείνη την κλινική που διηγείται η ίδια η Τζουν όλη η ιστορία σε έναν νεαρό φίλο συγγραφέα, ο οποίος παντρεύτηκε την κόρη της Τζουν και του Μπερνάρ.
Αυτή η πολύ λεπτή ιστορία, που διατρέχει τα μεταπολεμικά χρόνια, με εντυπωσίασε όταν διάβασα το βιβλίο για πρώτη φορά. Αυτά τα δύο σκυλιά σήμαιναν κάτι δραματικό που γαβγίζει μες την ψυχή της Ευρώπης.
Στην αμέσως μεταπολεμική περίοδο, όταν η Τζουν και ο Μπερνάρ ήταν ερωτευμένοι και γεμάτοι ενθουσιασμό για τη νικηφόρα μοίρα της δημοκρατίας, είχαν αρχίσει και οι δυο τους να αντιλαμβάνονται τα σημάδια μιας κακής διάθεσης, μιας δυσφορίας που δεν ήταν μόνο προσωπική.
«Ο πόλεμος που μόλις τελείωσε… δεν τους φάνηκε ως ένα ιστορικό, γεωπολιτικό γεγονός, αλλά ως μια πληθώρα, ένα σχεδόν άπειρο ιδιωτικών πόνων, ως ένας δίχως όρια πόνος που μοιράζονταν – αλλά αυτό δεν τους ελάφρυνε – μεταξύ των ατόμων που, σαν σκόνη, σκεπάζουν ολόκληρη τη γη.
Σπόρια στο έλεος του ανέμου των οποίων η ταυτότητα παραμένει άγνωστη και η ολότητά τους καλωσορίζει τόση θλίψη που κανείς δεν θα μπορέσει ποτέ να αρχίσει να αντιλαμβάνεται… Ένας πόνος που δεν έβρισκε χώρο στις επίσημες ομιλίες, στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, στην ιστορία, αλλά που σιωπηλά υποχωρούσε, μαζεύονταν μέσα στα πράγματα, στις κουζίνες, στα κρεβάτια που έμεναν αδειανά, στην απόγνωση όσων θυμούνταν…
Τι θαύμα θα μπορούσαμε να περιμένουμε ποτέ από μια Ευρώπη καλυμμένη με αυτή τη σκόνη, αυτά τα σπόρια, όταν η λήθη θα ήταν απάνθρωπη, και επικίνδυνη, αλλά η ανάμνηση τίποτα άλλο παρά ένα ατελείωτο μαρτύριο;» (156-7)
Εκείνος ο πόνος επιστρέφει, είναι ο πόνος και η ντροπή ενός πολιτισμού που έχτισε την περιουσία- την τύχη του επάνω στη γενοκτονία, την καταπίεση, τη σκλαβιά. Αυτός είναι ο λόγος που υπάρχουν τα μαύρα σκυλιά στην καρδιά της Ευρώπης.
«Η Τζουν μου είπε ότι σε όλη της τη ζωή, κάθε τόσο τα έβλεπε ξανά και ξανά: η εικόνα τους εναποτίθονταν στον αμφιβληστροειδή της, στη σύντομη ζάλη που προηγείται του ύπνου. Τρέχουν κατά μήκος του μονοπατιού του φαραγγιού της Gorge de Vis, και το μεγαλύτερο από τα δύο αφήνει ένα ίχνος αίματος επάνω στις λευκές πέτρες.
Διασχίζουν μια γραμμή σκιάς και βυθίζονται σε ένα σκοτάδι που δεν φτάνει ποτέ ο ήλιος, απομακρύνονται, σαν μαύρα στίγματα στο γκρίζο της αυγής, και εξαφανίζονται προχωρώντας προς το βουνό από το οποίο θα επιστρέψουν για να μας στοιχειώσουν, να μας βασανίσουν σε κάποια γωνιά της Ευρώπης. ποιος ξέρει ποια, ποιος ξέρει πότε». (175)
Τώρα τα μαύρα σκυλιά έχουν επιστρέψει για να μας στοιχειώσουν, καθώς η Ευρώπη πλησιάζει περισσότερο στο να μοιάζει με αυτό που ήταν το 1941, όταν ο Χίτλερ ήταν κύριος ολόκληρης της ηπείρου και οι στρατοί του πίεζαν, σπρώχνοντας προς τη Σοβιετική Ένωση.
Δεν υπάρχει πια Χίτλερ και δεν υπάρχει πια σοβιετική Ένωση, αλλά τα γερμανικά όπλα σκοτώνουν ξανά ρώσους στρατιώτες. Στη δεκαετία του 1940, τα γερμανικά όπλα σκότωσαν είκοσι εκατομμύρια ρώσους και δεν νομίζω ότι οι ρώσοι το έχουν ξεχάσει.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες ώθησαν τους ουκρανούς να σφαγιαστούν για να αναγκάσουν τη Γερμανία να σπάσει τους οικονομικούς της δεσμούς με τη Ρωσία. Στη συνέχεια, όπως κάνουν συχνά, κουράστηκαν από αυτόν τον πόλεμο, αλλά η Ευρώπη δεν μπορεί να κουραστεί από αυτόν, και κινδυνεύει να συρθεί στην καταστροφή της Ουκρανίας.
Η αυταπάτη Ευρώπη
Όταν διάβασα για πρώτη φορά τα Black Dogs, στα τέλη της δεκαετίας του ’90, η αποσύνθεση της προοπτικής του ’68 ώθησε ορισμένους από τους πρώην συντρόφους μου να μετατραπούν άφοβα σε ευρωπαϊστές. Πιστέψαμε για μια στιγμή στη δυνατότητα μιας κοινωνικής Ευρώπης.
Ο Julien Benda είχε πει (στο Discours a la nation europeanne, 1933) ότι για να δημιουργήσουμε την Ευρώπη δεν μπορούμε να ξεκινήσουμε από το είναι μας αλλά από τη θέλησή μας, εκείνο που είμαστε, αλλά από αυτό που θέλουμε.
Το 1933 ο Julien Benda, στο Discours à la nation européenne, στον Λόγο του προς το ευρωπαϊκό έθνος έγραψε:
«Εσείς θα φτιάξετε την Ευρώπη χάρη σε αυτό που θα πείτε, όχι σε αυτό που θα είστε. Η Ευρώπη θα είναι ένα προϊόν του μυαλού σας, όχι προϊόν της ύπαρξής σας. Και αν μου απαντήσετε ότι δεν πιστεύετε στην αυτονομία του μυαλού, ότι το μυαλό σας δεν μπορεί να είναι άλλο παρά μια πτυχή της ύπαρξής σας, τότε σας δηλώνω ότι δεν θα κάνετε ποτέ την Ευρώπη. Γιατί δεν υπάρχει ένα ευρωπαϊκό ον».
Ο Μπέντα λέει ότι δεν υπάρχει μια ευρωπαϊκή ταυτότητα: ούτε εθνοτική, ούτε θρησκευτική, ούτε εθνική ταυτότητα. Αυτή είναι η δύναμη και η ομορφιά του ευρωπαϊκού εγχειρήματος: η Ευρώπη δεν μπορεί να είναι το προϊόν της ύπαρξής μας, μπορεί να είναι μόνο το προϊόν του μυαλού μας. Θα ήθελα να προσθέσω: ένα προϊόν της φαντασίας μας, του φαντασιακού μας.
Η θέση του Julien Benda μου φάνηκε πειστική: πρέπει να κάνουμε την Ευρώπη έναν θεσμό που να μην βασίζεται στην ταυτότητα, αλλά στο σχέδιο. Μετά το 1945, η Ευρώπη ήθελε τον εαυτό της πολιτική κατασκευή με στόχο να ξεπεράσει τη φιλοσοφική αντίθεση του Διαφωτισμού και του ρομαντισμού, την αντίθεση του οικουμενικού Λόγου και της πολιτιστικής ταυτότητας.
Γεννήθηκε ως σχέδιο ειρήνης, ως μετα-εθνικό σχέδιο. Αυτή ήταν η δύναμη και η έλξη της ευρωπαϊκής ιδέας. Στη συνέχεια, τη δεκαετία του εβδομήντα και του ογδόντα, η Ευρώπη ήταν σχέδιο για να ξεπεραστεί η αντίθεση μεταξύ Ανατολής και Δύσης, μεταξύ σοσιαλισμού και δημοκρατικών αξιών. Ήταν επίσης μια προσδοκία ευημερίας για όλους. Ο ξεσηκωμός του ’89 και η μετέπειτα ενοποίηση της Γερμανίας εμφανίστηκαν ως η πραγματοποίηση αυτού του ευρωπαϊκού ονείρου.
Ένα οικονομικό προνόμιο
Το μόνο σχέδιο ταύτισης των παλαιών και νέων ευρωπαίων πολιτών ήταν η προσδοκία της ευημερίας και της ειρήνης. Αλλά όταν η παρακμή της δυτικής κυριαρχίας στην παγκόσμια οικονομία άρχισε να υπονομεύει, να θέτει σε κρίση την ευρωπαϊκή ευημερία, τι απέγιναν αυτές οι προσδοκίες;
Η Ευρώπη, που κάποτε θεωρούνταν σύμβολο ελπίδας και αντικείμενο πόθου από πολλούς λαούς, μεταμορφώθηκε ξαφνικά σε σύμβολο οικονομικής καταπίεσης, σημαιοφόρο της εξαθλίωσης-φτωχοποίησης.
Όχι το είναι, αλλά το σχέδιο πρέπει να είναι το θεμέλιο της ευρωπαϊκής οικοδόμησης, έλεγε αρχοντικά ο Μπέντα. Η σκέψη, όχι η ταυτότητα, πρέπει να καθορίζει την Ευρώπη. Όμως δεν ήταν παρά αυτοαυταπάτες. Η Ευρώπη δεν είναι η σκέψη που γίνεται πραγματικότητα. Ίσως από απελπισία προσποιήθηκα ότι πίστευα κι εγώ σε αυτές τις καυχησιολογίες, σε αυτά τα φληναφήματα.
Αλλά η Ευρώπη δεν μπορεί να είναι κοινωνική δημοκρατία γιατί, παρά τις γενναιόδωρες ομιλίες του Julien Benda, η Ευρώπη είναι αυτό που είναι οι ευρωπαίοι: τα υποκείμενα ενός οικονομικού προνομίου που πηγάζει από τη χθεσινή αποικιοκρατία και τον σημερινό οικονομικό ιμπεριαλισμό.
Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος Carmilla.online