Κάποιες δεκαετίες πριν. Στο χωριό μου. Καλοκαίρι. Είναι Κυριακή. Βράδυ. Τα μαγαζιά και τα καφενεία ένα μετά το άλλο κλείνουν. Ο κόσμος στη πλατεία λιγοστεύει. Οι τελευταίοι της βόλτας στον κεντρικό δρόμο λιγοστεύουν κι αυτοί σιγά σιγά. Μια δυο βόλτες ακόμα και χάνονται στα σκοτάδια του χωριού. Για τα σπίτια τους. Κι εγώ εκεί. Κάθομαι στο πεζούλι. Μπροστά από το μπακάλικο του Νανέλια. Ο πατέρας μου είναι με την παρέα του στο καφενείο του Καραμαλή. Τον περιμένω να φύγουμε μαζί για το σπίτι. Φοβάμαι να ανέβω μόνος μου. Οι λάμπες στις κολώνες της ΔΕΗ αχνοφέγγουν ένα κιτρινωπό αδύναμο φως. Ίσα να κάνεις δύο τρία βήματα. Ύστερα σκοτάδι βαθύ.
Βλέπω κάποια κίνηση στο καφενείο. Η παρέα του πατέρα μου ετοιμάζεται. Μιλούν δυνατά, καλαμπουρίζουν και γελούν. Σηκώνονται, σηκώνομαι κι εγώ και προχωρώ προς τη γέφυρα. Ακουμπώ στις καλογυαλισμένες καφετιές σωλήνες – παραπέτια της γέφυρας – και περιμένω λίγο ακόμα. Ακούω καληνυχτίσματα και κάνω να πλησιάσω, μα ύστερα αμέσως βλέπω να ξανακάθονται.
Κάποιος λέει το όνομα του θείου μου τού Χρήστου.
“Έλα Χρήστο”, λέει.
Μια μακρόσυρτη μελαγχολική μελωδία βγαίνει από τα χείλη του, σκορπίζεται ολόγυρα, πολλαπλασιάζεται στη ρεματιά, παίρνει μαζί της το θρόισμα της φυλλωσιάς του μεγάλου αιωνόβιου πλάτανου και χάνεται στις κορφές του Παγγαίου. Παίρνει ακόμα μαζί της, πόνους και καημούς και μνήμες κι όνειρα, πληγές ανεπούλωτες, το αίμα. Των χαμένων πατρίδων. Σαράντα ολόκληρα χρόνια από τότε. Δεν μίλησε κανένας. Αμίλητη ξερή σιωπή. Οι καληνύχτες βγαίνουν τώρα από τα χείλη τους ψιθυριστές…
Τα είδα όλα αυτά κι εγώ, και τα άκουσα, και έχω αυτή την ανάμνηση σε εκείνον τον τόπο και τον χρόνο, σα φυλαχτό..
Του νου φυλαχτό…
Χαραγή στο σώμα μου. Βαθιά….
Ανηφορίζουμε προς τα σπίτια μας. Ο πατέρας μου με τον θείο Χρήστο μπροστά κι εγώ πίσω με μικρά βηματάκια και κάθε λίγο με τριποδισμό για να τους προφταίνω. Τους ακολουθώ από κοντά.
Λίγο μετά ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου προσπαθώ να συλλαβίσω λίγες λέξεις από τους στίχους του αμανέ του θείου μου…
Δεν ήξερα τότε καλά την έννοια της λέξης “μελαγχολία”…
Την έμαθα εκείνο το βράδυ….
*****
“Μέσα στο γέλιο προσπαθώ
τον πόνο να ξεχάσω
Ωχ αμάν αμάν
Και αν γελώ καμιά φορά
γελώ για να μην κλάψω..”
*****
Παλαιοχώρι Παγγαίου
Αύγουστος του 2022