Dark Mode Light Mode

Με κομμένη την ανάσα, α’ μέρος

Συνέντευξη με Θάνο, ελεύθερο δεσμώτη

16/02/2024

Καλημέρα καλέ μου φίλε, είμαστε πάλι εδώ ύστερα από καιρό να μιλάμε για πράγματα μεγάλα, όμορφα δύσκολα και συνάμα τραγικά κάποια στιγμή. Ξεκινώ ευθύς αμέσως την αφήγηση, ας μη χάνουμε καιρό. Από την πρώτη στιγμή που αποφάσισα πως είχα τελειώσει με την προηγούμενη ζωή μου, χαρακτήρισα τον εαυτό μου έναν επαναστατημένο άνθρωπο που σκέπτονταν αυτόνομα, σχεδόν αμέσως στρατεύτηκα στο κίνημα της εργατικής Αυτονομίας, η σκέψη και η δράση μου παρέμεινε αυτόνομη μέχρι τα σήμερα. Αυτονομία σημαίνει να ακολουθείς ελεύθερα τις επιλογές του είναι σου, δίχως εξωτερικές παρεμβολές και επιβουλές.

Βρέθηκα στην Ιταλία για σπουδές, εκεί βρίσκονταν ήδη η αδελφή μου με τον φίλο και μετέπειτα σύντροφο στη ζωή της, κι έτσι πήγα να ζήσω μαζί τους. Μετά από κάποιες περιπέτειες κατέληξα στην σχολή Πολιτικών Επιστημών της πόλης.

Ο σημερινός άνθρωπος, δυστυχώς και η νεολαία, αδυνατεί, είμαι σίγουρος, να αντιληφθεί αυτό που συνέβαινε εκείνα τα χρόνια εβδομήντα σε μια οποιαδήποτε μητρόπολη του δυτικού κόσμου, και ειδικότερα της Ιταλίας, όπου επί μια εικοσαετία περίπου αναπτύχθηκε το μεγαλύτερο ανταγωνιστικό κίνημα της Δύσης, μέχρι τότε και ever. Διότι εκείνα που συνέβησαν εκείνο το διάστημα στην γείτονα, και επί τόσο μακρύ χρονικό διάστημα, υπήρξαν μοναδικά. Αξέχαστα λοιπόν, μοιάζουν σήμερα με παραμύθι, μια εποχή κατά την οποία το μεγαλύτερο μέρος των υποτελών τάξεων βρίσκεται σφιχτά εγκλωβισμένο μέσα στο σκοτεινό αφήγημα, το οποίο προσπαθούν να μπογιατίσουν με φωτεινά χρώματα, του κατεστημένου που διοικεί η σύγχρονη ολιγαρχία. Εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο κάθε μέρα και μήνα και χρόνο για τουλάχιστον μια δεκαετία, οι νεαροί στρατευμένοι κυριολεκτικά πυρπολούσαν την πόλη με κάθε είδους αντισυμβατική, παραβατική συμπεριφορά. Δεν είναι υπερβολή να σου πω πως ολόκληρη η καθημερινότητα ήταν γεμάτη από μικρότερες ή μεγαλύτερες ατομικές ή συλλογικές συμπεριφορές ιδιοποίησης μιας ταυτότητας επαναστατημένης, η οποία κατέφευγε σε κάθε είδους μικρές ή μεγάλες δράσεις επανοικειοποίησης κλεμμένου από το κεφάλαιο πλούτου των προλετάριων, έτσι ονομάζαμε τότε τα υποτελή στρώματα της κοινωνίας που αντιδρούσαν έμπρακτα στα σχέδια της μπουρζουαζίας για κυριαρχία. Ιδιοποίηση λοιπόν μιας αυτόνομης ταυτότητας, επανοικειοποίηση του πλούτου από τους κάτω, όπως λέμε σήμερα, φωτιά στα άντρα του συνασπισμένου εχθρού. Μιλάμε για ένα καθημερινό πάρτι αντίστασης, απαλλοτρίωσης και επιθετικών συμπεριφορών, εκεί που αυτό ήταν εφικτό. Κοιμόσουν και ξυπνούσες και σκεφτόσουν που και πόσο θα πληγώσεις τους κρατούντες, και αυτό προκαλούσε χαρά και θυμηδία. Υπήρχαν φυσικά και τα θύματα, πολλά θύματα από την πλευρά μας, θάνατοι φυλακίσεις ξυλοδαρμοί κ.λ.π, αλλά η αποφασιστικότητα μεγαλύτερη. Τότε ο κόσμος διάβαζε. Στα βιβλιοπωλεία του Φελτρινέλλι έβρισκες μπροσούρες από τα παγκόσμια κινήματα και οργανώσεις, παράνομες και μη, μάθαινες για τις νίκες εδώ και τις ήττες εκεί, ο διεθνισμός στα φόρτε του, σπουδαίες ταινίες για τον ανταρτοπόλεμο στην βόρεια Αφρική και όχι μόνο, τη Λατινική Αμερική, και φυσικά, και πάνω απ’ όλα, το φωτεινό παράδειγμα της Κούβας, που ζέσταινε τις καρδιές και το φαντασιακό μας χαρίζοντας πίστη κουράγια και αυταπάρνηση κάποιες δύσκολες στιγμές.

Να μη ξεχάσουμε το Βιετνάμ, βέβαια. Φυσικά. Τρεις αυτοκρατορίες ταπείνωσε εκείνος ο τόσο αποφασισμένος κόκκινος λαός, κόκκινο λοιπόν και το χρώμα της καρδιάς μας. Το όνομα Βιετκόνγκ, όπως και αυτό των Τουπαμάρος ιερά στις ψυχές μας. Χο Τσι Μιν, στρατηγός Γιαπ και ο ανεπανάληπτος Γκεβάρα, η Βίβλος των Λαών, εκεί όπου οι λαοί δεν χρειάζονται βίβλους και αγίους μα αποφασισμένους ανθρώπους να ανατρέψουν την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων, παραδίδοντας τη δύναμη, την δυνατότητα να αποφασίζουν για τις ζωές τους, αυτόνομα, στους κάτω, ξανά. Εκεί όπου απέτυχαν οι προηγούμενοι, σε Γαλλία Σοβιετική Ένωση Ισπανία, γενόμενοι και αυτοί μέρος του συστήματος. Αυτό θελήσαμε να κάνουμε κι εμείς, να στήσουμε χίλια Βιετνάμ, στις γειτονιές τις φάμπρικες τα σχολεία και τα Πανεπιστήμια της χώρας. Και αυτό κάναμε. Δεν μείναμε στις διαδηλώσεις συμπαράστασης στους μαχόμενους της ασιατικής Χώρας, πήραμε το σύνθημα του Τσε, δημιουργήσαμε τις καταστάσεις εκείνες που θα επέτρεπαν τη γέννηση και την εκτίναξη εκείνων των καταστάσεων-κινημάτων-οργανώσεων που θα έβαζαν μπουρλότο στην ιταλική επικράτεια. Κι εάν ο γαλλικός Μάης διήρκησε έναν μήνα, ο ιταλικός 15 τουλάχιστον χρόνια! Κυρίως αμυντικά τα κινήματα, επιθετικές οι οργανώσεις, κρατούσαν τον πήχη σηκωμένο όταν αυτά ατονούσαν.

Όλα πλέον μπορούν να συμβούν, αυτή είναι η αίσθηση που υπάρχει στον αέρα, το κόμμα είναι ισχυρότατο, οι άνθρωποι επιθυμούν το καλύτερο, το περισσότερο, η Παλαιστίνη βράζει, η πετρελαϊκή κρίση, ο αντιαποικιακός αγώνας εντείνεται, η αριστερά κερδίζει στη Χιλή, οι προλετάριοι ετοιμάζονται για την απελευθέρωση τους από τα δεσμά του κεφαλαίου, του κέρδους και της εκμετάλλευσης, και στην Ιταλία. Έρχεται όμως ο Πινοσέτ να γκρεμίσει το όνειρο, πως είναι δυνατόν μέσα από τις εκλογές οι κάτω να κερδίσουν τη χειραφέτηση τους. Ο παγκόσμιος χωροφύλακας, και οι κατά τόπο λακέδες του δείχνουν πως δεν θα το επιτρέψουν. Και είναι τότε που το κόμμα κάνει την μεγάλη αλλαγή πορείας. Αντί να ζητήσει από τον κόσμο του να σφίξει τις γραμμές, προτείνει την χαλάρωση, την σύμπραξη με τη δεξιά στη λήψη των μεγάλων αποφάσεων για το μέλλον, για τη ζωή του, προτείνει την συνεργασία των δυνάμεων της χώρας, την συνεργασία των τάξεων δηλαδή, λες και οι δυο μεγάλες ανταγωνιζόμενες τάξεις μπορούν να έχουν σημεία σύγκλισης. Μα είμαστε σοβαροί; ο θάνατος σου η ζωή μου! δεν χρειάζονταν καν ο Μαρξ για να καταλάβουμε πως οι προλετάριοι ήταν έτοιμοι να πέσουν μέσα σε μια παγίδα από την οποίαν δεν θα έβγαιναν ποτέ ξανά δίχως αγιάτρευτες πληγές. Ένα θανατικό που μας πληγώνει ακόμη και σήμερα. αυτό είναι που πληρώνουμε και τώρα, έτσι έγινε το όχι στους εκβιασμούς της ευρωπαϊκής τράπεζας ναι στα μνημόνια και τις επιταγές των υπερπλούσιων αυτές τις μέρες. Η παράδοση της αριστεράς στα σχέδια του μεγάλου κεφαλαίου ξεκίνησε τότε, υπογεγραμμένη από τα αριστερά συνδικάτα και το Κκι, τον ιστορικό συμβιβασμό και την συνεργασία που επεδίωκε η αριστερά και φυσικά δεν θα μπορούσε ποτέ να αποδεχτούν οι πάνω, οι καπιταλιστές!

Έτσι, έμειναν μόνα τους τα κινήματα και οι ριζοσπαστικές αριστερές και αναρχικές επαναστατικές οργανώσεις για να τραβήξουν το κουπί. Μια προσπάθεια που ξεκίνησε πολύ δυνατά και με τις καλύτερες προϋποθέσεις, η οποία άρχισε να γίνεται, μέρα με τη μέρα πιο δύσκολη. Διότι εκτός του ταξικού εχθρού, είχαμε να αντιμετωπίσουμε την ρουφιανιά και τις επιθέσεις των ρεφορμιστών-ψευτοκομουνιστών. Κάποιοι, ίσως, ήταν λίγο καλύτερα προετοιμασμένοι, μιλάμε για τις Κόκκινες Ταξιαρχίες οι οποίες, έτσι κι αλλιώς, είχαν γεννηθεί διαλέγοντας την παρανομία σαν στρατηγική επιλογή, πιστεύοντας πως ήταν αντιμέτωπες με επικείμενο πραξικόπημα, οπότε, έδωσαν απόλυτη προτεραιότητα στη στεγανοποίηση της οργάνωσης τους, και σαν τρόπο παρουσίασης της δουλειάς τους την ένοπλη προπαγάνδα στο ξεκίνημα, τον διάχυτο ανταρτοπόλεμο στη συνέχεια. Έχοντας απορροφήσει ότι είχε απομείνει ενεργό από τους συντρόφους των Gap του Φελτρινέλλι, Ομάδες παρτιζάνικης δράσης, υπήρξαν η πιο αξιόπιστη από τις αντάρτικες οργανώσεις, η οποία έμεινε μέχρι τέλους να πολεμά, έως το ’86, ενάντια σε ένα σύστημα που είχε επιβάλλει τον χαφιεδισμό και την μεγαλοαστική αντίληψη περί »τέλους της ιστορίας» ως τρόπο ζωής και ιδανικό! Είχε προϋπάρξει φυσικά και η ομάδα 22 οκτώβρη, με παρουσία μοναχά στη Γένοβα.

Και οι δυο αυτές ομάδες είχαν ελάχιστο χρόνο ζωής, γύρω στα 2 χρόνια, ήταν όμως το πρώτο λαμπάδιασμα, οι πρώτες επιθετικές φωτιές αντίστασης στα γκρίζα σκηνικά της ιταλικής πραγματικότητας, τέλος χρόνων εξήντα, αρχών χρόνων εβδομήντα του προηγούμενου αιώνα. Πρωτεργάτης του ιταλικού ανταρτοπόλεμου παραμένει, με διαφορά, ο αξέχαστος Gian Giacomo Feltrinelli. Τα μέλη της ομάδας 22 Οκτώβρη μάλιστα είχαν προσπαθήσει βομβιστική επίθεση κατά του προξενείου Ηπα στη Γένοβα δίχως επιτυχία, πρόλαβε το προσωπικό ασφαλείας να σβήσει το φυτίλι. Ήταν η πρώτη ομάδα που είχε απαγάγει επιτυχώς για λόγους αυτοχρηματοδότησης τον γιο γνωστού βιομήχανου ο οποίος χρειάστηκε να καταβάλει λύτρα για την απελευθέρωση του. Διαλύθηκε κατόπιν μιας ληστείας που πήγε στραβά. Όσο δε για τις Gap, γνωστές έχουν μείνει ορισμένες προπαγανδιστικές δράσεις τους μεταξύ των οποίων παρεμβολή του ράδιο Gap στις συχνότητες της κρατικής Τv. Διαλύθηκαν μετά από την επίθεση δολιοφθοράς σε πυλώνα ρεύματος στις Segrate, κατά την οποία πέθανε ο Feltrinelli, σκοτώθηκε από τη βόμβα που ετοίμαζε. Μαρξιστική λενινιστική η ρίζα και των τριών αυτών ομάδων της άκρας αριστεράς, με αναφορές στον φοκισμό-γκεβαρισμό, ιδιαίτερα από τις Gap, μιας και ο Φελτρινέλλι ήταν προσωπικός φίλος του Κάστρο, είχε εκπαιδευτεί στην Κούβα.

Η ιδέα του Feltrinelli ήταν να οργανώσει έναν εθνικοαπελευθερωτικό στρατό που θα αναφερόταν στην παρτιζάνικη αντίσταση, η οποία, σύμφωνα με τον ίδιο και άλλους εκφραστές της εξωκοινοβουλευτικής σοσιαλιστικής και κομμουνιστικής αριστεράς, είχε προδοθεί, μετά τις 25 απριλίου 1945, από τους ηγέτες του ΚΚΙ, με επικεφαλής τον τότε εθνικό γραμματέα Palmiro Togliatti, ο οποίος είχε απορρίψει απότομα κάθε υπόθεση κομμουνιστικής επανάστασης στην Ιταλία. Διατηρώντας την ΕΣΣΔ ως σαφές σημείο αναφοράς, οι GAP αποστασιοποιήθηκαν από τις διακηρύξεις των άλλων ομάδων, προσπαθώντας ωστόσο να δημιουργήσουν ένα κοινό μέτωπο μεταξύ των διαφόρων ανταρτικών οργανώσεων για τη δημιουργία του λεγόμενου Λαϊκού Απελευθερωτικού Μετώπου. στο οποίο εντάχθηκαν στην αρχή οι Ερυθρές Ταξιαρχίες, ένα σημαντικό μέρος του Potere Operaio ειδικά μεταξύ των μελών της Παράνομης Εργασίας, οι νέοι της Lotta Continua, ένα τμήμα των μ.λ. Servire il Popolo και ορισμένα στελέχη της Ομάδας 22 Οκτώβρη. Η απόκλιση σχετικά με το αν θα συμμαχούσε με την ΕΣΣΔ, τη Γιουγκοσλαβία, την Κίνα, την Αλγερία ή την Κούβα ή αντιθέτως θα παραμείνουν αυτόνομοι από οποιαδήποτε σοσιαλιστική ή κομμουνιστική χώρα ήταν τέτοια που οδήγησε στη διάσπαση του Λαϊκού Απελευθερωτικού Μετώπου, έτσι ώστε κάθε ομάδα, εξαιρουμένων ορισμένων ενεργειών που έγιναν από κοινού το 1970, συνέχισε τον αγώνα μόνη της.

Φτάνουμε λοιπόν στο ’73, Μετά τη διάλυση δύο πολιτικών ομάδων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, που γεννήθηκαν από τις εμπειρίες που συνδέονται με τα γεγονότα κοινώς και συνοπτικά γνωστά ως ’68, Potere Operaio, που διαλύθηκε το 1973, και Lotta Continua (μετά το συνέδριο του Ρίμινι του 1976 και την αυτοδιάλυση της ομάδας), αρκετοί αγωνιστές από αυτές τις ομάδες συγκεντρώθηκαν σε ένα αυτόνομο κίνημα που συνάθροιζε εμπειρίες από τους αγώνες των εργατών και των φοιτητών της δεκαετίας του εβδομήντα. Με τη γέννηση των ελεύθερων ραδιοφώνων, οι αυτόνομοι αγωνιστές μαζεύτηκαν γύρω από μερικούς από αυτά, τα πιο διάσημα από τα οποία ήταν το Radio Onda Rossa της Ρώμης, το Radio Alice της Μπολόνια, το Controradio της Φλωρεντίας, το Radio Sherwood της Πάντοβα και άλλα εξαπλωμένα σε όλες σχεδόν τις ιταλικές περιφέρειες. Η Autonomia Operaia στήριζε τα ιδεολογικά της θεμέλια στην εργατιστική σκέψη, δηλαδή σε μια σύγχρονη ανάγνωση της μαρξιστικής σκέψης, επιμένοντας στην έννοια της ταξικής αυτονομίας και της αντιεξουσίας. Αυτή η γραμμή σκέψης είχε ήδη αναπτυχθεί στο Potere Operaio.

Η γραμμή των αυτόνομων ριζοσπαστικοποιήθηκε, με την επικράτηση του εργατιστικού ρεύματος υπέρ μιας σκληρής σύγκρουσης με τους θεσμούς, ενώ η γραμμή των λεγόμενων δημιουργικών που είχαν κινητοποιηθεί για να δημιουργήσουν το κίνημα των μητροπολιτικών ινδιάνων βρέθηκε σε μειοψηφία. Ένα μέρος της σκληρής πτέρυγας των αυτόνομων αποφάσισε ότι είχε έρθει η ώρα να ανεβάσει το επίπεδο της σύγκρουσης, δηλαδή να προχωρήσει και στον ένοπλο αγώνα κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων ενάντια στις αστυνομικές δυνάμεις, οι οποίες σκότωναν τους συντρόφους ασύστολα από πάντα, και στην πραγματική εμφάνιση της συντρόφισσας P38                                           (όπως χαρακτηρίζονταν από τους αυτόνομους το πιστόλι Walther P38. Βέβαια, η αλήθεια είναι πως όλοι οι σχηματισμοί του χώρου της οργανωμένης Αυτονομίας, ξεκίνησαν να στήνουν και ομάδες που θα δρούσαν επιθετικά και εκτός διαδηλώσεων πορειών κ.λ.π, ώστε να έχουν το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού, εκεί και όπου, όταν χρειαστεί να χτυπήσουν τον αντίπαλο. Γι’ αυτό και τα δεκάδες ακρωνύμια.

Εν τω μεταξύ γεννιούνται και οι Nap, ένοπλοι προλεταριακοί Πυρήνες, δεν χαρακτηρίζονταν από μια άκαμπτη δομή παρόμοια με τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, αλλά μάλλον από το ότι αποτελούνταν από αυτόνομους Πυρήνες. Σε ένα από τα έγγραφά τους, με ημερομηνία 1975 μπορούμε να διαβάσουμε: «Βλέπουμε το ακρωνύμιο NAP όχι ως μια υπογραφή που χαρακτηρίζει μια οργάνωση με ένα συνολικό πρόγραμμα, αλλά ως μια υπογραφή που χαρακτηρίζει τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της εμπειρίας μας… Η εμπειρία μας οδήγησε στη δημιουργία ομάδων συντρόφων που δρουν σε διαφορετικούς χώρους και καταστάσεις, με απόλυτα αυτόνομο τρόπο και που διατηρούν οργανωτική σχέση και πολιτική αντιπαράθεση μεταξύ τους». Ήταν πάνω από όλα ευαίσθητοι στα προβλήματα των φυλακών και των ανέργων. Η αρχική ομάδα περιείχε μερικούς αγωνιστές που αποχώρησαν από τη Lotta Continua, μετά την απόρριψη της ηγεσίας της τελευταίας να επιλέξουν να πολεμήσουν εκτός νομιμότητας, που αποφασίστηκε το 1973. Οι δύο πρώτοι πυρήνες προέκυψαν στη Νάπολη, ξεκινώντας από διάφορες τοπικές ακροαριστερές ομάδες, και στη Φλωρεντία, ξεκινώντας από την εμπειρία της κολεκτίβας George Jackson, μιας από τις πρώτες συναθροίσεις πολιτικοποιημένων πρώην κρατουμένων, που πήρε το όνομά της από τον αφροαμερικανό ακτιβιστή που έγινε μαρξιστής κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του. Είχαν κάποια συνεργασία με τις Ερυθρές Ταξιαρχίες τα τελευταία χρόνια της δράσης τους, πραγματοποιώντας κάποιες κοινές δράσεις μεταξύ 1975 και 1976. Στο τέλος, οι περισσότεροι από αυτούς που δεν κατέληξαν έγκλειστοι εντάχθηκαν στις Ερυθρές Ταξιαρχίες.

Λίγα λόγια για κάποιες από τις δράσεις τους: 1974: α] απαγωγή του νεαρού ναπολιτάνου φοιτητή Antonino Gargiulo, γιου ενός καθιερωμένου ναπολιτάνου επαγγελματία, καταβάλλονται τα λύτρα των 70 εκατομμυρίων λιρών και η απελευθέρωση γίνεται την ίδια μέρα στις 10 μ.μ. β] έναρξη της εκστρατείας «Γενική εξέγερση στις φυλακές και ένοπλος αγώνας των εξωτερικών πυρήνων» με τη διάχυση, μπροστά από τις φυλακές Poggioreale (Νάπολη), Rebibbia (Ρώμη) και San Vittore (Μιλάνο) μηνυμάτων συμπαράστασης προς τους κρατούμενους Για το σκοπό αυτό, χρησιμοποιούνται μεγάφωνα εξοπλισμένα με εκρηκτικά για την καταστροφή τους μετά από την ηχητική εκπομπή γ] κατά τη διάρκεια μιας ληστείας για αυτοχρηματοδότηση στο πρακτορείο Piazza Leon Battista Alberti της Cassa di Risparmio της Φλωρεντίας, ο Luca Mantini, ήδη ιδρυτής της Κολεκτίβας Jackson, και ο Giuseppe Romeo γνωστός ως «Sergio» σκοτώθηκαν από τους καραμπινιέρους. Άλλοι 3 nappisti καταφέρνουν να ξεφύγουν, αλλά δύο από αυτούς, ο Pippo Sofia και ο Pasquale Abatangelo, τραυματισμένοι, αιχμαλωτίζονται. Ο υπαξιωματικός των καραμπινιέρων Luciano Arrigucci τραυματίστηκε. δ] απαγωγή του ναπολιτάνου βιομήχανου τσιμέντου Giuseppe Moccia, καταβάλλονται τα λύτρα του 1 δισεκατομμυρίου λιρετών και η απελευθέρωσή του γίνεται 4 ημέρες αργότερα. οι nappisti υιοθέτησαν μια τεχνική «που αντέγραψαν» από μια ταινία δράσης, τροποποιώντας τις οδικές πινακίδες για να πραγματοποιήσουν την ενέδρα.

1975 11 μαρτίου, Νάπολι. Ανατινάζεται ένα διαμέρισμα πρώτου ορόφου στη Via Consalvo, 109. Ο nappista Vitaliano Principe χάνει τη ζωή του από την έκρηξη, ενώ ο Alfredo Papale τραυματίζεται σοβαρά. οι δυο τους κατασκεύαζαν εκρηκτικό μηχανισμό. Το περιστατικό επιτρέπει στην αστυνομία να εντοπίσει, εκτός από έναν τεράστιο όγκο εγγράφων και πληροφοριών για την οργάνωση, και άλλα τρία κρησφύγετα. Μετά από αυτά τα γεγονότα οι Πυρήνες αποφάσισαν να μεταφέρουν τη δραστηριότητά τους στη Ρώμη. 6 μαΐου, Ρώμη. Απήχθη, σε συνεργασία με τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, ο δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου Giuseppe di Gennaro, Διευθυντής Γραφείου Χ »Ηλεκτρονικό Κέντρο» της Γενικής Διεύθυνσης των Ινστιτούτων Πρόληψης και Τιμωρίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης. τα λύτρα αντιπροσωπεύονται από τη ραδιοφωνική μετάδοση ενός ανακοινωθέντος και τη μεταφορά ορισμένων κρατουμένων. Η απελευθέρωση θα γίνει στις 11 μαΐου. 9 μαΐου, Βιτέρμπο. Δύο ιδρυτές των NAP (Pietro Sofia και Giorgio Panizzari) και ένας «κοινός» κρατούμενος που έχει πολιτικοποιηθεί στη φυλακή (Martino Zicchitella) επιχειρούν να δραπετεύσουν από τη φυλακή, απάγοντας έναν σωφρονιστικό υπάλληλο. Αναλαμβάνουν την ευθύνη για την απαγωγή του Τζουζέπε ντι Τζενάρο από την οργάνωση και ζητούν να μεταφερθούν και να μεταδοθεί η διακήρυξή τους στο ραδιόφωνο. Τα αιτήματα έγιναν δεκτά. 30 μαΐου, Aversa. Ο ναπίστα Giovanni Taras σκοτώνεται ενώ τοποθετούσε έναν εκρηκτικό μηχανισμό συνδεδεμένο με μαγνητόφωνο στην οροφή του δικαστικού ασύλου της πόλης. Η δράση είχε σκοπό να διαδώσει ένα ηχογραφημένο μήνυμα αλληλεγγύης προς τους κρατούμενους και κατά της διοίκησης αυτού του ιδρύματος που, τότε, από πολλούς χαρακτηριζόταν ως «στρατόπεδο-lager». τη δράση διεκδικεί o «Ένοπλoς Πυρήνας «Sergio Romeo».

1976 28 ιανουαρίου, Ρώμη, ο Ένοπλος Πυρήνας «Sergio Romeo» των NAP τραυματίζει στα πόδια τον δικαστή Pietro Margariti, σύμβουλο του Ανωτάτου Δικαστηρίου που ασχολείται με τις φυλακές και τη μεταφορά κρατουμένων. Στις 9 φεβρουαρίου, ο υπαξιωματικός της αστυνομίας Antonino Tuzzolino τραυματίζεται από πυροβολισμούς από ένα κομάντο των NAP ως πράξη εκδίκησης για το θάνατο της αγωνίστριας Annamaria Mantini στις 7 ιουνίου 1975. Ο Tuzolino θα παραμείνει παράλυτος στα κάτω άκρα του. 15 μαρτίου, Pozzuoli, μια βομβιστική επίθεση την οποία ανέλαβε η οργάνωση προκαλεί ζημιές τους στρατώνες των καραμπινιέρων. 5 Μαΐου, τραυματισμός του δικαστή Paolino Dell’Anno, ένοχου -σύμφωνα με το δελτίο τύπου- ότι παρείχε «νομική κάλυψη για τη δολοφονία της συντρόφου Annamaria Mantini». 14 δεκεμβρίου, Ρώμη, το αυτοκίνητο του αναπληρωτή αρχηγού της αστυνομίας Alfonso Noce, υπεύθυνου για τις Υπηρεσίες Ασφαλείας για την περιοχή του Λάτσιο (δηλαδή της περιφερειακής αντιτρομοκρατικής μονάδας), δέχεται επίθεση από κάποιους ναπίστες που κατέβηκαν από ένα βαν. ρίχνονται ριπές αυτομάτων όπλων και κατά τη διάρκεια της ανταλλαγής πυροβολισμών ο αστυνομικός Prisco Palumbo, πίσω από το τιμόνι του αυτοκινήτου, σκοτώνεται με έναν πυροβολισμό στον κρόταφο. Ο προαναφερόμενος Zicchitella πεθαίνει επίσης στη συμπλοκή, ενώ ο Noce και ένας άλλος αστυνομικός από τη συνοδεία του τραυματίζονται.

1977       22 Ιανουαρίου, απόδραση από τη γυναικεία φυλακή του Pozzuoli των μαχητριών Maria Pia Vianale και Franca Maria Salerno. 1 Ιουλίου, Ρώμη. Μια περίπολος των Καραμπινιέρων αναγνώρισε τον ναπιστή Antonio Lo Muscio ενώ καθόταν στα σκαλιά της βασιλικής του San Pietro in Vincoli στη Ρώμη, παρέα με τη Maria Pia Vianale και τη Franca Salerno. ακολουθεί μια συμπλοκή στην οποία ο Antonio Lo Muscio πεθαίνει, χτυπημένος από πυροβολισμούς αυτομάτου από την αστυνομία, και οι δύο μαχήτριες συλλαμβάνονται.

Να μη ξεχάσουμε και την Azione Rivoluzionaria, η οποία ήταν μια ένοπλη ομάδα αναρχικής έμπνευσης, με ισχυρούς δεσμούς με την άκρα αριστερά, που σχηματίστηκε το 1977 στην Τοσκάνη στον απόηχο του προβληματισμού και της συζήτησης για τις πολιτιστικές επεξεργασίες της Καταστασιακής Διεθνούς και της Φράξιας Κόκκινου Στρατού (RAF). Η ομάδα διαλύθηκε μεταξύ 1979 και 1981 και μερικοί από τους μαχητές της εντάχθηκαν στη συνέχεια στην Prima Linea. Μία από τις πρώτες ενέργειες που διεκδίκησε η ομάδα ήταν, στις 30 μαρτίου 1977, ο τραυματισμός του Δρ. Mammoli, ιατρού στις φυλακές της Πίζα, κατηγορήθηκε ότι δεν ασχολήθηκε επαρκώς με τη θεραπεία του αναρχικού Φράνκο Σεραντίνι, ο οποίος αργότερα πέθανε από τους ξυλοδαρμούς που δέχτηκε τη στιγμή της σύλληψής του. Στις 18 σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, ο δημοσιογράφος της εφημερίδας του ΚΚΙ l’Unità Nino Ferrero τραυματίζεται στο Τορίνο. Στις 18 οκτωβρίου στο Λιβόρνο μια προσπάθεια απαγωγής του εφοπλιστή Τίτο Νέρι απέτυχε. Η άσχημη κατάληξη της απαγωγής οδήγησε στη σύλληψη διαφόρων μελών της ομάδας, των Messana, Cinieri, Meloni και Monaco και στο ένταλμα σύλληψης για τον Gianfranco Faina             που έπρεπε να περάσει στην παρανομία και ήταν ο αναγνωρισμένος αρχηγός της οργάνωσης. Συνολικά, οι ενέργειες της ομάδας είχαν ως κύριους στόχους τα μέσα ενημέρωσης, τη Χριστιανοδημοκρατία ως τότε κυβερνών κόμμα και αυτό που είχε συνδεθεί μαζί της στην Εθνική Ενότητα, το PCI, χωρίς πάντα να προκαλέσει θύματα, στη Γένοβα τις οικοδομικές εταιρείες, την εφημερίδα La Stampa [οι μαχητές της οργάνωσης Aldo Marin Pinones «Rico» και Attilio Di Napoli σκοτώνονται προετοιμάζοντας την επίθεση], όπως και τις εφημερίδες l’Unità, Corriere della Sera και La Gazzetta del Popolo. Άλλες σημαντικές ενέργειες ήταν οι εκρηκτικές επιθέσεις εναντίον της Banco di Roma και ορισμένων εκθέσεων αυτοκινήτων στη Ρώμη τον απρίλιο του 1978.

Οι Ερυθρές Ταξιαρχίες (BR) ακροαριστερή οργάνωση που δημιουργήθηκε το 1970 για να προπαγανδίσει και να αναπτύξει τον επαναστατικό ένοπλο αγώνα για τον κομμουνισμό, μαρξιστικής-λενινιστικής καταγωγής, ήταν η πιο ισχυρή, μεγαλύτερη και μακροβιότερη αντάρτικη ομάδα μετά τον β’ παγκόσμιο πόλεμο στη Δυτική Ευρώπη. Στην αυγή της ιστορίας τους, οι Ερυθρές Ταξιαρχίες ήταν μια μικρή επαναστατική ομάδα που είχε επιλέξει την άμεση δράση ως τρόπο μάχης, αναφερόμενη στις ένοπλες μονάδες που μόλις είχαν προκύψει στην Ιταλία, τις Παρτιζάνικές Ομάδες Δράσης που ιδρύθηκαν από τον Giangiacomo Feltrinelli (ο οποίος έδωσε το όνομα εμπνευσμένος από τον παρτιζάνικο σχηματισμό Ομάδες Πατριωτικής Δράσης την εποχή της Αντίστασης) και τη Γενοβέζικη ομάδα XXII Ottobre. Μια άλλη πηγή έμπνευσης ήταν οι Tupamaros, οι αντάρτες που δραστηριοποιήθηκαν τη δεκαετία του ’60 στην Ουρουγουάη, από την οποία εμπνεύστηκαν το σύμβολο, και ο στρατός του Βορείου Βιετνάμ, ενώ μεταξύ των ατόμων ο αντάρτης πρότυπο αναφοράς ήταν ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, [ακριβώς το ίδιο συνέβη και σε εμένα όπως και στους περισσότερους από τους συντρόφους μου]. Ο Renato Curcio υπολόγισε ότι 911 άτομα διερευνήθηκαν επειδή ήταν μέλη των ΕΤ, στα οποία πρέπει να προστεθούν άλλα 200-300 άτομα που ανήκουν στις διάφορες ένοπλες ομάδες που αποσχίστηκαν από την οργάνωση (Partito Comunista Combattente, Unità Comuniste Combattenti, Partito Guerriglia, Φάλαγγα Walter Alasia).

Η ιδεολογία των Ερυθρών Ταξιαρχιών αναφέρονταν σε έναν «ανολοκλήρωτο παρτιζάνικο απελευθερωτικό αγώνα στην Ιταλία»: όπως οι παρτιζάνοι απελευθέρωσαν τον λαό από τη ναζιστική-φασιστική δικτατορία, το νέο επαναστατικό κίνημα θα έπρεπε να απελευθερώσει τον λαό από τη δουλεία, μια φορά για πάντα και για όλους, στις πολυεθνικές Ηπα. Οι μαχητές των BR, εκτός από τη διάδοση των ιδεών τους, έβαλαν στο στόχαστρο στελέχη και διευθυντές εταιρειών, πυρπολώντας τα αυτοκίνητά τους ή πραγματοποιούσαν σύντομες απαγωγές, διάρκειας λίγων ωρών ή λίγων ημερών, με στόχο να εκφοβίσουν τον απαχθέντα και τη διοίκηση της εταιρείας. και να επιδείξουν τη δύναμη και το αδίστακτο της οργάνωσης. Χρησιμοποιήθηκε το σύνθημα «Χτυπάμε έναν για να εκπαιδεύσουμε εκατό». Κατά τα πρώτα τρία χρόνια, ο στόχος ήταν να αποδειχθεί, στους αγώνες των εργατών, ότι – μόνο μέσω του ανταρτοπόλεμου πόλης – ήταν δυνατή μια πολιτική εναλλακτική στα παραδοσιακά κόμματα. Στη συνέχεια, ο ορίζοντας διευρύνθηκε και έγινε ένα ποιοτικό άλμα: τα συνθήματα μιλούσαν για την ανατροπή του αστικού κράτους, την εκδίωξη των κατακτητών Ηπα και την επιβολή της αποχώρησης από το Νατο: επομένως δημιουργία διαφορετικών ισορροπιών δυνάμεων σε μια χώρα με περιορισμένη κυριαρχία, όπου ακόμη και η αντιπροσωπευτική δημοκρατία είχε κατασχεθεί προς όφελος του μοναδικού πολιτικού συστήματος της οικογενειοκρατίας. Η οργάνωση άρχισε να παρουσιάζεται απέναντι στους εργάτες ως «οδηγός» σε έναν σκληρό αγώνα κατά της εργοδοσίας, χωρίς να παραμελεί τους πολιτικούς αγώνες. Θα μπορούσαμε να μιλάμε για ώρες, δεν έχουμε όμως τον απαραίτητο χρόνο, οπότε θα περιοριστώ να αναφέρω κάποιες από τις δράσεις της.

Τους πρώτους μήνες του 1971 πυρπολήθηκε το αυτοκίνητο του τότε επικεφαλής του νεοφασιστικού κινήματος του Μετώπου Νεολαίας, Ignazio La Russa. Η πρώτη δράση των Ερυθρών Ταξιαρχιών που είχε ορισμένο βάρος έγινε τη νύχτα της 25ης ιανουαρίου 1971: οκτώ εμπρηστικές βόμβες τοποθετήθηκαν κάτω από άλλα τόσα φορτηγά στην πίστα δοκιμών ελαστικών Lainate του εργοστασίου Pirelli. Τρία φορτηγά καταστράφηκαν από τις φλόγες.

Η πρώτη δράση BR με στόχο ένα άτομο έλαβε χώρα στο Μιλάνο στις 3 μαρτίου 1972, όταν ο μηχανικός Idalgo Macchiarini, διευθυντής της Sit-Siemens, απήχθη μπροστά από το εργοστάσιο, φωτογραφήθηκε με μια ταμπέλα στο λαιμό του (η οποία έγραφε: «Χτύπα και τρέξε. Τίποτα δεν θα μείνει ατιμώρητο. Χτυπήστε έναν για να εκπαιδεύσετε εκατό. Όλη η εξουσία στον ένοπλο λαό!») και υποβλήθηκε σε δεκαπέντε λεπτά ανάκριση (τη «Προλεταριακή Δίκη στη Φυλακή του λαού») για τις συνεχιζόμενες διαδικασίες αναδιάρθρωσης στο εργοστάσιο.

Το επίπεδο των ταξιαρχίτικων ενεργειών υψώθηκε με την απαγωγή του Ettore Amerio, επικεφαλής του προσωπικού της FIAT που απήχθη στις 10 δεκεμβρίου 1973, κρατήθηκε αιχμάλωτος για οκτώ ημέρες πριν απελευθερωθεί: οι ταξιαρχίτες τον κατηγόρησαν για την »αντεπαναστατική σε εξέλιξη δράση» στη FIAT, με την εργοστασιακή «κατασκοπεία» που ήλεγχε, σύμφωνα με τους απαγωγείς, προσλήψεις, απολύσεις και συμπεριφορές. Τα πρώτα χρόνια των BR ερμηνεύτηκαν ως περίοδος «ένοπλης προπαγάνδας»: δίνοντας συγκεκριμένα σημάδια πάλης με επιδεικτικές ενέργειες και πράξεις δύναμης για την επίτευξη συναίνεσης μέσα στην εργατική τάξη. Μόνο αργότερα οι Ερυθρές Ταξιαρχίες βγήκαν από τη λογική της σύγκρουσης μέσα στα εργοστάσια για να δώσουν ζωή σε ένα ευρύτερο πολιτικό σχέδιο: να επηρεάσουν άμεσα την εθνική πολιτική διαδικασία για να αλλάξουν την πολιτική ισορροπία δυνάμεων εντός της χώρας.

Η πρώτη ενέργεια που πραγματοποιήθηκε εναντίον ενός εκπροσώπου του κράτους ήταν η απαγωγή του αναπληρωτή εισαγγελέα Mario Sossi, η οποία έλαβε χώρα στη Γένοβα στις 18 απριλίου 1974. Ο Sossi, ο οποίος είχε διατελέσει δημόσιος εισαγγελέας στη δίκη κατά της ένοπλης γενοβέζικης ομάδας XXII Ottobre-22 Οκτώβρη, απήχθη και κρατήθηκε σε μια βίλα κοντά στην Τορτόνα. Υποβλήθηκε σε «δίκη» από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες (Alberto Franceschini, Margherita Cagol και Piero Bertolazzi), καταδικάστηκε σε θάνατο (το τρέχον σύνθημα εκείνη την εποχή ήταν: «Sossi φασίστα, είσαι ο πρώτος στη λίστα!» ). Οι ταξιαρχίτες, ωστόσο, πρόσφεραν στο κράτος μια επιλογή, δηλαδή ζήτησαν με αντάλλαγμα για να τον αφήσουν ελεύθερο την απελευθέρωση των κρατουμένων μελών της 22ης Οκτωβρίου (σε ένα είδος «ανταλλαγής κρατουμένων» μεταξύ BR και Κράτους) που θα είχαν είχαν μεταφερθεί ασφαλώς στην Κούβα, τη Βόρεια Κορέα ή την Αλγερία. Κατά τη διάρκεια της «Επιχείρησης Ηλίανθος» η οικογένεια του απαχθέντος ήταν υπέρ της διαπραγμάτευσης, ο Σόσσι επέδειξε μια αυξανόμενη δυσαρέσκεια προς την κυβέρνηση και τους ανωτέρους του, ο Γενικός Εισαγγελέας της Γένοβας Φραντσέσκο Κόκο αντιτάχθηκε σθεναρά σε οποιαδήποτε παραχώρηση, ενώ πολιτικοί όπως ο Λέλιο Μπάσο δήλωναν « Προτιμώ να αφήσω ελεύθερο τον ένοχο παρά να σκοτώσω έναν άνθρωπο». Ο Paolo Emilio Taviani, υπουργός Εσωτερικών, απέρριψε τον εκβιασμό των Ερυθρών Ταξιαρχιών, το Δικαστήριο της Γένοβας προσφέρθηκε να επανεξετάσει τη θέση των κρατουμένων του 22ης Οκτωβρίου εκμεταλλευόμενος τις δυνατότητες που προσφέρουν οι δικονομικοί κανόνες, αλλά ο εισαγγελέας Francesco Coco επανέλαβε το «όχι» του σε κάθε μορφή εκβιασμού. Στις 18 μαΐου οι Ερυθρές Ταξιαρχίες έδωσαν τελεσίγραφο 48 ωρών, μετά το οποίο ο Σόσσι θα είχε σκοτωθεί: δύο ημέρες αργότερα το Εφετείο της Γένοβας χορήγησε προσωρινή ελευθερία στους οκτώ κρατούμενους, διατάσσοντας την απελευθέρωσή τους. Ο Υπουργός Εσωτερικών έδωσε εντολή να περικυκλωθούν οι φυλακές Μαράσσι για να αποτραπεί η απελευθέρωση των κρατουμένων, ο γενικός εισαγγελέας αμφισβήτησε τη διάταξη προσφεύγοντας στο Ανώτατο Δικαστήριο: οι κρατούμενοι δεν μπορούσαν να απελευθερωθούν πριν από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Οι ΕΤ αποφάσισαν να απελευθερώσουν τον Sossi, χωρίς ανταλλάγματα. Ο δικαστής αφέθηκε ελεύθερος στο Μιλάνο στις 23 Μαΐου 1974, επέστρεψε στη Γένοβα με τρένο και παραδόθηκε στην Guardia di Finanza.

Ο Francesco Coco σκοτώθηκε αργότερα στη Γένοβα στις 8 ιουνίου 1976 μαζί με δύο άνδρες από τη συνοδεία, και έγινε ο πρώτος δικαστής που εκτελέστηκε κατά τη διάρκεια του ανταρτοπόλεμου. Η απαγωγή Sossi θεωρήθηκε επιτυχία στην εικόνα για τις BR, οι οποίες την επόμενη περίοδο άρχισαν να υποθέτουν την απαγωγή του Giulio Andreotti, για να φέρουν την επίθεση στην καρδιά του Κράτους                          .

Λόγω των αυξανόμενων οικονομικών αναγκών της οργάνωσης να ενισχύσει τις υλικοτεχνικές δομές και να αυξήσει τον αριθμό των μαχητών, η Εκτελεστική Επιτροπή, που απαρτίζονταν σε αυτό το στάδιο από τους Curcio, Moretti, Semeria και Cagol, αποφάσισε να οργανώσει μια απαγωγή για σκοπούς λύτρων, σχεδιάζοντας αυτή του βιομήχανου αφρώδους οίνου Vittorio Vallarino Gancia. Στις 4 ιουνίου 1975                        μια μονάδα ταξιαρχιτών απήγαγε χωρίς δυσκολία τον βιομήχανο, ο οποίος μεταφέρθηκε στη βάση του αγροκτήματος Spiotta, κοντά στο Acqui Terme. Ωστόσο, λόγω λαθών ορισμένων αγωνιστών και τυχαίων γεγονότων, στις 5 ιουνίου οι καραμπινιέροι πραγματοποίησαν μια σειρά ελέγχων που επέτρεψαν τον εντοπισμό της βάσης. Μια περίπολος καραμπινιέρων εισέβαλε στην Cascina Spiotta, όπου ο Gancia κρατούνταν από την Cagol και ένα άλλο μέλος των Ερυθρών Ταξιαρχιών που δεν αναγνωρίστηκε ποτέ. Οι δύο ταξιαρχίτες επιχείρησαν να διαφύγουν συμμετέχοντας σε μια δραματική μάχη με αυτόματα όπλα και χειροβομβίδες, η οποία κατέληξε στον θάνατο του αξιωματικού των Καραμπινιέρων Τζιοβάνι ντ’ Αλφόνσο, με τον πολύ σοβαρό τραυματισμό του υπολοχαγού Ουμπέρτο ​​Ρόκα και τον θάνατο της Margherita Cagol, ιδρύτριας της οργάνωσης και συντρόφισσας του Renato Curcio. Η Margherita Cagol σκοτώθηκε εσκεμμένα αφού είχε ήδη παραδοθεί, ουσιαστικά εκτελέστηκε. Οι Ερυθρές Ταξιαρχίες αφιέρωσαν το όνομα της φάλαγγας του Τορίνο στη μνήμη της Margherita Cagol.

Στις 15 δεκεμβρίου 1976, αναχαιτίστηκε από τις αστυνομικές δυνάμεις κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης στην οικογένειά του στο Sesto San Giovanni, ο Walter Alasia, ένας μαχητής της φάλαγγας του Μιλάνου, συμμετείχε σε συμπλοκή με την αστυνομία. Εκτός από τον εικοσάχρονο ταξιαρχίτη, έχασαν τη ζωή τους ο υπαξιωματικός Sergio Bazzega και ο Υπαρχηγός της αστυνομίας Βιτόριο Παντοβάνι. Η φάλαγγα του Μιλάνο των BR θα πάρει το όνομά του: Walter Alasia «Luca».

Στις 12 φεβρουαρίου 1977                      , με τον εκ προθέσεως τραυματισμό του Valerio Traversi, διευθυντή του Υπουργείου Δικαιοσύνης, η φάλαγγα της Ρώμης πραγματοποίησε την πρώτη της δράση. Η απαγωγή του Πιέτρο Κόστα, που ανήκει στη γνωστή ναυτιλιακή οικογένεια γενοβέζων, έλαβε χώρα στη Γένοβα μεταξύ 12 ιανουαρίου και 3 απριλίου 1977. Οργανώθηκε και έλαβε χώρα από τον Mario Moretti με την υποστήριξη της νέας φάλαγγας γενοβέζων των ΕΤ που σχηματίζεται, η ενέδρα στόχευε για άλλη μια φορά στην αυτοχρηματοδότηση και απέφερε στις BR λύτρα ενός και μισού δισεκατομμυρίου λιρετών, χρήματα που επέτρεψαν στην οργάνωση να χρηματοδοτηθεί για πολλά χρόνια. Στις 16 νοεμβρίου, στο Τορίνο, ο Carlo Casalegno, δημοσιογράφος και αναπληρωτής διευθυντής της εφημερίδας La Stampa, τραυματίστηκε σοβαρά: πέθανε μετά από δεκατρείς ημέρες. Αυτή η εκτέλεση διεκδικήθηκε ως απάντηση στους θανάτους των Andreas Baader, Gudrun Ensslin και Jan Carl Raspe, που συνέβη στις 18 οκτωβρίου 1977 στη φυλακή Stammheim (Δυτική Γερμανία). Οι τρεις αντάρτες της γερμανικής RAF βρέθηκαν νεκροί στη φυλακή, σύμφωνα με τους συντρόφους τους «αυτοκτόνησαν», μετά την αποτυχία της αεροπειρατείας του Boeing 737 της Lufthansa στο Μογκαντίσου από παλαιστινιακό κομάντο που ζητούσε την απελευθέρωση των προαναφερθέντων ανταρτών και άλλων. φυλακισμένων αγωνιστών της RAF με αντάλλαγμα την απελευθέρωση των ομήρων από την αεροπειρατεία. Μετά το θάνατο των τριών μελών της RAF στις 18 οκτωβρίου 1977, ο βιομήχανος και πρόεδρος της γερμανικής Ένωσης Βιομηχάνων Hanns-Martin Schleyer, που κρατούνταν ήδη αιχμάλωτος από μαχητές μετά την απαγωγή του στις 5 σεπτεμβρίου, εκτελέστηκε στη Δυτική Γερμανία.

Για την υπόθεση Μόρο έχουν γραφεί τόσα και τόσα, οπότε την παραλείπω. Προχωρούμε λοιπόν. Στις 24 ιανουαρίου 1979, ο συνδικαλιστής του κομουνιστικού συνδικάτου CGIL Guido Rossa δολοφονήθηκε στη Γένοβα από μια ταξιαρχίτικη ομάδα, κατηγορούμενος ότι κατήγγειλε ένα δευτερεύων μέλος της οργάνωσης που διεξήγαγε δράση διανομής φυλλαδίων στην χαλυβουργία Italsider της πρωτεύουσας της Λιγουρίας, όπου εργάζονταν και οι δύο, η δράση προκάλεσε μεγάλη συγκίνηση και απομάκρυνε από τις BR την υποστήριξη μεγάλου μέρους της εργατικής τάξης. Μέχρι τότε η «βάση» ήταν αβέβαιη και στην καλύτερη περίπτωση χρησιμοποιούσε το σύνθημα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς («ούτε με τις Ερυθρές Ταξιαρχίες ούτε με το Κράτος»). Όταν το ΚΚΙ του Τορίνο βέβαια αποφάσισε να διανείμει περισσότερα από 100.000 ερωτηματολόγια στα οποία το κρίσιμο ερώτημα ήταν «Έχετε συγκεκριμένα στοιχεία να αναφέρετε που μπορούν να βοηθήσουν τη δικαιοσύνη και τις αρχές επιβολής του νόμου να εντοπίσουν όσους διαπράττουν επιθέσεις, εγκλήματα και επιθετικές ενέργειες;» μόνο 35 απαντήσεις δόθηκαν σε αυτό. Η επίθεση προκάλεσε ζωηρές διαμάχες στους κόλπους των Ερυθρών Ταξιαρχιών και θεωρήθηκε σοβαρό πολιτικό λάθος για την προπαγάνδα και τον προσηλυτισμό εντός της εργατικής τάξης.

Τους πρώτους μήνες του 1979, στη Ρώμη, έγιναν δύο δράσεις κατά των χριστιανοδημοκρατών, που χαρακτηρίστηκαν ως «το κόμμα των υποκριτών». Ο επαρχιακός σύμβουλος Italo Schettini πυροβολήθηκε θανάσιμα στις 29 Μαρτίου 1979, στις 3 μαΐου, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας για τις πολιτικές εκλογές, μια ομάδα περίπου δεκαπέντε ταξιαρχιτών επιτέθηκε στα κεντρικά γραφεία της DC στην Piazza Nicosia: χωρισμένη σε τρεις ομάδες, με επικεφαλής τους Bruno Seghetti, Prospero Gallinari και Francesco Piccioni, οι αντάρτες των Ερυθρών Ταξιαρχιών εισέβαλαν στο εσωτερικό των γραφείων, απειλώντας τους παρόντες, τα κατέλαβαν και, κατά τη διάρκεια της απομάκρυνσης, απέκρουσαν την επέμβαση περιπόλου της αστυνομίας που έσπευσε στο σημείο, σκοτώνοντας τους αστυνομικούς Antonio Mea και Piero Ollanu και τραυματίζοντας έναν τρίτο. Στις 2 οκτωβρίου 1979, τα μέλη των Ερυθρών Ταξιαρχιών που κρατούνταν στην Ασινάρα ανακοίνωσαν την πρόθεσή τους να διαλύσουν την ειδική φυλακή. Μετά από μια νύχτα μάχης, με εκρηκτικά, ανταλλαγές πυροβολισμών και μάχη σώμα με σώμα, η δομή της φυλακής κατέστη άχρηστη. Τρεις εβδομάδες αργότερα, στις 24 οκτωβρίου, στην ειδική φυλακή του Κούνεο, ο Francesco Berardi, ο αγωνιστής των BR που κατήγγειλε ο Guido Rossa, αφαίρεσε τη ζωή του. Η φάλαγγα στη Γένοβα θα είναι αφιερωμένη στο όνομά του: Francesco Berardi «Cesare».

Στις 21 φεβρουαρίου 1980, ο Rocco Micaletto, μέλος της εκτελεστικής επιτροπής, και ο Patrizio Peci, αρχηγός της τορινέζικης φάλαγγας, συνελήφθησαν στο Τορίνο. Μετά τη σύλληψη, ο Peci έγινε συνεργάτης του δικαστικού συστήματος, προκαλώντας σοβαρή οργανωτική και πολιτική κρίση στο ανατρεπτικό κίνημα. Τους επόμενους μήνες, εκατοντάδες συλλήψεις πραγματοποιήθηκαν σε όλη την Ιταλία και ορισμένοι δικαστές είπαν, χρόνια αργότερα: «Πριν από τις αποκαλύψεις του ήμασταν στο έτος μηδέν όσον αφορά τη γνώση των παράνομων οργανώσεων». Ένα χρόνο αργότερα, το 1981, ταξιαρχίτες, προκειμένου να δυσφημήσουν τον Peci και να αποτρέψουν περαιτέρω λιποταξίες, σκότωσαν τον αδελφό του Roberto.

Ξέχασα να πως πως το βράδυ της 28ης μαρτίου 1980, στη Γένοβα, οι καραμπινιέροι εισέβαλαν σε ένα διαμέρισμα στη Via Fracchia, που εντοπίστηκε χάρη στη συνεργασία του Peci. μετά από συμπλοκή πυρών σκοτώθηκαν τα τέσσερα μέλη των Ερυθρών Ταξιαρχιών που βρίσκονταν μέσα: η ιδιοκτήτρια του διαμερίσματος Annamaria Ludmann «Cecilia», ο Riccardo Dura «Roberto», μέλος της εκτελεστικής επιτροπής και κύριος υπεύθυνος της φάλαγγας των γενοβέζων, ο Lorenzo Betassa «Antonio» και ο Piero Panciarelli «Pasquale», αγωνιστές της φάλαγγας του Τορίνο. Το τραγικό συμβάν αποτέλεσε πηγή αντιπαράθεσης σχετικά με τις μεθόδους της επιδρομής, ουσιαστικά εκτελέστηκαν. Σε ανάμνηση αυτού του αιματηρού γεγονότος, η ρωμαϊκή φάλαγγα πήρε το όνομα 28 Μαρτίου και η ενετική φάλαγγα αυτό της Annamaria Ludman, «Cecilia».

Παρά τη σύλληψη πολλών ηγετικών στελεχών της οργάνωσης μετά τις ομολογίες του Peci, οι Ερυθρές Ταξιαρχίες συνέχισαν να πραγματοποιούν σημαντικό αριθμό επιθέσεων το πρώτο εξάμηνο του 1980. Στις 12 μαΐου 1980, ο Alfredo Albanese, διευθυντής της DIGOS-μονάδων ειδικών επιχειρήσεων της αστυνομίας στη Βενετία, εκτελέστηκε στο Mestre. Στις 19 μαΐου, ο χριστιανοδημοκράτης περιφερειακός σύμβουλος Πίνο Αμάτο στη Νάπολι. Παρόλο που η αντεπίθεση είχε ξεκινήσει από την αστυνομία κατά του αντάρτικου κινήματος, οι Ερυθρές Ταξιαρχίες συνέχισαν ωστόσο να απευθύνονται σε ορισμένα υπεραριστερά κομμάτια της κοινωνίας. Η πιο εντυπωσιακή περίπτωση ήταν η εκτέλεση του δημοσιογράφου Walter Tobagi, που σκοτώθηκε στο Μιλάνο στις 28 μαΐου 1980 σε τρομοκρατική επίθεση που διέπραξε η Ταξιαρχία 28 Μαρτίου, μια μονάδα με επικεφαλής τον Marco Barbone, ο οποίος, κατά τη διάρκεια της δίκης εναντίον του για αυτή την ενέργεια, δήλωσε ότι το όνομα της ομάδας υποδηλώνει τη δολοφονία των μελών των Ερυθρών Ταξιαρχιών της Γένοβας. Ο Τομπάτζι ήταν συγγραφέας πολλών επικριτικών άρθρων για την εξωκοινοβουλευτική αριστερά και είχε χρησιμοποιήσει πολύ σκληρούς τόνους κατά των Ερυθρών Ταξιαρχιών, ξεκινώντας από τον περίφημο τίτλο «Δεν είναι ανίκητοι σαμουράι» που δόθηκε σε ένα από τα άρθρα του. Τον δεκέμβριο, στη Ρώμη, ο δικαστής Giovanni D’Urso, ο οποίος ήταν επικεφαλής του τρίτου γραφείου της Γενικής Διεύθυνσης Φυλακών, στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, απήχθη (οι εντολές μεταφοράς έρχονταν από εκεί, με τον προορισμό για τους κρατούμενους). Στα φυλλάδια που αναλάμβαναν την ευθύνη, ο δικαστής χαρακτηρίστηκε ως «το πιο υπεύθυνο άτομο για οτιδήποτε αφορά τη μεταχείριση όλων των προλετάριων που κρατούνται τόσο σε κανονικές όσο και σε ειδικές φυλακές» και οι απαγωγείς του ζήτησαν, με αντάλλαγμα την απελευθέρωσή του, το κλείσιμο της φυλακής της Αζινάρα. Η ιταλική πολιτική τάξη, όπως και με την ευκαιρία της απαγωγής του Μόρο, χωρίστηκε μεταξύ του μετώπου της σταθερότητας και του μετώπου της διαπραγμάτευσης. Στις 28 δεκεμβρίου ξέσπασε εξέγερση στη φυλακή του Τράνι (19 δεσμοφύλακες συνελήφθησαν όμηροι από μέλη των Ερυθρών Ταξιαρχιών και κοινούς κρατούμενους) μετά την οποία οι άνδρες του GIS-ειδικών δυνάμεων εισέβαλαν, απελευθερώνοντας τους ομήρους και καταπνίγοντας την εξέγερση. Το βράδυ της 31ης δεκεμβρίου έφτασε η εκδίκηση των Ερυθρών Ταξιαρχιών, με τη δολοφονία του στρατηγού Ενρίκο Γκαλβαλίτζι-Enrico Galvaligi.

Στις 4 ιανουαρίου 1981 ανακοινώθηκε ότι ο D’Urso είχε καταδικαστεί σε θάνατο, αλλά ότι η ποινή είχε ανασταλεί: ο δικαστής θα είχε σωθεί μόνο εάν ο Τύπος είχε δημοσιεύσει μια προκήρυξη υπογεγραμμένη από την επιτροπή αγώνα της φυλακής Trani. Η ιδέα της συμμετοχής των μέσων ενημέρωσης προήλθε από τον Giovanni Senzani: απόφοιτος της σχολής Γραμμάτων στη Μπολόνια, ο Senzani ήταν ειδικός στην εγκληματολογία και στα προβλήματα των φυλακών. Την επόμενη μέρα ο Gianni Letta, διευθυντής της εφημερίδας Il Tempo, ήταν ο πρώτος που είπε όχι: η πλειοψηφία των ιταλικών εφημερίδων ακολούθησε την ίδια γραμμή, συμπεριλαμβανομένων των Corriere della Sera, il Giornale Nuovo, Il Giorno, il Resto del Carlino και l’Unità. Στο αντίθετο μέτωπο, ο Giuliano Zincone, διευθυντής της Il Lavoro της Γένοβας, αποφάσισε να δημοσιεύσει τις ανακοινώσεις των BR, μαζί με τις εφημερίδες Avanti!, il manifesto, Il Messaggero και La Nazione. Το Ριζοσπαστικό Κόμμα πρόσφερε στην οικογένεια D’Urso τον χώρο που τους είχε ανατεθεί στο τηλεοπτικό πρόγραμμα «Tribuna politica flash» που μεταδόθηκε από την κρατική τηλεόραση Rai, και με την ευκαιρία η κόρη τους Lorena, αφού έκανε μια έκκληση από καρδιάς για την απελευθέρωση του πατέρα, διάβασε εκτενή αποσπάσματα από τα δύο ανακοινωθέντα. Τα ξημερώματα της 15ης ιανουαρίου, ο Giovanni D’Urso βρέθηκε στη via del Portico d’Ottavia, κοντά στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, αλυσοδεμένος μέσα σε ένα αυτοκίνητο και ζωντανός.

Κατά τη διάρκεια του 1981, τα μέλη των Ερυθρών Ταξιαρχιών οργάνωσαν τέσσερις σημαντικές απαγωγές: αυτή του Ciro Cirillo (περιφερειακού συμβούλου της Καμπανίας), εκείνη του Giuseppe Taliercio (διευθυντή του πετροχημικού εργοστασίου του Porto Marghera), αυτή του Roberto Peci (αδελφού του Patrizio Peci, μετανοημένου μέλους των Ερυθρών Ταξιαρχιών, και ο ίδιος πρώην μέλος των Ερυθρών Ταξιαρχιών) και του στρατηγού του ΝΑΤΟ James Lee Dozier. Τρεις εβδομάδες μετά τη σύλληψη του Moretti, στις 27 απριλίου, ο Ciro Cirillo απήχθη στο Torre del Greco από ένα κομάντο που σκότωσε τον οδηγό και τον υπαξιωματικό δημόσιας ασφάλειας που ήταν υπεύθυνος για την προστασία του. Μετά τον σεισμό της Ιρπίνια του 1980, ο Cirillo έγινε αντιπρόεδρος της Τεχνικής Επιτροπής για την ανοικοδόμηση και για την απελευθέρωση του ομήρου οι ΕΤ ζήτησαν την επίταξη κενών κατοικιών στη Νάπολι (για τη φιλοξενία των αστέγων), αποζημίωση για τα θύματα του σεισμού, τη δημοσίευση των ανακοινώσεων και των πρακτικών στα οποία έπρεπε να υποβληθεί ο Cirillo. Ο Cirillo αφέθηκε ελεύθερος στις 24 ιουλίου: σε αυτούς τους τρεις μήνες απαγωγής, είχαν προχωρήσει στην παραχώρηση κενών κατοικιών, είχε δοθεί επίδομα ανεργίας στα θύματα του σεισμού και το χωριό των τροχόσπιτων στη Mostra d’Oltremare διαλύθηκε. Επίσης καταβλήθηκαν λύτρα ενός δισεκατομμυρίου και 450 εκατομμυρίων λιρετών. Οι απαγωγές του Giuseppe Taliercio (απήχθη στις 20 μαΐου 1981) και του Roberto Peci (10 ιουνίου 1981) είχαν διαφορετική κατάληξη: από τα πρώτα δελτία τύπου έγινε κατανοητό ότι δεν θα υπήρχε δυνατότητα διαπραγμάτευσης.

Προς το τέλος του έτους, απήχθη ο αμερικανός στρατηγός Τζέιμς Λι Ντόζιερ: αναπληρωτής αρχηγός επιτελείου, στο γενικό στρατηγείο του ΝΑΤΟ στη Βερόνα, απήχθη από τέσσερις ταξιαρχίτες. Ο στρατηγός, χωμένος στο πορτμπαγκάζ, μεταφέρθηκε στην Πάντοβα, στο κρησφύγετο στη Via Pindemonte, και κρατήθηκε αιχμάλωτος για 42 ημέρες. Υπήρχαν οι συνήθεις δηλώσεις των ανταρτών, ανακοινώθηκε «δίκη του λαού» κατά του «εχθρού». Στην πραγματικότητα, το εγχείρημα, το οποίο στις προθέσεις των Ερυθρών Ταξιαρχιών θα έπρεπε να είχε επανεκκινήσει την οργάνωση, αντιπροσώπευε το κύκνειο άσμα της, αφού οι απαγωγείς, μη γνωρίζοντας αγγλικά, δεν μπορούσαν να κάνουν ερωτήσεις στον κρατούμενο. Ο Dozier ελευθερώθηκε στη συνέχεια, σε μια θεαματική δράση, στις 28 ιανουαρίου 1982, από τα ειδικά τμήματα της αστυνομίας, το NOCS. ήταν ο Ruggero Volinia που έδωσε τις απαραίτητες πληροφορίες και ακολούθησαν, μετά την απελευθέρωση του στρατηγού, οι ομολογίες της Emilia Libera και κυρίως του Savasta, που έδωσε το τελειωτικό χτύπημα σε ό,τι απέμεινε από την οργάνωση. Το 2012, ο πρώην αξιωματικός της αστυνομίας Salvatore Genova αποκάλυψε ότι η γρήγορη απελευθέρωση του Dozier οφειλόταν κυρίως στη χρήση τεχνικών βασανιστηρίων εναντίον αιχμαλώτων ταξιαρχιτών, ιδιαίτερα εναντίον του Ruggero Volinia, ώστε να αποκαλύψει τη θέση του κρησφύγετου.

Στις 15 φεβρουαρίου 1984 οι BR-PCC εκτελούν στη Ρώμη τον Ray Leamon Hunt, αρχηγό της Πολυεθνικής Δύναμης του Σινά και της Ομάδας Παρατηρητών, της πολυεθνικής στρατιωτικής δύναμης του ΟΗΕ στο Σινά: στο έγγραφο διεκδίκησης δηλώνεται η ανάγκη για μια αντι- ιμπεριαλιστική παρέμβαση. Οι FARL (Λιβανέζικες Επαναστατικές Ένοπλες Φράξιες) ανέλαβαν την ευθύνη για τη δράση μαζί με τις BR-PCC. Ο Giorgio Galli, στην Ιστορία του ένοπλου κόμματος, υπέδειξε τον Maurizio Folini (γνωστό ως «Corto Maltese») ως τον ενδιάμεσο μέσω του οποίου τα όπλα της PLO και του Muammar Gaddafi έφταναν στις Ερυθρές Ταξιαρχίες, μια περίσταση που επιβεβαιώθηκε από τον ο ίδιο τον αντάρτη που χρησιμοποιούσε το σκάφος του για να μεταφέρει πολεμικό υλικό.

Το 1987 ο ιστορικός πυρήνας, συμπεριλαμβανομένων των Ρενάτο Κούρτσιο και Μάριο Μορέττι, που κρατούνταν από καιρό, κήρυξαν τη λήξη της εποχής του ένοπλου αγώνα. Κάποιοι από τους συλληφθέντες έγιναν συνεργάτες της δικαιοσύνης για να επιτύχουν μειώσεις ποινής: στις 23 οκτωβρίου 1988                   μια ομάδα αμετανόητων, συμπεριλαμβανομένου του Prospero Gallinari, δήλωσαν σε ένα έγγραφο ότι «ο πόλεμος κατά του Κράτους είχε τελειώσει» και ότι »οι Ερυθρές Ταξιαρχίες ουσιαστικά συμπίπτουν με τους πολιτικούς κρατούμενους των Ερυθρών Ταξιαρχιών», αποκηρύσσοντας όσους έξω ήθελαν να χρησιμοποιήσουν το ακρωνύμιο «BR» και ουσιαστικά διαλύοντας την οργάνωση. Είχαν περάσει 18 χρόνια από την πρώτη ταξιαρχίτικη επίθεση.

Εδώ θέλω να αφιερώσω χώρο και στην περίπτωση Βένετο, στις ενετικές πολιτικές ΚολεκτίβεςCollettivi politici veneti ή CPV, τιμώντας και τον φίλο μας Τόνι: 3 Ιανουαρίου 1978 η νύχτα με τις φωτιές. Τη νύχτα της 3ης Ιανουαρίου 1978 στη Padova πραγματοποιήθηκαν 11 επιθέσεις εναντίον γραφείων της Χριστιανικής Δημοκρατίας και στρατοπέδων καραμπινιέρων. Η ανάληψη της ευθύνης γι’ αυτή τη σειρά δράσεων έγινε από μέρους της «‘Organizzazione Operaia per il Comunismo», ‘Εργατικής Οργάνωσης για τον Κομουνισμό’. Αυτό το συμβάν δεν ήταν μια μοναχική ευκαιρία δίχως πολιτική αξία και δίχως βάσεις, ήταν αντιθέτως μέρος  μιας διαδεδομένης και διαρθρωμένης πρακτικής, με δυνατά πολιτικά χαρακτηριστικά. Η ‘νύχτα με τις φωτιές’, όπως αποκαλέστηκαν αυτές οι πολλαπλές μαζικές ενέργειες, που απευθύνθηκαν ενάντια στους πολιτικούς αντιπάλους που είναι σπαρμένοι και διάχυτοι στην κοινωνία, ήταν μια πρακτική ‘ελέγχου των χώρων’. Μια συμβολική επίδειξη της δυνατότητας επίθεσης από μέρους των μαζών και μια πρακτική αντιεξουσίας προς τους πολιτικούς θεσμούς, αυτούς της αστυνομίας, των βιομηχανιών και του κράτους. Ο δυνατός χαρακτήρας αυτής της πρακτικής και της εκτέλεσής της ήταν η βαθιά ανάλυση που την ακολουθούσε.

Στη ρίζα αυτού του modus operandi, [του τρόπου λειτουργίας], υπήρχαν δυο κριτικές στις εφαρμογές των παρωχημένων και οπισθοδρομικών ερμηνειών του μαρξισμού, κριτικές που απευθύνθηκαν στα ένοπλα μαχητικά κόμματα. Από τη μια πλευρά πράγματι σημείωναν πως με τις καινοτομίες του καπιταλισμού σε εξέλιξη, οι έδρες της δεσπόζουσας εξουσίας δεν ήταν πλέον συγκεντρωμένες σε ένα μοναδικό φυσικό τόπο, ούτε πλέον αναγνωρίσιμες σε μια μοναδική ομοιογενή δομή, αλλά άρχιζαν να διαχέονται στη επικράτεια, συνδεδεμένες με αυτή και ελάχιστα ομοιογενείς. Κατ’ ουσίαν με αυτή τη διάχυση ελέγχου και πειθαναγκασμού και ταυτόχρονα εργασίας και καθήκοντος η επαναστατική υποκειμενικότητα δεν γίνονταν να κατευθύνει την επίθεσή της προς ένα υποτιθέμενο χειμερινό ανάκτορο, του οποίου την κατάκτηση θ’ ακολουθούσε η εφαρμογή στην πράξη της επανάστασης, αλλά θα έπρεπε να φέρει επίθεση διαδεδομένη και βαθιά ριζωμένη, που θα παράξει αντιεξουσία άμεση στην επικράτεια και αυτοδιαχείριση αυτής. Απ’ την άλλη πλευρά τα μαχητικά κόμματα κινούνταν στη παρανομία με τις δράσεις τους, δίχως πραγματική μαζικοποίηση και με τρόπο διαχωρισμένο από το κίνημα και από, την επικράτεια, επαναλαμβάνουμε. Αντιθέτως αυτή η πρακτική συσχετίζονταν και ήταν εξ ολοκλήρου βυθισμένη στο κίνημα, ήταν μαζική και στην πράξη δεν χτυπούσε το άτομο ή μια απλή φιγούρα, αλλά ολόκληρο το μηχανισμό ελέγχου, τις έδρες του και τους τόπους παραγωγής.

Ήταν πολλές ‘οι νύχτες φωτιάς’ που διαδέχτηκαν η μία την άλλη στα χρόνια του ’70, ανάμεσα σε αυτές θα θυμίσουμε αυτή της 31ης Ιανουαρίου του ’78, μέρα κατά την οποία ο αντεισαγγελέας της Πάντοβα Pietro Calogero εξέδωσε κατηγορητήριο για 35 αγωνιστές της εργατικής Αυτονομίας, στις 13 Απριλίου του ’78, 12 Ιουλίου του ’78, 18 Δεκεμβρίου, 18 Απριλίου του 1979 σε συνέχεια της περίφημης επιδρομής που βασίστηκε στο θεώρημα του Καλότζερο που έδρασε για να καταστείλει τον χώρο της αυτονομίας η οποία οδήγησε σε συλλήψεις δεκάδων αγωνιστών, εκείνο το βράδυ δέχτηκαν επίθεση μια εικοσάδα στρατοπέδων των καραμπινιέρων, στις 30 Απριλίου του ’79 και στις 3 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου. Η δυνατότητα αντιεξουσίας που εκφράστηκε στις νύχτες φωτιάς ήταν τεράστια και έδειξε μια μοντέρνα και δυνατή εναλλακτική λύση στο γερασμένο και φθαρμένο μαχητικό κόμμα συγχρόνως με ένα πραγματικό ανταγωνισμό, διάχυτο και βαθιά ριζωμένο.

3 Δεκεμβρίου 1979: η νύχτα με τις φωτιές. Προς το τέλος των χρόνων ’70 στην Πάντοβα και σε άλλες πόλεις του Βένετο διαδέχονται η μια την άλλη διάφορες ‘νύχτες με φωτιές’, μια πρακτική που προέβλεπε τη ταυτόχρονη επίθεση σε διαφορετικούς τόπους- σύμβολα του κεφαλαίου και της καταστολής. Ανάμεσα σε αυτές θυμόμαστε εκείνη της τρίτης του Δεκέμβρη του ’79, στη διάρκεια της οποίας πραγματοποιούνται 15 επιθέσεις ανάμεσα σε Πάντοβα, Ροβίγκο και Βιτσέντσα. Σε λιγότερο από μια ώρα χτυπιούνται γραφεία εφημερίδων, κομματικά γραφεία, ασφαλιστικές εταιρείες και σούπερ μάρκετς. Όλα ξεκινούν γύρω στις 19: στη Vicenza δέχονται επίθεση με ρίψη μολότοφ και πέτρες τα γραφεία της εφημερίδας Giornale, λίγο μετά είναι η σειρά μιας αντιπροσωπείας αυτοκινήτων Lancia και μια ασφαλιστική εταιρία. Την ίδια στιγμή, στο Rovigo, δέχεται επίθεση η σύνταξη της εφημερίδας Gazzettino. Ο μεγαλύτερος αριθμός επιθέσεων στη διάρκεια αυτής της νύχτας της φωτιάς πραγματοποιείται όμως την πόλη της Padova: εδώ μια ομάδα συντρόφων εισβάλλει σε σούπερ μάρκετ για να πραγματοποιήσει απαλλοτρίωση, αρπάζονται είδη διατροφής πρώτης ανάγκης και χρήματα από τα ταμεία. Στη συνέχεια να κτυπηθεί είναι η σειρά των γραφείων της Χριστιανοδημοκρατίας της οδού Pizzolo, όπου πέφτουν κάποιοι πυροβολισμοί ενάντια στην είσοδο, μετά είναι η σειρά της κατοικίας ενός εργολάβου οικοδομών και ένα μεσιτικό γραφείο. Όλα κρατούν κάτι περισσότερο από μισή ώρα: όταν οι δυνάμεις της αστυνομίας προσπαθούν να παρέμβουν, στα μέρη που δέχτηκαν τις επιθέσεις βρίσκουν μοναχά φυλλάδια όπου είναι γραμμένο: ‘Να κτυπάμε τον εχθρό όταν βρίσκεται στη λάσπη. Σήμερα, παρά τις απαγορεύσεις, το ανταγωνιστικό κίνημα επιστρέφει στη πλατεία…[..]Τι πιστεύατε; Ότι ίσως η τεράστια κληρονομιά από αγώνες και οργάνωση, ρίζωμα και κοινωνικοποίηση των αυτόνομων ταξικών πρωτοποριών, η μαχητική δυνατότητα ολόκληρου του ανταγωνιστικού κινήματος θα διαλύονταν σαν χιόνι στον ήλιο μπροστά στην απαγωγή κάποιων συντρόφων; […] Σήμερα το ανταγωνιστικό κίνημα έδειξε πως είναι σε θέση όχι μόνο να δώσει μια απάντηση στη καταστολή που επιβάλλεται από τα κόμματα, αλλά αντιθέτως ότι μπορούμε να συνεχίσουμε προς τα εμπρός, με ποιοτικά άλματα, την πολιτική πρωτοβουλία των κομουνιστών ενάντια στο Κράτος του κεφαλαίου’.

Η σειρά των επιθέσεων ήταν επίσης απάντηση στην απαγόρευση από τον εισαγγελέα της Πάντοβα, Gianni Pollio, να πραγματοποιηθεί μια διαδήλωση που είχε ανακοινωθεί κάποιες μέρες νωρίτερα. Την ανάληψη της ευθύνης για τη νύχτα με τις φωτιές ανέλαβε η ’“Organizzazione Operaia per il Comunismo», ‘Εργατική Οργάνωση για τον Κομουνισμό’. Αυτή η πρακτική, που διεξήχθη επανειλημμένα ξεκινώντας από το 1978, κινούνταν από τη διάθεση να κτυπηθεί ένας αντίπαλος που είχε ήδη εξαπλωθεί παντού, που είχε διαφοροποιηθεί, έτσι με την επιλογή στόχων που απλώνονταν από κομματικά γραφεία σε εργολαβικά και μεσιτικά, κατ’ αυτό τον τρόπο, στη διάρκεια της πυρακτωμένης νύχτας μπαίνει στο παιχνίδι η δύναμη μιας πραγματικής αντί εξουσίας στις ισχυρές εξουσίες της πόλης. «Χτίζουμε εργατική και προλεταριακή δύναμη-εξουσία στις περιοχές μας» λένε. Από το 1976 οι CPV μιλούν, μέσα στην καθημερινότητα της πολιτικής παρέμβασης, για αντιεξουσία.

Είναι πράγματι εκείνο το έτος που ξεκινά μια νέα πρακτική αγώνα: την προηγούμενη μέρα από ένα ανακοινωμένο συλλαλητήριο του Almirante, οι Κολεκτίβες ξαφνιάζουν όλους – αστυνομία και φασίστες, PCI και αντιφασιστικές τελετουργίες. Μερικές εκατοντάδες ένοπλοι σύντροφοι, μεταξύ των οποίων κάποιοι και από τη Venezia-Mestre και τη Vicenza, μπλοκάρουν τους δρόμους πρόσβασης στην συνοικία Arcella της Padova, καταστρέφοντας τα γραφεία του MSI, χτυπώντας σπίτια και χώρους συνάντησης των φασιστών. Πρέπει να ειπωθεί ότι μια τέτοια πρωτοβουλία, καθώς και γενικότερα οι άλλες ενέργειες εναντίον των τοπικών τραμπούκων, δεν ακολουθούν καθόλου την κλασική αντιστασιακή ρητορική, χαρακτηριστικό άλλων επαναστατικών ομάδων και των μαχόμενων σχηματισμών: είναι μια οργανική πρακτική χρήσιμη για την οικοδόμηση ενός συνεκτικού μαχητικού σώματος, που ενισχύσει τις πολιτικές σχέσεις, που ρυθμίζει την άσκηση της δύναμης. Εξάλλου, η λεγόμενη «νύχτα με τις φωτιές» της Arcella ξεπερνά κατά πολύ τον αντιφασισμό: μαζί με τις περιπολίες και επεκτεινόμενη σε άλλα μέρη στην περιοχή του Βένετο, σύντομα θα γίνει μοντέλο εδαφικού ελέγχου και, ταυτόχρονα, αυτόνομης απόφασης των χρόνων, των τόπων και της έντασης της άσκησης της δύναμης. Έτσι, με το 1976, οι Cpv ενοποιούν και σταθεροποιούν πλήρως τις περιφερειακές τους μορφές οργάνωσης, με ένα πολιτικό εκτελεστικό αποτελούμενο από τους υπεύθυνους των μεμονωμένων συλλογικοτήτων.

Κι ερχόμαστε πάλι σε εμένα. Ύστερα από ένα σύντομο πέρασμα από τον Ρήγα Φεραίο και τον ελληνικό Φοιτητικό Σύλλογο, [έφτασα στην Φλωρεντία το ’73, δυο μήνες πριν το Πολυτεχνείο, λόγω των γεγονότων του οποίου ξεκινά και η ενασχόληση μου με τα πολιτικά], οργανώνομαι στην Avanguardia Operaia, oργάνωση της επαναστατικής αριστεράς. Κάποτε ένας φίλος είπε πως την ιστορία γράφουν οι παρέες, στη δική μου περίπτωση άκρως αληθινό, ενώ ένιωθα πλησιέστερος στην Lotta Continua λόγω ιδιοσυγκρασίας, οι πρώτοι σύντροφοι που γνώρισα μόλις αποφάσισα να ασχοληθώ με την ιταλική πραγματικότητα, [οι συναντήσεις με τους έλληνες φοιτητές ήταν άκρως απογοητευτικές, κουραστικές λόγω της ατελείωτης λογοδιάρροιας και των ελάχιστων, σχεδόν μηδενικών έργων] βρίσκονταν κοντά ή σε αυτή την πραγματικότητα, έτσι αποφάσισα να τους ακολουθήσω. Όμως κι εκεί, μεγάλη η αναντιστοιχία ανάμεσα σε λόγια και έργα, έχοντας ριζοσπαστικοποιηθεί άκρως από τα ακούσματα μου σκέφτηκα πως ταίριαζε περισσότερο αυτό που έβλεπα σαν πρακτικές από τους αυτόνομους.

Συνδέθηκα λοιπόν, άρχισα να παίρνω μέρος τις συνελεύσεις της επιτροπής του φοιτητικού εστιατορίου. Εκεί, εκτός από τις δράσεις αμυντικού χαρακτήρα – για να αποφύγουμε τις συνέπειες της επίθεσης της άρχουσας τάξης στις συνθήκες ζωής μας – συζητούσαμε και για επιθετικές ενέργειες, όπου και όταν εμείς θα είχαμε αποφασίσει. Προστατεύαμε ναι τις διαδηλώσεις μας ή τις πικετοφορίες καταλήψεις κλπ, Όλα αυτά συνήθως ήταν ραντεβού που έκλεινε ο αντίπαλος με τις πρωτοβουλίες του. Το να απαλλοτριώσεις όμως ένα πολυκατάστημα ή να κάψεις το αυτοκίνητο ενός στελέχους του εχθρού είναι κάτι εντελώς διαφορετικό, πότε και που το αποφασίζεις εσύ, μόνος σου, και με ποιους θα το κάνεις. Όπως και να εισβάλεις σε ένα άντρο του αντιπάλου και να τα κάνεις όλα άνω κάτω, διεκδικώντας στη συνέχεια την πατρότητα όλων αυτών. Και μάλιστα σε περιόδους όπου το κίνημα οπισθοχωρούσε ή βρίσκονταν σε κάμψη. Έτσι, αρχίσαμε να εκπαιδευόμαστε από τους παλιότερους, σταδιακά, βήμα βήμα, ώστε να ήμαστε σε θέση, κάποια στιγμή να πάρουμε μέρος σε κάθε δυνατή δραστηριότερα, και την πιο απαιτητική, όταν αυτό χρειάζονταν.

Έτσι αρχίσαμε να γνωριζόμαστε καλύτερα και μεταξύ μας, μερικοί λοιπόν, οι πιο αποφασισμένοι, αρχίσαμε και κλειστές συναντήσεις, κι έτσι γεννήθηκαν πρώτα οι μαχητικές περιπολίες και μετά οι μαχόμενες ομάδες οι οποίες στη συνέχεια, από ένα σημείο και μετά πλαισίωσαν και στελέχωσαν την υπό γέννηση Πρώτη Γραμμή. Ήμασταν κινηματικοί οπότε αναγκαστικά ταχτήκαμε με την Prima Linea, δεν γινόταν διαφορετικά, ήρθε ως φυσική συνέπεια, η δουλειά στην παρανομία ως στρατηγική επιλογή, ευθύς εξ αρχής και μόνο εκεί, δεν μας ταίριαζε εκ των πραγμάτων και από χαρακτήρα. Βέβαια η μακρόχρονη ενασχόληση με το αντάρτικο κάποια στιγμή θα έκαιγε, έναν μετά τον άλλο, και όλους εμάς. Αυτό όμως θα γίνονταν αργότερα, σιγά σιγά, φάνταζε ακόμη μακρινό και δεν μας απασχολούσε εκείνη τη στιγμή. Έτσι λοιπόν, όπως καταλαβαίνεις, είχαμε μια διπλή και τριπλή υπόσταση, νόμιμη, ημιπαράνομη, και σχετιζόμενοι με ήδη παράνομους, »καμένους», οι οποίοι αποτελούσαν τους συντρόφους της Πρώτης Γραμμής. Εμείς υπογράφαμε ή ως προλεταριακές περιπολίεςως , είτε προλεταριακές ομάδες μάχης.

Για όλα αυτά έχω μιλήσει στο πρώτο μου βιβλίο ‘‘εκκενώστε του δρόμους από τα όνειρα», κάτι σαν βιογραφία, γράφω για όλες τις ενέργειες στις οποίες πήρα μέρος, οπότε δεν χρειάζεται να συμπληρώσω κάτι άλλο, όπως και για τις υπόλοιπες της οργάνωσης στην περιοχή. Έχουμε εκδώσει εν τω μεταξύ και ένα δεύτερο δοκίμιο, »ένας παγκόσμιος χάρτης που περιέχει την Χώρα Ουτοπία», το οποίο ασχολείται με κάποιους από αυτούς που συνεχίζουν τον αγώνα από εκεί που τον αφήσαμε εμείς, εμπλουτίζοντας τον με νέα στοιχεία, από το δικό τους όραμα: τους ζαπατίστας και τους κούρδους αγωνιστές, μαζί με τους ξένους διεθνιστές στη Ροζάβα. Τέλος, στο τρίτο βιβλίο της Τριλογίας-Λειτουργίας της απείθειας, που θα εκδοθεί με το ξεκίνημα της επόμενης χρονιάς, με τίτλο ‘‘μια φορά αυτόνομοι παντοτινά αυτόνομοι’           ‘, επιστρέφω στα ιταλικά χρόνια προσθέτοντας, εκτός κάποια δικά μου κείμενα που δεν είχαν χωρέσει στο πρώτο βιβλίο, μαρτυρίες άλλων αγωνιστών εκείνης της τρομερής και φοβερής περιόδου. Έχω σκοπό να παραδώσω με τον καιρό στον κόσμο μια πολιτική εγκυκλοπαίδεια ανθρώπων κινημάτων και οργανώσεων από το παγκόσμιο ανταγωνιστικό, ανατρεπτικό στερέωμα.

Θα κλείσω λοιπόν αυτό το πρώτο μέρος της ωραίας μας κουβέντας, ελπίζοντας πως έχω απαλύνει λιγάκι τη μονοτονία του εγκλεισμού σου, με μια αναφορά στην εθνική εμπειρία της οργάνωσης Prima Linea, μιας και για τα τοπικά, της Φλωρεντίας, έχω μιλήσει εκτενώς στο προαναφερθέν δοκίμιο: Ιστορικά στοιχεία PRIMA LINEA. Οι απαρχές, η καταγωγή. Στην διάρκεια των χρόνων Εβδομήντα στην Ιταλία βαθαίνει η κοινωνική και πολιτική σύγκρουση. Στην διάχυτη θέληση ριζικού μετασχηματισμού, σε κομουνιστική κατεύθυνση, της κοινωνίας, κάποιοι τομείς του Κράτους απαντούν με την τρομοκρατία της στρατηγικής της έντασης. Βόμβες και απειλές πραξικοπήματος εμφανώς αποσταθεροποιητικές, που στοχεύουν στην πραγματικότητα να σταθεροποιήσουν μιαν εξουσία που έχανε την αξιοπιστία της στα μάτια μεγάλων στρωμάτων του πληθυσμού. Εν τω μεταξύ, το Κκι, που προχωρά δυνατά στις δημοτικές εκλογές του 1975 αυξάνοντας εντυπωσιακά τα ποσοστά του και ακόμη περισσότερο στις πολιτικές του 1976, απογοητεύει  τις προσδοκίες μιας πλευράς των εκλογέων του, η οποία θεωρεί μια προδοσία τον ιστορικό συμβιβασμό, την πολιτική εθνικής αλληλεγγύης και την υπεράσπιση των αστικών θεσμών, τις εκκλήσεις για θυσίες και την λιτότητα. Μέσα στα ίδια χρόνια πολλαπλασιάζονται στον κόσμο οι νικηφόρες εκβάσεις των ανταρτοπολέμων, των κινημάτων εθνικής απελευθέρωσης ενάντια στην αποικιοκρατία, ενώ το δραματικό πραξικόπημα στην Χιλή του 1973 σε μεγάλο μέρος της επαναστατικής αριστεράς μοιάζει σαν μια επιβεβαίωση της αδυναμίας μιας ειρηνικής οδού για την κατάκτηση της εξουσίας από πλευράς των λαϊκών μαζών.

Μέσα στα δεύτερα μισά της δεκαετίας λαμβάνει χώρα η οριστική διάλυση των εξωκοινοβουλευτικών ομάδων. Η  Lotta continua διαλύεται με ανεπίσημο τρόπο το φθινόπωρο του 1976. Ένας αριθμός όλο και μεγαλύτερος νέων πείθεται πως η χρήση του ένοπλου αγώνα είναι απαραίτητη για να συγκεκριμενοποιηθεί και πραγματοποιηθεί εκείνη η επιθετική προέλαση η οποία, τα προηγούμενα χρόνια, υπήρξε κληρονομιά όλης της πιο ριζοσπαστικής αριστεράς, και εκφράζονταν μέσα από την σκληρότητα των συνθημάτων που φωνάζοντας στις πορείες.  Εάν οι ερυθρές Ταξιαρχίες, Brigate rosse εκφράζουν το παράδειγμα της συγκεντρωτικής οργάνωσης, που έχει σκοπό να οικοδομήσει ένα κόμμα σε συνέχεια με την μαρξιστική λενινιστική θεωρία και την πράξη, σε συνέχεια με την ιστορία του διεθνούς κομουνιστικού κινήματος, άλλα τμήματα υποστηρίζουν την υπόθεση ενός διάχυτου ανταρτοπόλεμου σε στενή επαφή με τους μαζικούς αγώνες. Όχι το ένοπλο κόμμα, συνεπώς, μα το ένοπλο κίνημα. Επισφαλείς, δίχως σπίτι, εργαζόμενοι τους οποίους η αναδιάρθρωση απέβαλε από τους παραγωγικούς κύκλους, νέοι γκετοποιημένοι στις hinterland των πόλεων που διεκδικούν τις ανάγκες τους. Ο «κοινωνικός εργάτης» σύμφωνα με την θεωρία του Toni Negri, o οποίος αμφισβητεί έντονα και τίθεται αντιμέτωπος στην συμμαχία Dc-Pci, των χριστιανοδημοκρατών με τους κομουνιστές δηλαδή, σε σημείο να συγκρούεται, ακόμη και σωματικά στις πλατείες, με τις ιστορικές οργανώσεις του εργατικού κινήματος.

Γεννιέται κατ’ αυτό τον τρόπο ένας χώρος που σχηματίζεται από αγωνιστές που φεύγουν από την Lotta continua σε διάφορες δόσεις μέσα στο 1974, μετά την «στροφή προς  την νομιμοφροσύνη» του προηγούμενου χρόνου, με την οποίαν η ομάδα αποκηρύσσει τις εκκλήσεις στην επαναστατική βία ενάντια στο  Κράτος. Σε αυτούς συνενώνονται ορφανά της διαλυμένης εργατικής Εξουσίας, Potere operaio, οι οποίοι συγκλίνουν στην εργατική Αυτονομία, Autonomia operaia, η οποία γίνεται ένα είδος καταφυγίου των πιο ριζοσπαστικών θέσεων. Εργοστασιακές επιτροπές, Επιτροπές του τριτογενούς τομέα, των συνοικιών, οι οποίες θεωριτικοποιούν τον μαζικό εξοπλισμό και λαμβάνουν μέρος σε ευρέως διαδεδομένες πρακτικές μάχης.

Μέσα σε αυτή την συγκυρία δημιουργούνται οι κομουνιστικές Επιτροπές για την εργατική Εξουσία, i Comitati comunisti per il Potere operaio και, το 1975, ο χώρος και το περιοδικό »Χωρίς ανακωχή»,  «Senza tregua», που συνενώνει αυτούς που πήραν μέρος στο Εξήντα οκτώ και στις εξωκοινοβουλευτικές ομάδες, μα και νεότατους που πλησιάζουν στην πολιτική, που έλκονται μερικές φορές από τον μύθο της προδομένης Αντίστασης. Αυτός ο χώρος εκφράζεται με ένα διπλό επίπεδο, νόμιμο και παράνομο. Ενώ στην εφημερίδα διεξάγεται η συζήτηση για τον μαζικό εξοπλισμό, εργατικών πολιτοφυλακών, μιας διαδρομής προλεταριακής οργάνωσης μέσα σε ένα πλαίσιο εμφυλίου πολέμου μακράς διάρκειας, υπάρχουν καταλήψεις, απαλλοτριώσεις, δράσεις αυτοχρηματοδότησης, εισβολές στις ενώσεις των βιομηχάνων, τραυματισμοί διοικητικών στελεχών εργοστασίων.

Τον οκτώβρη του 1976 στο Salò, στην επαρχία της Brescia, στο εσωτερικό της «Senza Tregua» λαμβάνει χώρα εκείνο που ονομάστηκε »πραξικόπημα από τους λοχίες», «golpe dei sergenti». Τα μεσαία στελέχη, που προέρχονταν από την Lotta continua, αναλαμβάνουν την ομάδα εκδιώκοντας τους «διανοούμενους», πρώην του Potere operaio, που διευθύνουν το περιοδικό. Μετά από μια περίοδο αναστολής, οι δημοσιεύσεις αρχίζουν ξανά σαν «Δεύτερη σειρά». Στο περιβάλλον των στρατευμένων που εκδιώχτηκαν σχηματίζονται οι μαχόμενες κομουνιστικές Μονάδες, le Unità comuniste combattenti (Ucc) και οι επαναστατικές κομουνιστικές Επιτροπές, Comitati comunisti rivoluzionari (Cocori).

Η γέννηση. Είναι δύσκολο να προσδιορίσουμε ένα ακριβές σημείο για το ξεκίνημα της οργάνωσης. Η επονομασία Prima linea εμφανίζεται στις 30 νοεμβρίου 1976 στην ανάληψη ευθύνης της εισβολής στο Torino στην έδρα της Ένωσης διευθυντικών στελεχών απ’ όπου παίρνουν μαζί τους οι εισβολείς τα αρχεία του συνδέσμου. Στο φυλλάδιο μεταξύ άλλων διαβάζουμε: η Prima linea δεν είναι ένας καινούργιος μαχόμενος κομουνιστικός πυρήνας, μα η συνένωση διάφορων αντάρτικων πυρήνων οι οποίοι μέχρι σήμερα έχουν δράσει κάτω από διάφορες ονομασίες.  η Prima linea δεν είναι η απόρροια άλλων ένοπλων οργανώσεων όπως οι Br και οι Nap. Η μοναδική διεύθυνση που αναγνωρίζουμε είναι οι εσωτερικές [στα εργοστάσια] πορείες, οι άγριες απεργίες, τα σαμποτάζ, οι αχρηστεύσεις των εχθρικών πρακτόρων, η αυθόρμητη ευφορία, η extraπαράνομη συγκρουσιακή κατάσταση. Το ενεργό στρατευμένο σώμα στα προηγούμενα χρόνια με διάφορες επονομασίες είναι εκείνο που έχει σημείο αναφοράς την «Senza Tregua».

Ανάμεσα στο 1976 και το 1977 διάφορα μέλη της μελλοντικής πολιτικής-στρατιωτικής κορυφής της οργάνωσης καταλήγουν προσωρινά στην φυλακή. Σε αυτή την φάση, που στην συνέχεια ονομάστηκε pre-Prima linea, της αποδόθηκε, μεταξύ άλλων, η θανάσιμη ενέδρα στον επαρχιακό σύμβουλο του φασιστικού Msi Enrico Pedenovi, in risposta all’omicidio da parte dei neofascisti di Gaetano Amoroso, il 27 aprile 1976 στο Milano. Μια επιχείρηση που απολαμβάνει την συναίνεση μεγάλου τομέα της επαναστατικής αριστεράς. η Prima linea συστήνεται επίσημα σε ένα συνέδριο στο San Michele a Torri, κοντά στο Scandicci, τον απρίλη του 1977. Παίρνουν μέρος μια τριανταριά αντιπρόσωποι από το Milano, Bergamo, Torino, Firenze, Napoli. Ο προαγωγός πυρήνας προέρχεται σε μεγάλο μέρος από το Sesto San Giovanni. Oνομάζονταν το Στάλινγκραντ της Ιταλίας.Πρώτα για όσα είχε συνεισφέρει στην Αντίσταση, μετά στους εργατικούς αγώνες. Δυνατές είναι οι πραγματικότητες από το Μπέργκαμο και το Τορίνο. Ένα Καταστατικό 31 άρθρων ανακοινώνει τις αρχές εκείνης που ορίζεται μια «εθελοντική οργάνωση μαχητών για τον κομουνισμό». Χαρακτηρίζονταν από δυο ξεχωριστά επίπεδα. Το πρώτο είναι ένα δίκτυο υποστήριξης και ώθησης στις παράνομες συμπεριφορές και στην προλεταριακή μάχη, αποτελούμενο από Ronde και Squadre, Περιπολίες και Ομάδες, οι οποίες λαμβάνουν διάφορες επωνυμίες (Squadre armate proletarie, territoriali, operaie – ένοπλες προλεταριακές Ομάδες, εδαφικές, εργατικές) και πραγματοποιούν σαμποτάζ, πυρπολήσεις, απαλλοτριώσεις, επιθέσεις σε επικεφαλής τμημάτων στα εργοστάσια. Το δεύτερο είναι μια δομή συγκεντρωτική στης οποίας την κεφαλή υπάρχει μια εθνική Διοίκηση, un Comando nazionale, η οποία πρέπει να δίνει αναφορά για τις δραστηριότητες της στην Διάσκεψη της οργάνωσης.

Το ξεκίνημα, στο κίνημα. η Prima linea κινεί τα πρώτα βήματα της μέσα σε μια διαδρομή συνδεδεμένη με το ανομοιογενές κίνημα του Εβδομήντα επτά, στοχεύοντας να ανυψώσει τα επίπεδα σύγκρουσης. Ήδη στο όνομα προσδιορίζονται αυτά τα χαρακτηριστικά.Η οργάνωση θέλει να βρίσκεται στην κορυφή της ριζοσπαστικής κριτικής του συστήματος. Η πρώτη γραμμή είναι όντως εκείνη των ομάδων περιφρούρησης στις πορείες. Σε ένα ντοκουμέντο με ημερομηνία 1977 διαβάζουμε: Οι ημέρες του μάρτη υπήρξαν ένα μεγάλο μάθημα: από αντικειμενικές συνθήκες που τυποποιούσαν ανάγκες και χαρακτήρες πολιτικούς του προλεταριάτου περάσαμε στον μαζικό αγώνα ενάντια στο Κράτος. Σε αυτόν κατέστησαν σαφείς οι διαφορετικές πολιτικές υποθέσεις και παραδοχές που ζουν μέσα στον επαναστατικό χώρο μεταξύ των μαχομένων οργανώσεων. […] To πολιτικό ζήτημα και η ανάγκη που αναπτύχθηκε αυτούς τους μήνες, η αναζήτηση ξεκάθαρων απαντήσεων, ενός διαυγούς σχεδιασμού προοπτικής και οργάνωσης, επιβάλει να να διαρρήξουμε όλες τις επί μέρους αντιλήψεις: από την αυτόνομη μέχρι την ένοπλη, να εξαπολύσουμε την πολιτική μάχη, να ελέγξουμε ξανά και να συγκρίνουμε πολιτικές προτάσεις με την επαναστατική ένταση που ζει μέσα στο προλεταριάτο και στην εργατική τάξηΤην άνοιξη του 1977 το κλίμα στην Ιταλία είναι αυτό. Το επίπεδο της βίας στις πλατείες πολύ υψηλό. Οι διαδηλωτές χρησιμοποιούν πυροβόλα όπλα κι έχουμε πεσόντες και από τις δυο πλευρές. Στις 11 μαρτίου στην Bologna δολοφονείται από έναν καραμπινιέρο ο Francesco Lorusso, στρατευμένος στην Lotta continua. Την επόμενη ημέρα στην Roma και στην Bologna ξεσπούν σκληρές συγκρούσεις. Τις ίδιες ώρες στο Torino σκοτώνεται σε αντίποινα ο ταξίαρχος του πολιτικού Γραφείου της Ασφάλειας Giuseppe Ciotta. Σύντροφοι, δεν είναι πλέον καιρός για παραδειγματικές ενέργειες και προπαγάνδας. Η κήρυξη πολέμου του Κράτους πρέπει να γίνει αποδεκτή. Στο επίπεδο του πολέμου που εξελίσσεται πρέπει να επαληθευθούν σήμερα, αμέσως, οι μαχόμενοι σχηματισμοί: αυτός που απομακρύνει από αυτή την πρακτική την δική του οργάνωση δεν έχει δικαίωμα λόγου μέσα στον μαχόμενο χώρο. Η αξίωση είναι των μαχόμενων κομουνιστικών Ταξιαρχιών, του χώρου της Πρώτης Γραμμής –  Brigate comuniste combattenti, area Prima linea. Στις 21 απριλίου στην Ρώμη και στις 14 μαίου στο Mιλάνο στην διάρκεια πορειών σκοτώνονται δυο αστυνομικοί. Στις 12 μαίου στη Ρώμη σκοτώνεται μια διαδηλώτρια, η Giorgiana Masi, χτυπημένη από αστυνομικούς με πολιτικά. Το φθινόπωρο αρχίζει η ύφεση του κινήματος. Πολλοί νέοι αρχίζουν να δίνουν τροφή στις γραμμές των ένοπλων οργανώσεων.

Στην αρχή η Pl δρα κυρίως μέσα σε μια οπτική υποστήριξης του αγώνα στα εργοστάσια και στην προλεταριακή μάχη, με πυρπολήσεις, τραυματισμούς τμηματαρχών και διευθυντών, μα πραγματοποιεί δράσεις και μέσα στον κοινωνικό χώρο, ενάντια στην μαύρη εργασία και την ακρίβεια, και με επιθέσεις στην Χριστιανοδημοκρατία και στις δυνάμεις της αστυνομίας. Οι αγωνιστές και μαχητές, μεταξύ των οποίων και πολλοί νεότατοι, συχνά κινούνται μέσα σε διπλή ζωή. Είναι παράνομοι κατά τα μισά, με ένα πεδίο πολιτικής απασχόλησης δημόσιο και ένα παράνομο. Δεν έχουν βάσεις, φυλάγουν τα όπλα στο σπίτι και τα επιδεικνύουν στις πορείες. Η ένοπλη πάλη θεωρείται παροδική, αναστρέψιμη, μια αναγκαιότητα αυτή την ιστορική στιγμή για να προκληθούν οι μάζες σε μιαν επίθεση ώστε να προσβάλουν τις διάφορες διαρθρώσεις της καπιταλιστικής διοίκησης. Θεωρείται θεμελιώδης μια άμεση σχέση μεταξύ μαζών και οργάνωσης, ώστε μέσα στην τάξη να αναπτυχθεί παράλληλα ο διάλογος επάνω στην μαχόμενη προλεταριακή οργάνωση και επάνω στο κόμμα […]. Η διαδικασία χτισίματος του προλεταριακού στρατού σε μια χώρα προωθημένου καπιταλισμού  περνά μέσα από την πλέξη μεταξύ μαχόμενης οργάνωσης και οργάνων εξουσίας της τάξης.

Ενάντια στην καπιταλιστική διοίκηση. Σύμφωνα με την Prima linea το Κράτος δεν έχει μια μόνο «καρδιά». Ο στόχος συνεπώς δεν είναι εκείνος της κατάκτησης της εξουσίας, μα μια προοδευτική του αποδιάρθρωση και διάλυση και η δημιουργία μιας ριζωμένης και διάχυτης  αντιεξουσίας. Το 1977 η οργάνωση γράφει: Εάν το Κράτος αντιπροσωπεύει την κεντρική ανάληψη της ρύθμισης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, κάθε πράγμα είναι μέρος του Κράτους, όλη η κοινωνική ζωή γίνεται Κράτος, βίαιη διαχείριση των αναγκών του κεφαλαίου. Η κοινωνικοποίηση της διοίκησης είναι η πηγή της νομιμοποίησης για την ίδια την διοίκηση. […] Η εργατική τάξη αρχίζει ακριβώς σε αυτούς τους μήνες να εκφράζει αγώνες προσανατολισμένους ρητώς ενάντια στην καπιταλιστική διοίκηση κι ενάντια στην παραγωγή σαν εργαλείο διοίκησης. […] Αυτό το πολιτικό άλμα είναι θεμελιώδες διότι επιτρέπει μια γενίκευση των πολιτικών ενδείξεων και κατευθύνσεων μάχης, πρωτοβουλίας αγώνα, από την μαχόμενη οργάνωση στο προλετάριο στέλεχος που μάχεται και στα όργανα του αγώνα των μαζών. Τα μέλη της Pl παραβαίνουν συχνά τους κανόνες ενός παράνομου σχηματισμού. Κάποιες είναι ομάδες φίλων που συναντιούνται στις ταβέρνες με τις οικογένειες, βλέπουν τους εαυτούς τους και αυτοχαρακτηρίζονται σαν τους επαναστάτες εκτός νόμου των ταινιών western, έτσι ώστε να αυτοαποκαλούνται Mucchio selvaggio, wild Bunch, άγριο Κοπάδι. Τον ιούλιο του 1977 βρίσκονται στην θέση να λογαριαστούν με το πρώτο πένθος. o Romano Tognini δέχεται χτύπημα θανατηφόρο στην διάρκεια απαλλοτρίωσης ενός οπλοπωλείου στην Tradate, που στην συνέχεια θα υποστεί μεγάλες ζημιές με εκρηκτικά για αντίποινα. Στις 2 δεκεμβρίου 1977 μια Squadra-Ομάδα, που υποστηρίζονταν από την Pl, τραυματίζει μέσα στο studio του τον «ηλεκτρολόγο του Collegno», τον γιατρό του φρενοκομείου, ο οποίος είχε μείνει ατιμώρητος, παρά το ότι είχε καταδικαστεί για τα βασανιστήρια στα οποία είχε υποβάλει τους τροφίμους, τους έγκλειστους. Πολλοί χειροκροτούν την πράξη.

Παραμονή Χριστουγέννων η  Prima linea επιτίθεται στο σωφρονιστικό ίδρυμα Le Vallette που βρίσκονταν ακόμη υπό κατασκευή. Η φυλακή, η καταστολή, η απελευθέρωση των αιχμαλώτων έχουν ρόλο κεντρικό σε όλη την ιστορία της ομάδας. Αποδράσεις για τις οποίες έγιναν απόπειρες, και άλλες με επιτυχή κατάληξη, τραυματισμοί και εκτελέσεις δικαστικών, τεχνικών, ανθρωποφυλάκων, εκρηκτικά ενάντια σε  φυλακές. Στις αρχές του  1978 δημιουργείται μια ενοποιημένη διοίκηση των δυο κυριότερων ένοπλων «movimentiste, κινηματικών » οργανώσεων, Prima linea και Formazioni comuniste combattenti (Fcc), μαχόμενοι κομουνιστικοί Σχηματισμοί, που γεννήθηκαν το καλοκαίρι του 1977 από μια διάσπαση των κομουνιστικών Ταξιαρχιών, Brigate comuniste, που δρούσαν στον παράνομο χώρο που σχηματίζονταν γύρω από το περιοδικό «Rosso». Η εμπειρία διαρκεί λίγους μήνες, στη διάρκεια των οποίων διαπράττονται κάποιοι τραυματισμοί και μια στρατιωτική άσκηση στην Γαλλία που είχε οργανωθεί από τους βάσκους της Eta.

Τον μάρτιο του ίδιου χρόνου, οι Brigate rosse απαγάγουν τον Aldo Moro. η Prima linea δεν επικροτεί την ενέργεια, δεν την εγκρίνει, την θεωρεί ασύνδετη σχετικά με το  κίνημα και διαλυτική, διασπαστική, πως αποδιαρθρώνει το κίνημα, όπως κάνει και το Κράτος. Εκείνη την περίοδο ανυψώνει ωστόσο το δικό της επίπεδο στρατιωτικής σύγκρουσης, χάρη και σε μια προμήθεια βαρέων όπλων που προέρχονταν από τον Λίβανο. Ανεβάζει τον πήχη με λίγα λόγια.

Στις 11 οκτωβρίου 1978 για πρώτη φορά η Pl αναλαμβάνει επίσημα την ευθύνη μιας εκτέλεσης. Το θύμα είναι ο Alfredo Paolella, καθηγητής εγκληματικού δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Napoli, σύμβουλου του Υπουργείου Δικαιοσύνης με αποστολή την εγκληματολογική παρατήρηση στην φυλακή του Poggioreale. Mα η δράση που δημιούργησε τον μεγαλύτερο θόρυβο θόρυβο έγινε στις 29 ιανουαρίου 1979, όταν στο Milano χτυπήθηκε θανατηφόρα ο Emilio Alessandrini. Είναι ένας δικαστικός που θεωρείται δημοκρατικός, έχει κατευθύνει προς τους νεοφασίστες τις έρευνες για την σφαγή της piazza Fontana, φέρνοντας στο φως τον ρόλο των μυστικών υπηρεσιών και τις θεσμικές συγκαλύψεις. Για την Πρώτη γραμμή ο Alessandrini αντιπροσωπεύει την αιχμή του δόρατος της αντεπανάστασης. Ανήκει στον τομέα δικαστικών που βρίσκονται μέσα σ’ εκείνη την αριστερά που  «έγινε Κράτος», διαχειρίζεται τους νόμους της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, της κατάστασης εξαίρεσης, εξορθολογίζει τους μηχανισμούς της δικαιοσύνης για να ξαναδώσει αξιοπιστία και αποτελεσματικότητα στον μηχανισμό της εξουσίας. ο Alessandrini διερευνούσε τα κινήματα και τις ένοπλες οργανώσεις, έπρεπε να αναλάβει την διεύθυνση ενός τμήματος της Αντιτρομοκρατικής στο δικαστήριο του Μιλάνο, ήθελε να πραγματοποιήσει μια τράπεζα δεδομένων και να συντονίσει την έρευνα επάνω στην πολιτική βία.

Είναι μια περίοδος μεγάλων ρήξεων μέσα στην αριστερά. Λίγες ημέρες νωρίτερα οι Brigate rosse έχουν χτυπήσει τον συνδικαλιστή του κομουνιστικού Κόμματος Guido Rossa. Πολλοί αγωνιστές νιώθουν αποπροσανατολισμένοι. Το Pci, από την πλευρά του, συνεργάζεται δραστικά με το Κράτος, ακόμη και με την δική του ερευνητική ομάδα εργασίας. Τον φεβρουάριο του 1979 στο Toρίνο μοιράζει ένα ερωτηματολόγιο αντιτρομοκρατικό που προκαλεί αμηχανία σε διάφορα περιβάλλοντα. η Prima linea αποφασίζει να δώσει μιαν απάντηση. Στις 28 φεβρουαρίου, μετά από μια σήμανση, οι σύντροφοι του κομάντο αιφνιδιάζονται μέσα σε ένα bar από κάποιους αστυνομικούς. Υπάρχει μια συμπλοκή, πυροβολισμοί, ριπές αυτομάτων. Σκοτώνονται δυο μαχητές, η Barbara Azzaroni και ο Matteo Caggegi. Στην κηδεία παίρνουν μέρος μεγάλα τμήματα του κινήματος. Η συγκίνηση είναι μεγάλη, όπως και η επιθυμία για εκδίκηση. η Prima linea πραγματοποιεί δυο ενέργειες αντιποίνων. Στις 9 μαρτίου στήνει μια ενέδρα σε ένα περιπολικό. Στην διάρκεια της ανταλλαγής πυρών σκοτώνεται ατυχώς ένας νεαρός περαστικός. Στις 18 ιουλίου χτυπιέται ο ιδιοκτήτης του μπαρ Carmine Civitate, με βάση την λανθασμένη πεποίθηση πως ήταν ο υπεύθυνος της παρέμβασης της αστυνομίας. Αυτή η τραγική αλυσίδα γεγονότων προκαλεί μια μακρά εσωτερική συζήτηση.

Στην Διάσκεψη της οργάνωσης τον σεπτέμβρη του 1979, στην Bordighera, στην επαρχία της Imperia, αναπτύσσεται μια πολιτική μάχη ανάμεσα σε δυο θέσεις. Υπάρχουν αυτοί που υποστηρίζουν απαραίτητο να επιστρέψουν στις ρίζες τους, στο ρίζωμα μέσα στις ζωτικές περιοχές τους και να ασκήσουν τον διάχυτο πόλεμο, και αυτούς αντιθέτως που θεωρούν πως πρέπει να αυξήσουν την ένταση της σύγκρουσης με τους θεσμικούς μηχανισμούς. O κόμπος δεν λύνεται.

Αποφασίζεται μια οργανωτική αναδιάρθρωση, με την δημιουργία ενός εθνικού Εκτελεστικού, μα εμφανίζεται και μια πρώτη διάσπαση. Κάποιοι μαχητές, πεπεισμένοι πως η κατάσταση απαιτεί μια οπισθοχώρηση, στήνουν την ομάδα Για τον κομουνισμό, Per il comunismo. Σύντομα καταφεύγουν στο Παρίσι, όπου συλλαμβάνονται και εκδίδονται. H οργάνωση εξαπολύει μια εκστρατεία επικεντρωμένη στο εργοστάσιο, αντικείμενο πολύ σκληρών αναδιαρθρώσεων. Το σύνθημα είναι Να χτυπήσουμε την διοίκηση της επιχείρησης,  Colpire il comando d’impresa. Τον σεπτέμβρη του 1979 η Prima linea σκοτώνει στο Torino τον Carlo Ghiglieno, μηχανικό υπεύθυνο του Τμήματος σχεδιασμού και πρόεδρο της Επιτροπής που οδηγεί τον κλάδο εφοδιασμού της Fiat. Σε απάντηση στις επανειλημμένες επιθέσεις που ασκούν οι διάφορες μαχόμενες ομάδες ενάντια σε διοικούντες και στην αλληλεγγύη της οποίας απολαμβάνουν μεταξύ των εργατών οι ένοπλες οργανώσεις, η εταιρεία υιοθετεί μα σκληρή γραμμή. Τον οκτώβρη, μετά από διαβουλεύσεις με τα συνδικάτα, απολύονται 61 εργάτες, στους οποίους η εταιρεία προσάπτει μια συμπεριφορά «ανατρεπτική». Η μαζική κινητοποίηση που επακολουθεί είναι δυναμική και αποφασιστική.

Την επόμενη χρονιά η Fiat ανακοινώνει σχεδόν δεκαπέντε χιλιάδες απολύσεις, που στην συνέχεια μετατρέπονται σε cassa integrazione [απόλυση με ταμείο αρωγής, ή και μείωση του χρόνου εργασίας με παράλληλη μείωση αποδοχών, μάλλον αυτό που εμείς ονομάζουμε ‘διαθεσιμότητα’] για περίπου είκοσι τρεις χιλιάδες εργαζομένους.  Ύστερα από 35 ημέρες αγώνα, στις 14 οκτωβρίου λαμβάνει χώρα εκείνη που αποκαλέστηκε «πορεία των σαράντα χιλιάδων, marcia dei quarantamila». Υπάλληλοι Fiat, άσπροι γιακάδες, τμηματάρχες και στελέχη που ζητούν το τέλος των μπλόκων των εργοστασίων και τη δυνατότητα να επιστρέψουν στην δουλειά. Το συνδικάτο αποδέχεται μια άνευ όρων παράδοση. Στις 11 δεκεμβρίου 1979 μια ομάδα της Pl καταλαμβάνει στρατιωτικά στο Torino την Σχολή εταιρικής εκπαίδευσης της Fiat, όπου εκπαιδεύονται οι νέοι managers. Σχεδόν διακόσιοι φοιτητές μαζεύονται στο auditorium, όπου ένας μαχητής εξηγεί πως το ινστιτούτο δέχτηκε επίθεση μιας και είναι κέντρο νευραλγικής σημασίας στον μηχανισμό διοίκησης της εταιρείας. Η εισβολή ολοκληρώνεται με τον τραυματισμό στις γάμπες πέντε καθηγητών, εκ των διοικητικών στελεχών του εργοστασίου Olivetti, και πέντε φοιτητών. Τρεις ημέρες μετά, στις 14 δεκεμβρίου 1979, ένας πυρήνας της οργάνωσης αιφνιδιάζεται την ώρα που ετοίμαζε μια επίθεση ενάντια σε ένα εργοστάσιο στο Rivoli. Στην μάχη που ακολουθεί οι καραμπινιέροι σκοτώνουν τον νεαρό μαχητή Roberto Pautasso.

Στις 5 φεβρουαρίου 1980, σε μια εκστρατεία για την ποιότητα ζωής και την υγεία, στην Monza εκτελείται ο μηχανικός Paolo Paoletti, που θεωρείται μεταξύ των υπευθύνων για την καταστροφή που συνέβη στο Seveso το 1976, όταν από την εταιρεία χημικών Icmesa ξέφυγε ένα νέφος διοξίνης υψηλής τοξικότητας. Στις 19 μαρτίου 1980 σκοτώνεται ο δικαστής Guido Galli, καθηγητής, μέλος της επιτροπής του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την μεταρρύθμιση του ποινικού Κώδικα και συνεργάτης του Ινστιτούτου Πρόληψης και άμυνας. Ανήκει στην ρεφορμιστική συνιστώσα των μιλανέζων δικαστικών, που προσδιορίζεται σαν εργαλείο καταστολής του ανταγωνισμού. Συνεχίζεται η εκστρατεία των κομουνιστικών οργανώσεων για την αποδιοργάνωση της δικαστικής εξουσίας και μαζί με αυτήν του σχεδίου αναδιοργάνωσης των στοιχείων διοίκησης στην χώρα μας. […] Σκοπός είναι να παραχθεί μια παρέμβαση κατά την οποίαν το καπιταλιστικό στρατόπεδο να βγει από αυτή την φάση βαρέως αποδυναμωμένο, αποδιοργανωμένο και αποσταθεροποιημένο, κι επάνω σε αυτή την παρέμβαση να αναπτυχθεί με σταθερό τρόπο το επαναστατικό προλεταριακό στρατόπεδο.

Οι μεταμεληθέντες και η κατάρρευση. Στις αρχές του 1980 η Prima linea βρίσκεται στην δυσάρεστη θέση να λογαριαστεί με τους καταδότες, ένα πρόβλημα που λίγο αργότερα θα συνεισφέρει με αποφασιστικό τρόπο στο γρήγορο τέλος της ομάδας. ο William Waccher, ένας νεαρός του δικτύου της οργάνωσης, τον οποίον ακολουθούσε ένα ένταλμα σύλληψης, παραδίδεται στους ερευνητές και συνεργάζεται με τους δικαστές. Ο ρόλος του και οι καταθέσεις του είναι οριακές, μα είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει και το γεγονός μοιάζει απαράδεκτο. Χτυπιέται θανάσιμα από έναν πυρήνα του εθνικού Εκτελεστικού στις 7 φεβρουαρίου έξω από το Mιλάνο. Οι υποδείξεις του Waccher στις αρχές θα είχαν επιτρέψει την ταυτοποίηση του «comandante Alberto», δηλαδή του Marco Donat Cattin, μα θα παραμείνουν δίχως συνέπειες. Είναι ο Patrizio Peci, μετανιωμένος των Br, που αποκαλύπτει λίγο αργότερα την ταυτότητα του γιου του χριστιανοδημοκράτη σενατόρε, που καταφέρνει να το σκάσει στην Γαλλία. Οι πολεμικές που προκλήθηκαν από την υπόθεση αναγκάζουν τον ισχυρό πολιτικό άνδρα να παραιτηθεί από την θέση του αντιπροέδρου του κόμματος. Πάντα ο Peci δίδει και το όνομα του Roberto Sandalo ο οποίος, αμέσως με την σύλληψη του, ξεκινά μια ομολογία ποταμό.

Κατηγορούμενος για διάφορες εκτελέσεις, ύστερα από δυο χρόνια στην φυλακή βγαίνει χάρη στο νόμο για τους μετανιωμένους, που εγκρίθηκε τον μάη του 1982. Συλλαμβάνεται εκ νέου το 2002 για ληστεία και το 2008 για επιθέσεις ενάντια σε τζαμιά και ισλαμικά πολιτιστικά κέντρα. η Prima linea συνεχίζει τις δράσεις. Στις 2 μαίου 1980 τραυματίζεται βαριά ο Sergio Lenci, πανεπιστημιακός καθηγητής και αρχιτέκτων, δημιουργός του σχεδίου αναδιάρθρωσης της φυλακής της Rebibbia, που χαρακτηρίζεται «τεχνικός της μάχης ενάντια στον αστικό ανταρτοπόλεμο». Στις 26 ιουνίου πραγματοποιείται μια θεαματική πρωτοβουλία προπαγάνδας στο τρένο Susa-Torino, με την διανομή φυλλαδίων που υποκινούν στον ένοπλο αγώνα και τον εμφύλιο πόλεμο.

Τον αύγουστο του 1980 η ηγεσία της Πρώτης γραμμής συζητά για την νέα κατάσταση, που χαρακτηρίζεται από τις αλυσιδωτές συλλήψεις και την ρήξη της εσωτερικής αλληλεγγύης, με την εξάπλωση της μάστιγας της μεταμέλειας. Δεν κατακτάται κάποια συμφωνία και λίγο αργότερα κάποιοι μαχητές βγαίνουν από την οργάνωση. Τον οκτώβρη συλλαμβάνεται ο Michele Viscardi. Αμέσως ξεκινά να μιλά συνοδεύοντας τους καραμπινιέρους, γυρίζοντας όλη την Ιταλία. Μπαίνει σε κίνηση μια αλυσίδα που ταχύτατα οδηγεί στην διάλυση της οργάνωσης. Τον απρίλιο του 1981 επικυρώνεται το ξεπέρασμα της Prima linea και ο σχηματισμός ενός οργανωμένου Πόλου, σημείου αναφοράς για τους μαχητές που αναζητούνται.

Από τις στάχτες της οργάνωσης το 1981 γεννιούνται οι οργανωμένοι Κομουνιστές για την προλεταριακή απελευθέρωση, i Comunisti organizzati per la liberazione proletaria (Colp) και ο Πυρήνας των κομουνιστών, Nucleo di comunisti που στήθηκε στα πόδια του από τον φυγόδικο Sergio Segio, τον «comandante Sirio». Οι δυο ομάδες περιορίζονται σε ληστείες χρηματοδότησης, σε δράσεις ενάντια στην καταστολή και για την απελευθέρωση των φυλακισμένων. Στις 3 ιανουαρίου 1982, συνεργαζόμενες, πραγματοποιούν μιαν επιχείρηση εντυπωσιακή. Ένα κομάντο οδηγούμενο από τον Sergio Segio ελευθερώνει από την φυλακή του Rovigo τέσσερις κρατούμενες, μεταξύ των οποίων την σύντροφο του Susanna Ronconi. Από συγκοπή, πεθαίνει ατυχώς ένας περαστικός, ένας συνταξιούχος εγγεγραμμένος στο Pci. Λίγες μέρες μετά ο Lucio Di Giacomo, ένας από τους συμμετέχοντες στην απόδραση, σκοτώνεται σε μάχη με τους καραμπινιέρους. Ο Πυρήνας και οι Colp σύντομα διαμελίζονται από τις συλλήψεις.

Η διάλυση και ο διαχωρισμός, η διάσταση. Το 1982 ξεκινά η εποχή των μεγαδικών. η Prima linea είναι η ένοπλη ιταλική οργάνωση με τον μεγαλύτερο αριθμό παραπεμφθέντων: 923, μεταξύ των οποίων 201 γυναίκες. στην Pl και στις δομές με αυτήν συνδεδεμένες ανάγονται εκατοντάδες επιχειρήσεων. 23 με κατάληξη τον θάνατο, συνέπειες θανατηφόρες δηλαδή, εκτός από έναν αστυνομικό που σκοτώθηκε από μια ομάδα αποχωρησάντων. 11 είναι ακουσίως νεκροί, όχι εκ προμελέτης. Το οριστικό κλείσιμο της εμπειρίας, μετά από μια διαδρομή συζητήσεων μεταξύ των φυλακισμένων μαχητών, ανακοινώνεται στην διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας στο Torino τον ιούνιο του 1983. Στο ντοκουμέντο Sarà che nella testa avete un maledetto muro, Θα είναι που στο κεφάλι σας έχετε έναν καταραμένο τοίχο, που γράφτηκε στην φυλακή Le Vallette και θεωρείται το τελευταίο της Prima linea, δηλώνεται δίχως πλέον καμία νομιμοποίηση η πρακτική του ένοπλου αγώνα για τον κομουνισμό στην Iταλία.

Επισημοποιημένης της διάλυσης, σχεδόν όλοι οι πρώην μαχητές της Prima linea ξεκινούν την διαδρομή της διάστασης [διαχωρίζουν την θέση τους από  τον ένοπλο αγώνα], της κοινωνικής επανένταξης, της διαπραγμάτευσης με το  Κράτος, δημιουργώντας τις λεγόμενες Aree omogenee, τους ομοιογενείς Χώρους σε κάποια ανδρικά και γυναικεία τμήματα των μεγάλων μητροπολιτικών συγκροτημάτων εγκλεισμού. Θέσεις που συμβάλλουν στην διάρρηξη της αλληλεγγύης, ξεσκίζουν την κοινότητα των πολιτικών κρατουμένων, που εκείνα τα χρόνια υποβάλλονται σε σκληρές συνθήκες κράτησης με την εφαρμογή του άρθρου 90 της μεταρρύθμισης του 1975, η οποία είχε αναστείλει το φυσιολογικό καθεστώς φυλάκισης αφήνοντας χώρο σε απαγορεύσεις, περιορισμούς, συνομιλίες με τζάμια και ενδοεπικοινωνία.

Οι διασπαστικές συνέπειες της διάστασης υπεισέρχονται μέσα σε ένα κλίμα που στις ειδικές φυλακές υψίστης ασφαλείας είχε ήδη καταστεί πολύ βαρύ εξ αιτίας του φαινομένου της μεταμέλειας, και είχε οδηγήσει τον δεκέμβρη του 1981 και τον ιούλιο του 1982 στην εκτέλεση από πλευράς των φυλακισμένων του χώρου των ταξιαρχιτών του Giorgio Soldati, πρώην μαχητή της Pl, και του ταξιαρχίτη Ennio Di Rocco, που είχαν θεωρηθεί καταδότες. Η σύγκρουση μεταξύ αυτών που διαχώρισαν την θέση τους και κρατουμένων που αρνούνται τον διάλογο με το Κράτος είναι σκληρή. Και ένα μέρος της εξωτερικής στην φυλακή ανταγωνιστικής αριστεράς οδηγεί έναν δριμύ αγώνα ενάντια στην διάσταση, θεωρώντας πως πολεμά και εκκαθαρίζει όλον τον ταξικό αγώνα, πέρα από την μαχόμενη πρακτική. Για αντίθετους λόγους, λόγω δηλαδή της επιμονής και της εμμονής στον «τρομοκρατικό κίνδυνο, pericolo terrorista», μεγάλα τμήματα του Κράτους και του δικαστικού σώματος αντιτίθεται στην διάλυση του ποινικού και δικαστικού μηχανισμού της εξαίρεσης, της κατάστασης έκτακτης ανάγκης δηλαδή, του σκληρού καθεστώτος μεταχείρισης μέσα στις ειδικές φυλακές, και της εξάπλωσης, για τους εν διαστάσει, της νομοθεσίας επιβράβευσης που προβλέπονταν για τους μετανιωμένους.

Οι κρατούμενοι στους ομοιογενείς Χώρους συνεχίζουν τον διάλογο με τους θεσμούς, μέσα σε μια διαδρομή που αποκαλούν  «συγκρουσιακής-εμπόλεμης διαμεσολάβησης, mediazione conflittuale». Τον ιούνιο του 1984 η Prima linea παραδίδει τα όπλα που της είχαν απομείνει στον καρδινάλιο του Milano, Carlo Maria Martini, ο οποίος είχε εμφανιστεί ανοιχτός στο θέμα της κοινωνικής συμφιλίωσης. Το 1986 ψηφίζεται ο νόμος 663, που αποκαλείται Legge Gozzini, ο οποίος προβλέπει εναλλακτικά μέτρα στον εγκλεισμό εισάγοντας μια λογική βασισμένη στο διωνυμικό βραβείο-τιμωρία,  premio-punizione σε σχέση με την συμπεριφορά του έγκλειστου. Τον φεβρουάριο του 1987 έρχεται να αποδώσει καρπούς η μακρά διαδικασία του νόμου n. 34, που παραχωρεί εκπτώσεις στις ποινές σε αυτούς που διαχωρίζουν την θέση τους από την ένοπλη πάλη. Αυτοί οι δυο νόμοι, σε συνδυασμό, επιτρέπουν στους εν διαστάσει να αφήσουν προοδευτικά την φυλακή, ενώ οι φυλακισμένοι που αρνούνται κάθε μορφή διάστασης και πολιτικής λύσης, οι οποίοι αποκαλούνται αμετανόητοι «irriducibili, αμετακίνητοι», παραμένουν ακόμη επί μακρόν στις ειδικές φυλακές.

.Κλείνω εδώ καλέ μου φίλε πιστεύοντας πως ανταποκρίθηκα ικανοποιητικά στις προσδοκίες σου. Βέβαια, η κατάληξη των αποφάσεων των συντρόφων της αγαπημένης μου οργάνωσης δεν υπήρξε η καλύτερη δυνατή. Εγώ στάθηκα τυχερός να συλληφθώ τελικά εδώ στην Ελλάδα, και την γλίτωσα με γρατζουνιές λόγω ευχάριστων συγκυριών. Μόνο εκείνοι ξέρουν γιατί διάλεξαν την επιλογή της διάστασης, πιστεύω πως είχαν καλύτερες επιλογές, δεν θα κάνω όμως τον έξυπνο ρίχνοντας στον αέρα αναθέματα, τιμώ τους παλιούς μου συντρόφους, τιμώ όμως ακόμη περισσότερο όλους εκείνους που αμετακίνητοι στο δίκαιο του παρελθόντος τους, κράτησαν στάση ανυποχώρητη, και την πλήρωσαν ακριβά. Τους θεωρώ τιμιότερους. θα σε αφήσω λοιπόν προς το παρόν, περιμένω τον δεύτερο κύκλο ερωτημάτων, μέχρι τότε, δυνατά, υπομονή κουράγιο Μιχάλης

Υστερόγραφο. Δεν μετάνιωσα ποτέ για τίποτα. Ήταν ότι δυνατότερο έχω ζήσει στη ζωή μου, ανεπανάληπτο. Δεν εξηγείται με λόγια η έξαψη, το ψυχικό status του ανθρώπου της δράσης. Απέκτησα εμπειρίες μοναδικές, και για καλό σκοπό. Τώρα που είμαι ελεύθερος, όσο ελεύθερος μπορεί να νιώθει κάποιος εκτός των τειχών, αλλά μέσα στην καπιταλιστική λαίλαπα – και δεν είναι λίγο όμως- θυμάμαι με νοσταλγία τις στιγμές της δράσης, εκείνα τα χρόνια, όταν τότε μόνοπραγματικά, ήμασταν ελεύθεροι! θυμάμαι και τον φόβο  της φυλακής, και τον φόβο των βασανιστηρίων – θα έχουμε το κουράγια να αντέξουμε; η αλήθεια είναι πως τον θάνατο δεν τον σκέφτηκα ποτές, η άγνοια κινδύνου του νέου ανθρώπου, νομίζω. Επαναλαμβάνω: ξέρω πως αγωνιζόμουν για καλό σκοπό και αυτό τα λέει όλα. Πλήρωσα σίγουρα πολύ, όχι όμως όσο οι σύντροφοι μου, και αυτό με κυνηγούσε για χρόνια. Μπορώ να λέω στα παιδιά μου για πράγματα που έχουν πραγματική αξία, γνωρίζοντας πως δεν υπάρχουν πολλοί σε θέση να το κάνουν, δυστυχώς. Δεν ζήτησα ποτέ επαίνους, νιώθω όμως πως έχω και παράσημα!

Β Υστερόγραφο: νιώθω πολύ περήφανος φίλε που βρέθηκα, από ελεύθερη επιλογή, ανιδιοτελώς, μες την καρδιά της επανάστασης, με όλο μου το είναι. Και είναι αυτή η ανιδιοτέλεια το παράσημο. Βρεθήκαμε να ρισκάρουμε τις ίδιες τις ζωές μας για το δίκιο, το δίκαιο του αγώνα για το σύνολο, όχι για το εγώ μα για το εμείς. Και οι αλυσίδες που είχαμε να σπάσουμε ήταν αυτές που εμπόδιζαν την ανέλιξη των πολλών υπέρ κάποιων κληρονομικά ή μαφιόζικα ανερχομένων. Ερωτευτήκαμε τον αγώνα γι’ αυτό το δίκαιο που λέει πως πρέπει να έχει για όλους ο μπαξές, το δίκιο που λέει πως ο άνθρωπος μπαίνει πάνω απ’ όλα, πως το συμφέρον είναι κάτι λαϊκό και όχι των λίγων, πως οι οικουμενικές αξίες της ισότητας της αδελφοσύνης και της πραγματική ελευθερίας πρέπει να διαχέονται σε ολόκληρη την κοινωνία των ίσων πολιτών, πως πρέπει να αμείβεται ο άνθρωπος για το συνολικό του έργο και όχι διότι παράγει εμπόρευμα. Δεν θέλουμε τον άνθρωπο εμπόρευμα, πωλητή του εαυτού του αλλά παραγωγό πολιτισμού. Αυτά μας κινούσαν και μας κινούν ακόμη, όλους εμάς τους πρώην επαναστάτες και νυν επαναστατημένους. Διότι η επανάσταση είναι καθημερινή βιοτή και δεν αποτιμάται σε χρήμα.

Είχα και έχω τη συνείδηση μου καθαρή φίλε, άλλο μεγάλο παράσημο. Δεν διαπλέχθηκα ποτές, δεν κορόιδεψα άνθρωπο, αυτά τα μαθήματα πήρα μέσα στο μεγάλο χωνευτήρι του Αγώνα. Ναι, ο αγώνας μετρά και ο καθένας τον δίνει από το μετερίζι του, σήμερα εδώ αύριο εκεί. Δεν είναι όλοι φτιαγμένοι για τα ίδια. Φτάνει να δρουν. Έχουν καταφέρει οι κρατούντες να κοιμίσουν τα πλήθη, λέγοντας πως δεν υπάρχει εναλλακτική. Δεν είναι αλήθεια. Αν κάτι έμαθα εκείνα τα χρόνια, κάτι που ποτέ δεν ξεχνιέται, είναι πως ο άνθρωπος έχει ιερή υποχρέωση να να αναμετρηθεί, τίμια, με τον εαυτό του και τα θέλω του, βάζοντας κατά μέρος τον φόβο. Ο φόβος υπάρχει από την ημέρα που γεννιόμαστε, το μόνο σίγουρο, ο θάνατος, πάντα παραμονεύει. Ας τον αφήσουμε στην άκρη, κάποια στιγμή θα μας βρει. Δεν είπαμε να τρέχουμε στο κατόπι του, ούτε όμως να μας κυριεύσει η σκέψη του. Ευτυχισμένος εκείνος που κοιτά μέσα του και νιώθει γεμάτος, πως έφτιαξε πράγματα, και σήμερα. Αυτός που βλέπει τη ζωή να κυλά δίπλα του και δεν κάνει κάτι ώστε να επηρεάσει και αυτός, αυτός λοιπόν είναι άδειος, άδει μύδι που λέει ο λαός. Αν κάτι έμεινε σε μένα από τότε είναι αυτή η συνεχής προσπάθεια να είμαι εγώ που θα γράψω την ιστορία της ζωής μου και όχι ο κάθε μπαγλαμάς πολιτικάντης!

Αυτά,

με τιμή,

Μιχάλης Μαυρόπουλος

Προηγούμενο άρθρο

Σεισμικές δονήσεις στη Χαλκιδική, αισθητές (και) σε Καβάλα-Θάσο

Επόμενο άρθρο

Στην Καβάλα για το 21ο Πανελλήνιο Συνέδριο του Λυκείου Ελληνίδων η υφυπουργός Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας Κατερίνα Παπακώστα