Dark Mode Light Mode

Μια ανάμνηση του Emilio Quadrelli

16/08/2024

Έχω βαρεθεί να γράφω όταν πεθαίνουν φίλοι και σύντροφοι μιας παράξενα μεγάλης ζωής, γράφει ο Francesco Piccioni. Με τον Emilio μοιραστήκαμε πολύ κοντινή γειτνίαση και φιλοσοφικές αποστάσεις, μιλώντας σε κάθε περίπτωση χαμηλόφωνα, όπως ξέρει ότι πρέπει να κάνει όποιος έχει μάθει την παιδεία καθισμένος στο τραπέζι με εξίσου οπλισμένους ανθρώπους.

Για παράδειγμα, μοιραστήκαμε μια απόπειρα απόδρασης από ένα μεγάλο δωμάτιο στην ειδική φυλακή του Cuneo, μήνες σιωπηλής δουλειάς σε έναν όροφο όπου οι κατάσκοποι του διοικητού Incandela ήταν σχεδόν περισσότεροι από τα «καλά παιδιά».

Μήνες δοκιμών της υπομονής, της ικανότητας, της συγκέντρωσης, της αίσθησης ισορροπίας μας, που μοιραστήκαμε με άλλα δύο αδέρφια των οποίων αργότερα έχασα τα ίχνη. Και με τον Emilio, κάποια στιγμή χαθήκαμε, για καλή του τύχη, δεδομένης της μαύρης τρύπας που καθίσταντο οι «ειδικές» στα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν ο εξωτερικός ένοπλος αγώνας είχε πλέον γίνει πολιτικά αμελητέος ή σχεδόν.

«Ευτυχώς για αυτόν» διότι η ποινή του ήταν λιγότερο σοβαρή, και οι πόρτες της φυλακής άνοιξαν μπροστά του λίγα χρόνια αργότερα. Τον ξαναβρήκα όταν, πλέον ημιελεύθερος κι εγώ, από το θρανίο του il manifesto τον ανακάλυψα ως βοηθό του Alessandro Dal Lago, στο Πανεπιστήμιο της Γένοβας.

Εν ολίγοις, είχε γίνει ένας κοινωνιολόγος, σίγουρα πολύ sui generis, [1] παθιασμένος θαμώνας του «αντικειμένου» της μελέτης, όπως ακριβώς είχε ζήσει στα νιάτα του, στα μισά του δρόμου μεταξύ της συντροφικότητας και των τοπικών «batterie», νεανικών συμμοριών που γεννήθηκαν στις εργατικές γειτονιές οι οποίες έψαχναν τη λύτρωση ανάμεσα σε ληστείες και απαγωγές, χωρίς ποτέ να εγκαταλείψουν η μία την άλλη ακόμα και στις πιο ακραίες δυσκολίες.

Σχεδόν θρυλική εκείνη την εποχή, αυτή της πόλης του -με τον Mario Rossi (τον «άλλο Μάριο», όχι τον σύντροφο της 22 Οκτώβρη) και τον Paolo Dongo- ικανό να επιτεθεί σε ένα θωρακισμένο αυτοκίνητο των καραμπινιέρων για να απελευθερώσει έναν από αυτούς.

Διάβασα ότι κάποιος τον αποδίδει, σήμερα, στο «εργατιστικό» ρεύμα, μάλλον αδικώντας τον σε σημείο που θα τον έκανε να συνοφρυωθεί. Ήταν ένας παθιασμένος αναγνώστης και αναλυτής των κοινωνικών εξεγέρσεων –αυτό ναι– πιστεύοντας πάντα ότι η ευκαιρία για μια ριζική ρήξη με το υπάρχον θα μπορούσε να προκύψει από τις αυθόρμητες εκρήξεις.

Κάτι που για μένα είναι μάλλον απίθανο, όπως μου φαίνεται μας δείχνει η Ιστορία. Αλλά πέρα από αυτή την πεισματάρικη αναζήτηση ενός αρχέγονου και επίμονου, ανυποχώρητου στοιχείου της εξέγερσης, πολύ λίγα άλλα τον συνέδεαν με τον ιταλικό «εργατισμό».

Θέλοντας να εξηγήσω τη διαφορά, ήταν ένας εργάτης εξεγερμένος ικανός να την σκεφτεί, παρά ένας «εργατιστής» έτοιμος να την τραγουδήσει. Ήταν σίγουρα ένας «άνθρωπος του ποιείν» (εξέγερση) ακόμα και όταν άρχισε να γράφει για τις banlieues, [2] τους μετανάστες, τη δεύτερη και τρίτη γενιά, την αποικιοκρατία και τη νεοαποικιοκρατία, την εκμετάλλευση επάνω στις «γραμμές του χρώματος».

Βρεθήκαμε να το συζητάμε πάντα σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, σε τροχιές ζωής που μερικές φορές μας έφεραν κοντά για κάποια δημόσια συζήτηση, στην οποία εξηγούσαμε υπομονετικά και αθόρυβα τη διαφορά μας στις θεωρητικές απόψεις για την επίτευξη του ίδιου στρατηγικού στόχου, με κάποιο τρόπο που αντιπροσωπεύεται σταθερά από τις πολιτικές μας ζωές, κοντινές αλλά όχι ίδιες.

Ακόμη και σωματικά τον βρήκα μεταμορφωμένο. Από το μακρόστενο μακρυμάλλη αγόρι σε αυτήν την παλιά φωτογραφία της φυλακής, σε δομημένο μποντιμπιλντερ σχεδόν πιο φαρδύ από ό,τι μακρύ. Αντιμετώπισε τις ανησυχίες μου ως «φυσικός» μαχητής σε αυτό το μέτωπο με τον συνήθη τρόπο του («ούτε ένα βήμα πίσω, ό,τι κι αν γίνει»).

Το πιο ζωηρό βιβλίο του, και το οποίο αντιπροσωπεύει καλύτερα την άρρηκτη σχέση μεταξύ του να κάνεις και να σκέφτεσαι την εξέγερση, είναι σε κάθε περίπτωση το Andare ai resti-Τα παίζεις όλα. Μια έκφραση που μπορεί να γίνει πλήρως κατανοητή μόνο από εκείνους που έζησαν, επιλέγοντάς την, μια εξέγερση στη φυλακή, όπου διακυβεύονται τα πάντα -η ζωή ή τουλάχιστον η σωματική ακεραιότητα- γιατί έχεις καταλάβει ότι δεν μπορείς να δεχτείς να κάνεις πίσω.

Διότι αυτά που σου απομένουν να υπερασπιστείς είναι τόσο λίγα, στο στάδιο της εξάλειψης, τελειώνουν, που αξίζει να τα «παίξεις» στοχεύοντας στην ανατροπή της συνθήκης. χειρότερα δεν γίνεται… Ένας αουτσάιντερ, απ’ έξω, κάνει λόγο για «τρέλα» σε περιπτώσεις σαν κι αυτές, δεδομένης της αβυσσαλέας δυσαναλογίας δυνάμεων ανάμεσα στους εξεγερμένους και τον εχθρό.

Ωστόσο, η ιστορία είναι γεμάτη από τέτοιες διαδηλώσεις, όπως φαίνεται στη Γάζα ή στο γκέτο της Βαρσοβίας. Και αν είχαμε χρόνο να το συζητήσουμε, πιθανότατα θα είχε παθιαστεί να βρει τις πολλές ομοιότητες που υπάρχουν στις εξεγέρσεις των κρατουμένων του χθες και του σήμερα.

Στις δυτικές φυλακές όπως και στις μεσανατολικές γειτονιές υπό αέναη πολιορκία, στον πάτο ενός τούνελ που έσκαψαν ισλαμιστές αγωνιστές ή κομμουνιστές εβραίοι που δεν ήθελαν να περιμένουν -και να υποφέρουν- τη γενοκτονία στη σιωπή.

Μου έδωσε ένα αντίγραφο και αργότερα με ρώτησε αν είχα αναγνωρίσει τον εαυτό μου σε ένα από τα επεισόδια που αφηγήθηκαν εκεί. Σε εκείνο το δικαίως δίχως ονόματα βιβλίο, με πολλά γεγονότα που είχα ζήσει άμεσα ή από κοντά, μου είχε ξεφύγει μια σκηνή στην οποία πρωταγωνιστούσα.

Αλλά ήταν χειρονομίες που όφειλα να κάνω, και δεν τις υπολόγιζα ως κάτι άξιο λόγου. Οι άλλοι σίγουρα τις θυμούνται καλύτερα… Είναι η τελευταία μου λύπη. Μόλις επέστρεψα από ένα ταξίδι που διήρκησε σχεδόν τρεις μήνες, αγγίζοντας πολέμους σε εξέλιξη ή έτοιμους να εκραγούν, δεν κατάφερα να πάρω αμέσως ένα τρένο για να πάω και να τον δω πριν από το τέλος.

Και τώρα πλέον δεν γίνεται τίποτα, δεν υπάρχει θεραπεία. Γεια σου Emilio, ούτε ένα βήμα πίσω, όπως κι αν πάει.

[1] sui generis

• που «ανήκει στο δικό του γένος», αποτελεί «χωριστό είδος», εκκεντρικός, που λειτουργεί κοινωνικά με ατομικές αρχές, αυτόνομα, χωρίς φαινομενικά ή και ουσιαστικά να έχει ιδιαίτερες ομοιότητες με τους άλλους στη νοοτροπία και τη συμπεριφορά

• [2] Στη Γαλλία, ένα banlieue είναι ένα προάστιο μιας μεγάλης πόλης ή όλα τα προάστια της συλλογικά.

Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος contropiano.org

Προηγούμενο άρθρο

Καβάλα: Τα συγκινητικά λόγια του Χρήστου Μάστορα για τον πατέρα του on stage και η αφιέρωση (video)

Επόμενο άρθρο

Ο Παναγιώτης Τσιάρας στο Λεβαδειακός - Καλλιθέα