Dark Mode Light Mode

Μεθεόρτιοι συλλογισμοί

A picture shows the Eiffel Tower lit up in blue to mark the French presidency of the European Union during the New Year's Eve in Paris on December 31, 2021. (Photo by Alain JOCARD / AFP)

 

 

Γράφει από το Παρίσι ο Μιχάλης Μαυρόπουλος


Τρία 24ωρα μετά την 1η του έτους, το κάτωθι δημοσιευόμενο άρθρο θα σας φανεί μπαγιάτικο, αφού, όπως λέμε στο συνάφι μας, το άπαν της δημοσιογραφίας είναι η επικαιρότης. Χρεώστε το στις αλληλοδιαδεχόμενες εορταστικές αργίες. Με την αναμενόμενη έλευση των Φώτων και του Αη Γιαννιού, το καθισιό τελειώνει και επανερχόμαστε στον κανονικό ρυθμό ζωής. Με την ευκαιρία του με το τέλος εορτών, το έλλογο ανθρώπινο ον αναρωτιέται: τι άφησε στον ενδόμυχο κόσμο μου αυτό το Δωδεκαήμερο; Για τον υπογράφοντα, λεχθέν στα γρήγορα, ένα συγκεχυμένο, -λόγω της απρόβλεπτης εξελίξεως του κόβιντ (covid)-αίσθημα ελεγχόμενης ανησυχίας, μια εντονότερη συνειδητοποίηση της προχωρημένης ηλικίας με όλα τα επακόλουθά της και ένα είδος φόβου της αναμενόμενης αλλαγής ρότας στην ζωή μας.

Αυτές οι σκέψεις με κατείχαν όταν έκατσα μπροστά στον ηλεκτρονικό υπολογιστή για την σύνταξη του παρόντος άρθρου.

Παρόλα αυτά νομίζω ότι, έστω και κατόπιν εορτής, δεν θα ήταν άνευ ενδιαφέροντος να γνωρίσουν οι Καβαλιώτες τινί τρόπω οι Γάλλοι τιμούν ως συνήθως με διαλεχτό φαγοπότι τον ακόμη ένα χρόνο που θα βαρύνει στις πλάτες μας. Την επαύριον του ρεβεγιόν, πρώτη του έτους, συνάντησα ένα γείτονα στο κεφαλόσκαλο που αφού μου ευχήθη καλή χρονιά με ρώτησε: -Πού κάνατε ρεβεγιόν;- Στο σπίτι μου, του απήντησα, παρουσία της οικογένειας της κόρης της γυναίκας μου. Και συμπλήρωσα ότι στις γιορτές δεν το κουνάω ρούπι από την κατοικία μου, αναθυμούμενος την ρήση των παλαιοτέρων ότι τον χειμώνα, «το σπίτι μου, σπιτάκι μου και φτωχοκαλυβάκι μου», είναι το καλύτερο καταφύγιο για την προστασία της υγείας μας, ιδίως τώρα με τον ιό. Το ρεβεγιόν έλαβε λοιπόν χώρα οίκαδε και υποδεχθήκαμε τον νέο χρόνο, με σχετική απουσία των τυπικών εορταστικών φασαριόζικων εκδηλώσεων και, εν αντιθέσει με την άχαρη τωρινή ατμόσφαιρα, ξανάζησα στιγμές της παιδικής μου ηλικίας στην γενέτειρα, όταν παράφωνος ών, συμμετείχα με τα άλλα μέλη της οικογενείας και φίλους στο ασμάτιον: «πάει ο παλιός ο χρόνος, ας γιορτάσουμε παιδιά, ήλθε ο νέος με τα δώρα, με τραγούδια και χαρά, καλή χρονιά, καλή χρονιά, χαρούμενη χρυσή πρωτοχρονιά».

Εφέτος η πρωτοχρονιά, στην χώρα του Μολιέρου, ήταν οτιδήποτε άλλο παρά χρυσή. Αιωρείτο, παρόλες τις περί αντιθέτου ενθαρρυντικές διαβεβαιώσεις των ειδικών, ένας σιωπηλός φόβος και μια άδηλη ανησυχία λόγω των μη ευανάγνωστων ημερών που μας περιμένουν. Στο πρωτοχρονιάτικο τραπέζι  την νύκτα του Άη Βασίλη ανταλλάξαμε λίγες ευχές, και αυτές με το ζόρι (ποιος είχε όρεξη να προφέρει ευτυχισμένος ο καινούργιος χρόνος;) και όταν οι συνδαιτημόνες πήραν τις θέσεις τους, παρ’ όλα τα ολίγον τι βεβιασμένα γέλια και τις φιλικές προσφωνήσεις, την ατμόσφαιρα την διέκρινε ένα κάποιο δέος για το τι μας επιφυλάσσει το 2022. Όλοι όμως εξεδήλωσαν την ανυπομονησία τους  να γευθούν το πατροπαράδοτο έδεσμα των γιορτών, φουαγκρά (συκότι πάπιας ή χήνας), τα διάφορα θαλασσινά προιόντα, στρείδια, μύδια, αχοιβάδες, εν συνεχεία το ευνουχισμένο κοκοράκι, το καπόνι που λέμε (γαλλιστί le chapon) ή τα αρνίσια μπριζολάκια, όλες αυτές δε οι λιχουδιές εσυνοδεύοντο από σαμπάνια, αφρώδη λευκό ή πικρόξινο ερυθρό οίνο. Στο τέλος, η οικοδέσποινα χειροκροτούμενη παρουσίασε και σέρβιρε σαν καπάκι, όπως συνήθως λέγουν οι Έλληνες, τον παραδοσιακό σοκολατένιο κορμό (γαλλιστί bûche) που παρεσκεύασε ιδίοις χερσίν η δε γεύση του συνοδεύτηκε, για μια ακόμη φορά, από μετρημένη κατάποση ξηρής σαμπάνιας.

Οι ανταλλαχθείσες πολιτικές απόψεις εξεφράσθησαν χωρίς ιδιαίτερο πάθος κριτικής ή επαίνων, οι αναλύσεις των  αρτζιμπούρτζι και λουλάς προεκλογικών υποσχέσεων γρήγορα εκτοπίσθηκαν από τις μπλα-μπλά εκνευριστικές συζητήσεις για το κοβίντ. Ο ίδιος φίλος που με ρώτησε πού πέρασα το ρεβεγιόν, μου διευκρίνισε ότι εάν το είχε οργανώσει ο ίδιος, θα απαιτούσε από τους προσκεκλημένους να κάνουν, πριν προσέλθουν στην οικία του, ένα auto-τεστ (γρήγορο τεστ)  και θα απαγόρευε ρητώς και κατηγορηματικώς κάθε συζήτηση και αναφορά στον ιό. -Για ποιο λόγο θα ζητούσες από τους φίλους να κάνουν το στιγμιαίο τεστ αφού ξέρεις ότι είναι όλοι διπλώς εμβολιασμένοι, και επιπροσθέτως γιατί να μην μιλήσουν για το κόβιντ; τον ρώτησα. -Διότι όπου και να πάω στο καφενείο, σε φιλική επίσκεψη, στην δουλειά, στον δρόμο, στο σπίτι δεν ακούω παρά την λέξη κοβίντ. Με που την ακούω στρεσσάρω. Το ίδιο με την τηλεόραση και το ραδιόφωνο, ιδίως τώρα με τις γιορτές που μας συμβουλεύουν κάθε λίγο και λιγάκι να αποφεύγουμε για την προστασία μας τις μετακινήσεις και τις συγκεντρώσεις με πολλά άτομα. Αντιλαμβάνεσαι λοιπόν ότι το ποτήρι ξεχείλισε. Φθάνει πια, είπε εκτοξεύοντας ένα  βαθύ ούφ  που τον ανακούφισε και επεκαλέσθη ένα άρθρο της καθηγήτριας της νομικής Muriel Fabre- Magnan που αναρωτάται «μήπως το Κράτος  νομικού δικαίου είναι ασθενής του Covid 19;». Η ιδία τονίζει ότι «νομικώς οι διηγούμενες ιστορίες που ξετυλίγονται αδιακόπως πέριξ του κοβίντ, στις οποίες παριστάμεθα μέχρι ναυτίας (το υπογραμμίζει λατινιστί: ad nausean), απεικονίζουν την αντικατάσταση του  Δικαίου με το αυθαίρετο της Εξουσίας».

Διηγήθηκα στην ομήγυρη τον διάλογο με τον φίλο. Απέφυγαν να τoν σχολιάσουν και έστρεψαν το βλέμμα τους προς την τηλεόραση. Όλοι ήθελαν να μάθουν το τι θα συνέβαινε σε λίγο, τα μεσάνυκτα, στα Ηλύσια Πεδία με τα περιοριστικά μέτρα επιβληθέντα από την δημοτική αρχή. Ήταν πεπεισμένοι ότι ο περιορισμός θα μείωνε την προσέλευση του κόσμου. Οι Παριζιάνοι, βεβαίως πολύ ολιγότεροι  από κάθε άλλη «κανονική» φορά, ήταν παρόντες στην πιο ωραία και πλατιά λεωφόρο του κόσμου, παρ’ότι ήξεραν ότι δεν θα μπορούσαν να ιδούν ως συνήθως την νύκτα της 31ης Δεκεμβρίου φωτοβολίδες και πυροτεχνήματα διασχίζοντα, υπεράνω αυτών τον ημισφαιρικό θόλο. Στα παρελθόντα έτη, απόντος του ιού, αυτό το επουράνιο σόου  αποτελούσε εντυπωσιακότερο θέαμα – κλου για πολλές χιλιάδες Γάλλων που δίνουν ραντεβού για να το θαυμάσουν, να το απολαύσουν, να το χειροκροτήσουν και να ευχηθούν αλλήλους καλή χρονιά. Παραδοσιακώς, το όλο  αυτό  πολύχρωμο θέαμα συνοδεύεται από ασταμάτητα κορναρίσματα αυτοκινήτων, ντουντούκες, στεντόρειες κραυγές «bonne année» (καλή χρονιά) και από έντονα σφυρίγματα που επικρατούν ικανό χρόνο μετά τα μεσάνυκτα. Την επαύριον το πολυτραγουδισμένο «Ω  Σαν’ζ Ελυζέ» ντύνεται με την συνήθη όψη του και στα παρακείμενα μπιστρό  οι τουρίστες, κυρίως Αμερικάνοι, παίρνουν τον καφέ τους ή το μεσημεριάτικο απεριτίφ τους…

Προηγούμενο άρθρο

ΠΑΕ ΑΟΚ 1965: «Δεν είμαστε σε θέση να αγωνιστούμε απέναντι στην Καρδίτσα, η διοργανώτρια αποφασίζει»

Επόμενο άρθρο

Αναβλήθηκε οριστικά το ΑΟΚ - Αναγέννηση Καρδίτσας