Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
Δεν ήμουν επαναστατικό στοιχείο….
ένας φοβισμένος ήμουν….
ένας φοβισμένος με πολύ όμως δύναμη στην ψυχή…
Όχι, μεγάλος επαναστάτης δεν ήμουν….
γιατί αν τέτοιος ήμουν…
θα είχα γίνει κι υπουργός…..
μεγάλος και τρανός θα είχα γίνει…
όπως και κάποιοι άλλοι…
μα την ψυχή μου θα την είχα χάσει…
Γιάννενα, χίλια εννιακόσια εβδομήντα τρία….μπορεί και εβδομήντα τέσσερα. Που να θυμάμαι πια αφού η πολυδιάστατη σκέψη μου, η πολυδύναμη φαιά ουσία μου και η αλγεβρική τοπολογία του μυαλού μου, φθίνουσα ακολουθία έγινε. Ούτε εποχή θυμάμαι, αλλά όμως σίγουρα καλοκαίρι δεν ήταν. Το πολυφθαρμένο αμερικάνικο αντιστασιακό τζάκετ μου φορούσα, και μια τσόχινη τραγιάσκα. Ικανά και αναγκαία στοιχεία ήταν και τα δύο, για να δεχθώ μια εθιμοτυπική επίσκεψη στο φοιτητικό γιατάκι μου. Μια επίσκεψη του Ζήση και της όμορφης παρέας του. Τους τσογλανοασφαλίτες της εποχής εκείνης. Μια εθιμοτυπική και γεμάτη ευγένια επίσκεψη στο δωμάτιο μου θα ήταν, και επίσης, μια ευγενική και πάλι, γενική έρευνα, σε όλους τους χώρους τού φοιτητικού σπιτιού μας.
Ικανά ήταν τα στοιχεία, μπολσεβίκικα.
Σε όλο το σπίτι θα κοιτούσαν, ευγενικά θα έψαχναν.
Γιατί, που ξέρεις, όλο και κανένας Ράπτης ή Κοφίνας κρυμμένος σε καμιά ντουλάπα θά ‘ταν.
Φοβερή κρυψώνα όμως, δεν συμφωνείτε;
Εκεί μια φορά τον κρύψαμε τον Θανάση.
Μπορεί βέβαια ποιά χρονιά ακριβώς και, του έτους ποιά εποχή ήταν, να μη θυμάμαι, αλλά, αυτό που θυμάμαι όμως καλά, είναι ότι ήταν πριν την πτώση της Χούντας και ότι μόνος στο σπίτι ήμουν. Έλειπαν οι δυο συγκάτοικοί μου, άρα ήταν κοντινές ημέρες μετά από τις διακοπές των Χριστουγέννων ή μετά από το Πάσχα, και έλειπαν στα μέρη τους, στις πατρίδες τους. Δεν είχαν επιστρέψει ακόμα.
Πρώτος εγώ επέστρεφα πάντα. Όλα τα χρόνια των σπουδών μας. Να ξεφύγω από το χωριό μου ήθελα. Σαν την “μεγάλη απόδραση” ήταν το φευγιό μου, ο “Πεταλούδας”, ένα πράμα ήμουν, που την είχα δει και πρόσφατα την ταινία. Φυλακή ήταν για μένα τα χρόνια εκείνα το χωριό μου.
Το καταφύγι μου τώρα.
Να φύγω ήθελα κι ας τη μάνα μου λυπόμουν, πού ‘χε το δάκρυ έτοιμο. Τάχαμου δήθεν για διάβασμα, έφευγα. Έτσι στον πατέρα μου έλεγα και κείνος έκανε πως με πίστευε. Και επειδή αλλάζαμε και καμιά κουβέντα λόγω πολιτικών, έμπαινε στη μέση η μάνα μου, που ήταν και από τις λίγες φορές που την άκουγα και την έβλεπα να ορθώνει ανάστημα μπροστά στον πατέρα μου.
Ορθώνει ανάστημα, τρόπος του λέγειν:
“Άσε Θανάση το παιδί να πάει στον τόπο του να διαβάσει”, έλεγε, και αμέσως έβαζε τα χέρια της στις τσέπες τής ποδιάς της ή στα μανίκια της, όπου φύλαγε τα μαντήλια της.
Στυπόχαρτα δακρύων.
Κανά δυο τρία είχε. Ένα δεν έφτανε γιατί συννεφιασμένη συνέχεια ήταν και μάλιστα με βροχοφόρα σύννεφα. Στρωματοσωρείτες και μελανοσωρείτες που θα έλεγε και ο συμπαθέστατος καθηγητής μας της Μετεωρολογίας Μεταξάς, ήταν τα μάτια της γεμάτα.
Κι είχε ρεζέρβα κι ένα μαντήλι σε ένα από τα δυο μανίκια της, όπου συνήθιζε να βάζει τα χέρια της, το δεξί χέρι στο αριστερό μανίκι και αντίστοιχα το αριστερό χέρι στο δεξί μανίκι. Σαν τις γυναίκες της Άπω Ανατολής. Δείγμα υποταγής στους ανωτέρους της, αυτό ήταν. Κι όλοι γύρω της, ανώτεροι της φαίνονταν της μάνας μου πως ήταν. Και πιο ανώτερος από όλους ο πατέρας μου. Ο Θεός της και ο γλυκός βασανιστής της, ήταν. Αλλά, σε μερικά βασανιστήριά του, όχι δεν έλεγε. Θάλεγα μάλιστα ότι τα επιζητούσε κιόλας, ακόμα κι όταν εκείνος, να την βασανίσει σκοπό δεν είχε.
“Κουρασμένος είμαι”, έλεγε.
“Θα σε ξεκουράσω εγώ”, απαντούσε εκείνη.
Κι ύστερα πήγαιναν να πάρουν ένα υπνάκο και να ξεκουράσουν τα κορμάκια τους.
Έτσι έλεγε η μάνα μου.
“Να σε τρίψω και λίγο το κορμάκι σου να ‘ναπαυτεί πού ‘ναι απ’ το ζευγάρισμα κουρασμένο και ταλαιπωρημένο”, τού ‘λεγε του πατέρα μου, η μάνα μου.
Έτσι τού ‘λεγε, μα έλεγε και τ’ άλλο.
“Ποιά είμαι εγώ”, έλεγε. Έτσι συνήθιζε να λέει, η μάνα μου.
“Μια αγράμματη είμαι, μια αμόρφωτη. Που να ξέρω η δόλια εγώ.”
Αλλά για χάρη μου, έλεγε και καμιά παραπανίσια κουβέντα στον πατέρα μου.
“Άσε Θανάση, ξέρει το παιδί, για διάβασμα θα πάει.”
Δεν ήθελε η μάνα μου να φύγω, αλλά έβλεπε την λαχτάρα στα μάτια μου και έκανε πίσω τη δικιά της. Κι ήξερα ότι ύστερα, όταν θα είχα φύγει, το έβλεπα στα μελιά, τα καφετιά της μάτια που μπαμπακένια γίνονταν σαν με αποχαιρετούσε, ότι όλη τη μέρα τα χέρια της στις τσέπες τής ποδιάς της και στα μανίκια θα τα είχε.
Και σαν εκείνος, ο πατέρας μου, έβλεπε το θράσος της, σήκωνε φράχτη ψηλό το βλέμμα του μη και ξεθαρέψει.Την αγριοκοιτούσε, κουνούσε το κεφάλι του και κείνη τα χέρια στα μανίκια έβαζε.
Ήξερε ο πατέρας μου….. ήξερε, έμαθε, και πολύ φοβόταν…. Για μένα φοβόταν. Τώρα που έφυγε για το μεγάλο ατέλειωτο συμπαντικό ταξίδι του τον καταλαβαίνω…. γιατί, ήδη τα μαντάτα είχαν φτάσει στο αστυνομικό τμήμα του χωριού μου.
Υπογραφές οι φοιτητές μάζευαν για τις φοιτητικές τους εκλογές και τέτοια άνομα και επαναστατικά πράγματα έκαναν. Ενάντια τέτοια πράγματα έκαναν, ενάντια στο καθεστώς της νομιμόφρονης της κυβερνήσεως, της κυβερνήσεως της εθνοσωτηρίου επαναστάσεως.
Χούντα ήταν και ο φόβος τού πατέρα μου μεγάλος ήταν. Ήταν, που ήταν και άνθρωπος συντηρητικός.
Και αντικομμουνιστής.
Και δεξιός.
Όμως, Καραμανλικός δεν ήταν.
Μαρκεζινικός φανατικός.
“Κόμμα Προοδευτικών”
Αντικομμουνιστής, προοδευτικός.
“Με τους λίγους και καλούς έλεγε”, σαν άκουγε τα αποτελέσματα των εκλογών από το ραδιόφωνο Gruntig παγκοσμίου λήψεως, με το φωτάκι ψηλά που άνοιγε και έκλεινε σαν κουρτινάκι, αναλόγως αν η λήψη ήταν καλή ή όχι, και με την κεραία ελατήριο απ’ άκρη σ’ άκρη στο ταβάνι της κουζίνας.
“Τρίτον εκλογικόν τμήμα ανδρών Παλαιοχωρίου Καβάλας, έλαβον……δεν τον ενδιέφεραν οι άλλοι οπότε ούτε που τους άκουγε… Κόμμα Προοδευτικών, Σπύρος Μαρκεζίνης, ψήφους επτά.”
Λίγη, έως πολύ στεναχώρια τον έπιανε, αλλά μετά έλεγε:
“Να δείτε που μια μέρα θα γίνει πρωθυπουργός.”
Και δικαιώθηκε ο πατέρας μου.
Πρωθυπουργός της Χούντας έγινε ο Μαρκεζίνης.
Ανδρείκελο.
Α ρε πατέρα.
Ο Θεός της μάνας μου ήταν ο πατέρας μου και ο Θεός του πατέρα μου ο Μαρκεζίνης. Μια φωτογραφία που είχε βγάλει μαζί του, δέσποζε σε χρυσοποίκιλτο κάδρο πάνω από την βιτρίνα της σερβάντας, που ήταν μέσα στην καλή την κάμαρα, την υποδοχή του σπιτιού μας που γίνονταν οι επισκέψεις και τα γλέντια του Αγίου Αθανασίου. Υπό το βλέμμα βεβαίως πάντα τού Μαρκεζίνη.
Μπουρσούκι τον έλεγε η μάνα μου τον Μαρκεζίνη. Καραμανλική ήταν η μάνα μου και είχε ακούσει κάποιον που σχολίαζε στο ραδιόφωνο ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής όταν είδε τον Σπύρο Μαρκεζίνη για πρώτη φορά, είπε:
«Α βε, σαν μπουρσούκι είναι αυτός!»
Ήταν τότε που ο πατέρας μου, πέταξε το μαχαίρι με το οποίο καθάριζε τα φασολάκια στο ραδιόφωνο, κι αυτό καρφώθηκε στο μεγάφωνό του κι από τότε έτριζε όταν άνοιγες την ένταση.
Κρυφά όμως από τον πατέρα μου και σιγανά έτσι τον έλεγε η μάνα μου σε μένα, – είχαμε βλέπετε και μια μυστική συνομιλία σε μια δική μας γλώσσα – γιατί, αν την άκουγε ο πατέρας μου, απ’ το τσιγγέλι στο οποίο κρεμούσε το κατσίκι που έσφαζε το Πάσχα για να το γδάρει, θα την κρέμαγε και κείνη.
“Απ’ το τσιγγέλι ανάποδα θα σε κρεμάσω κακομοίρη μου”. Έτσι με απειλούσε όταν εγώ δεν έλυνα τα προβλήματα που μας έβαζε στο Δημοτικό ο Μιχαλάκης, ο δάσκαλος, κι έτσι έμαθα και την προπαίδεια και μαθηματικός έγινα.
Ήταν μια απειλή αυτή που μικρός σαν ήμουν φόβο πολύ μου προκαλούσε σαν την έλεγε, μα ύστερα γελούσε.
Φόβος ήταν κι έφευγε.
Και μόνο αυτός να ήταν!
Χρώματος βεραμάν παρακαλώ η καλή μας κάμαρα βαμμένη ήταν, και η σερβάντα καφέ γυαλιστερή φορμάικα με βιτρίνα και καθρέφτες ολούθε γύρω της. Πολυδιάστατη βιτρίνα, στο άπειρο οι καθρέφτες σε έστελναν και γω πολύ τους χάζευα. Έβλεπα Αγγέλους πολλούς μέσα της που όλο μίκραιναν και χάνονταν στο άπειρο.
Μόνο του ανθρώπου το μυαλό είναι ικανό το άπειρο να νοιώσει.
Με έβλεπε και ο πατέρας μου που κοιτούσα με θαυμασμό την βιτρίνα και χαίρονταν γιατί νόμιζε πως κοιτούσα και θαύμαζα την φωτογραφία, με την αφεντιά του και τον Μαρκεζίνη.
Τώρα, πώς εγώ παιδί με ηθικές αρχές, από οικογένεια και χωριό καθώς πρέπει, με οικογενειάρχες σωστούς και νοικοκυραίους πρώτους, νοματαγείς και νομιμόφρονας…. αναπόδιασα, ένας Θεός το ξέρει.
Η φύση και το σύμπαν.
Ολάκερος ο κόσμος συνωμότησε.
Κι έτσι, νά ‘μαι τώρα με το τζάκετ και την τραγιάσκα στου Λευτέρη. Στο Παλλάς.
Εκεί στη διχάλα του Ταχυδρομείου, στα αριστερά, εκεί που τώρα είναι το “Αστυνομικόν Μέγαρον”.
Για διάβασμα.
Γνωστοί και μη εξαιρεταίοι οι θαμώνες. Όλοι οι ενάντια στην νομιμότητα μέσα σε κείνο το άντρο, που όμως χωρίς βέβαιος εγώ να είμαι, λένε ότι αποδείχθηκε δεύτερο της ασφάλειας γραφείο.
Αλλά τέτοια πράγματα πολλά συνέβαιναν τότε, οπότε…..
Αντιφρονούντες γεμάτο μέσα εκεί και γω μαζί τους. Αλήτες και νέοι και φοιτητές και άλλοι που σκοπό είχαν κι ήθελαν να γκρεμίσουν συθέμελα την: “Πατρίδα Θρησκεία Οικογένεια”.
Βράδυ, ώρα περασμένη και μεις μέσα στο Παλλάς σκάβουμε υπόγεια τα θεμέλια της πατρίδας μας.
Η ώρα πήγε δύο, τρεις, τέσσερις το πρωί, ούτε που θυμάμαι και την εξήγηση για αυτό θαρρώ πως σας την έδωσα.
“Άντε συντρόφια καληνύχτα.”
Δυνατά φεύγοντας το είπαμε για να πειράξουμε την τριάδα που ήταν μέσα στο λαδί το “Morris”.
Ο Ζήσης και η παρέα του.
Μόνος εγώ παίρνω τον δρόμο για το σπίτι.
Η οδός του σπιτιού μου;
21ης (Εικοστής πρώτης) Απριλίου 67. Νούμερο ή 27 ή 38.
Δεν θυμάμαι το νούμερο αλλά την οδό όμως….
Σημερινή Δωδώνης.
Και προχωρώ μέσα στην νύχτα και ανεβαίνω και προχωρώ και από πίσω μου διακριτικά το λαδί το “Morris”.
“Διακριτικά” όμως, δυο τρία μέτρα πίσω μου αυτό κι άλλα δύο τρία μέτρα μακριά από τον δρόμο, στο πεζοδρόμιο εγώ. Σύνολο η υποτείνουσα του ορθογωνίου τριγώνου.
Πέντε μέτρα.
Και φτάνουμε στο σπίτι μου.
Και σκέφτομαι εγώ να τους μπερδέψω και να μπω από ένα δρομάκι από πίσω από την Παιδόπολη. Για να με χάσουν. Μπαίνω στο σπίτι και δεν ανάβω φως.Το δωμάτιό μου ισόγειο με ξέχωρη πόρτα και παράθυρο σε ένα μονοπατάκι κλέφτικο.
Ξαπλώνω και αφουγκράζομαι.
Και κει που ησυχάζω, χτυπά το τζάμι του παραθύρου μου.
Μια γλυκιά, σχεδόν ψιθυριστή φωνή ακούγεται.
“Άγγελε….Άγγελε… άνοιξε την πόρτα, μέσα είσαι το ξέρω. Σε είδαμε.”
Με τα μικρά μας ονόματα μας φώναζε ο Ζήσης.
Ανάσα εγώ.
“Έλα τώρα άνοιξε, μη κάνεις τον κουφό, δυο λογάκια να πούμε θέλω.”
Ανοίγω και μπαίνει μέσα μόνο ο Ζήσης, αφού έδωσε εντολή στους άλλους δύο να περιμένουν εκεί κοντά απ’ έξω.
“Εσύ Άγγελε είσαι από οικογένεια σωστή, με αρχές, γιατί κάνεις παρέα με αυτούς τους επικίνδυνους αναρχικούς. Πέρνα μια μέρα από τα γραφεία της ασφάλειας και ζήτησέ με. Να το συζητήσουμε το θέμα ρε αδελφέ, όλοι Έλληνες είμαστε.”
Έτσι μου είπε ο Ζήσης κι ύστερα άλλαξε κουβέντα.
“Τί ωραίο δωμάτιο που έχεις, τί όμορφα στολισμένο, καλλιτέχνης βλέπω είσαι. Αρχιτέκτων, ντεκορατέρ. Σε προσκαλώ να έρθεις και στο σπίτι μου να στολίσεις και το δωμάτιο της κόρης μου που πάει στο Γυμνάσιο. Σε λίγο κι αυτή φοιτήτρια σαν και σένα θα είναι. Μαθηματικός κι αυτή θέλει να γίνει.”
Τσιμουδιά εγώ.
Αλλά τότε ήταν που την απόφασή μου την μεγάλη πήρα.
Θα τελειώσω το Μαθηματικό και θα σπουδάσω Αρχιτέκτονας, ντεκορατέρ.
Και έδωσα κατατακτήριες πολύ αργότερα διορισμένος προφέσορας στο Δημόσιο σχολείο.
Και πέρασα στο Πολυτεχνείο αλλά…..
Εδώ είδα και έπαθα και τρόμαξα να τελειώσω το Μαθηματικό, το Πολυτεχνείο θα τελείωνα….
Πάντως φοιτητής ακόμα είμαι κι ας χούντα δεν είναι τώρα…
Μόνο που τώρα ο κόσμος έγινε πιο σκληρός….
Ας είναι.
Αρχιτέκτονας όμως έγινε ο συμφοιτητής μου, ο φίλος μου και ο σύντροφός μου εκείνα τα ιριδοχρωματισμένα σκοτεινά, σκληρά και όμορφα χρόνια.
Τα ομορφότερά μας χρόνια… ήταν.
Έτσι δεν είναι Μανώλη Κολοκυθά;
Είναι σαν να σπούδασα και γω μαζί σου…
Γιάννενα 30 Ιουνίου 2018
Σαράντα πέντε ολόκληρα χρόνια από τότε….
Μια στιγμή, μια αιωνιότητα….
*****************
Στην φωτογραφία η σκαλισμένη στο μάρμαρο επιγραφή:
“ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ”
Έργο του καταξιωμένου Έλληνα, γλύπτη, ζωγράφου και ποιητή, Παύλου Βρέλλη.
“Είμαι πλούσιος
με σκέψεις και λέξεις
με γραμμές και χρώματα…”
Παύλος Βρέλλης